Από τις εκδόσεις Gutenberg. Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
ΤΡΙΑ ΑΠΟ «ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΡΦΕΑ»
[Ω ΦΙΛΕ ΣΙΩΠΗΛΕ ΤΩΝ ΠΑΜΠΛΗΘΩΝ ΠΕΡΑΤΩΝ]
Ω φίλε σιωπηλέ των παμπληθών περάτων, πιάσε
να νιώσεις πόσο η ανάσα σου τον χώρο μεγαλώνει
κι άλλο. Άσε εκεί, στο ζοφερό καμπαναριό, ναι, άσε
ξανά ήχος ν’ ακουστεί. Ό,τι τρώγοντάς σε επιβιώνει
με τούτη την τροφή θα γίνει δύναμη, εξουσία.
Μπαινόβγαινε στη μεταμόρφωση έτσι όπως είναι.
Για σένα η πιο οδυνηρή ποιά είναι η εμπειρία;
Κι αν το να πίνεις σού ’ναι πια πικρό, οίνος τότε γίνε!
Στην άμετρην ετούτη νύχτα (ποιός να τη μετρήσει;…)
αλκή στο σταυροδρόμι των αισθήσεών σου, ωραίο
νά ’σαι αίσθημα, όπως συναντιούνται αποκόσμως ή με
αλλοκοτιά. Κι αν ό,τι χθόνιο σ’ έχει λησμονήσει,
στης γης τα χώματα τ’ ακίνητα πες τούτο: ρέω.
Μα και στα γρήγορα νερά απευθύνσου και πες: είμαι.
[Ω, ΕΛΑ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ]
Ω, έλα και πήγαινε. Σχεδόν παιδούλα ακόμα εσύ, για κλείσε
ακαριαία τη φιγούρα και με τη χορευτική σου κλίση
αστερισμός ενός απ’ τους χορούς εκείνους κάμε να είσαι,
εκεί όπου εμείς εδώ οι εφήμεροι υπερβαίνουμε τη φύση
και την υπόκωφή της τάξη. Διότι η φύση απλώς αφέθη
στο σκίρτημα μόνο, όταν τον Ορφέα εκεί άκουσε να ψάλλει.
Εκείνη εσύ ήσουν που απ’ τα πέρατα ξεκίνησε και ευρέθη
στα μέρη ετούτα, κάπως ξένη, σαν δεντρί που ξεπροβάλλει
στοχαστικό, και τ’ ακολούθαες με ό,τι σού ’δινε ως ρυθμό του.
Κι εγνώριζες τον τόπο και τη θέση επακριβώς που η λύρα
ορθώθη κι εδονείτο –· ναι, το κέντρο, που ανήκουστο είναι.
Γι’ αυτό το κέντρο στα ωραιότερά σου βήματα είπες Γίνε-
τε!, κι έλπιζες στην ιερή εορτή, με κεκτημένη πείρα,
την όψη να έστρεφες του φίλου σου και τον βηματισμό του.
[ΤΩΡΑ ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΟΥ, ΝΙΩΣΕ ΕΔΩ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΔΙΚΡΑΝΑ…]
Τώρα αφουγκράσου, νιώσε εδώ τα πρώτα δίκρανα στη δίνη
των έργων· άκου τον ανθρώπινο ρυθμό, όπως έχει νεύσει
και πάλι στη συγκρατημένη σιγαλιά και στη γαλήνη
του χώματος της άνοιξης που θά ’ρθει. Με όλη του τη γεύση
το Ερχόμενο εμφανίζεται μπροστά σου. Και σου φαίνεται ότι
το τακτικά ήδη Εληλυθός σ’ εσέ ξανάρχεται με χάρη
σαν νέο. Πάντα το περίμενες και πάντα το αιχμαλώτι-
ζες, μα ποτέ σου δεν το επήρες. Μόνο εκείνο σ’ έχει πάρει.
Τα φύλλα απ’ τις βελανιδιές που ’χουν ξεχειμωνιάσει, πάλι
σου φαίνονται καφέ το βράδυ όποτε ρθεί – ναι, φαιά και άδεια.
Και μέσα τους τις αύρες νιώθεις να μιλούν η μια στην άλλη.
Ολόμαυροι είναι οι θάμνοι. Αλλά σωροί κοπριάς ωραία-ωραία
απλώνονται παντού σαν κορεσμένο μαύρο στα λιβάδια.
Και καθεμιά ώρα που περνάει, ολοένα γίνεται πιο νέα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.