Αρχείο 15/06/2017
Αυτόματη Γραφή
Φιλήθηκαν.
Άφησε να της φύγει ένα: «Ναι, καλέ μου. Να είσαι, παρόλα αυτά, τρυφερός».
και τεντώθηκε χαύνα στα κλινοσκεπάσματα.
Το φως, στο νεύμα της, χαμήλωσε μόνο του,
κι έφαγε τον εαυτό του το φυτίλι, αφήνοντας κάπνα στο ταβάνι.
Μετά έκλεισε τα μάτια.
έσφιξε τα βλέφαρα μέχρι που βγήκαν από τους θόλους της οχιές.
Του τυλίχτηκαν στον λαιμό,
τον δάγκωσαν στο στήθος,
πράξη διάρκειας δευτερολέπτων,
τόσο εκείνος έζησε.
Στη μήτρα της
χύθηκε ξύδι και αίμα.
Μετά από εννιά μήνες
γέννησε μια Λερναία Ύδρα,
με δυο κεφάλια:
τα ονόμασε με διαφορετικό όνομα,
νοητική σύλληψη της στιγμής,
με αεροβάπτισμα
την πέταξε καρβέλι στον αέρα,
‘‘Ανικανοποίηση’’ την πρώτη και ‘‘Μήδεια’’ την κόρη της, την πιο μικρή,
φυτρωμένη με καθυστέρηση,
με καισαρική τομή,
στα αριστερά της.
Μετά από μια ώρα απογαλακτίστηκε.
Την επόμενη μέρα κιόλας μπουσούλαγε.
Την μεθεπόμενη ενηλικιώθηκε.
Της άνοιξε απότομα η όρεξη.
Της έβαλε λουρί
και την πηγαίνει βόλτα σε κήπους, και σε καφενεία,
την ταΐζει εραστές των δειλινών
που κρύβονται σε θάμνους.
Την τρέμει η νύχτα.
Της ανοίγουν δρόμο λαγωνικά.
Να προσέχεις μη σε βρει.
Να το ξέρεις,
πως σου αυτοσυστήνεται με το επώνυμο.
*
©Δημήτρης Σούκουλης
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.