Διώνη Δημητριάδου, Θηρίο ή Θεός ―από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Διώνη Δημητριάδου, Θηρίο ή Θεός, εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2023-11-21

Το κενό ανάμεσα

Η

Διώνη Δημητριάδου μετά την τελευταία της εμφάνιση με τη συλλογή διηγημάτων (Ο βιωμένος χρόνος – μικρές ιστορίες, εκδόσεις ΑΩ), το 2017, επανέρχεται με μια νουβέλα. Ο τίτλος της: Θηρίο ή θεός και το περιεχόμενο της τον επαληθεύει απολύτως, καθώς πρόκειται για μια υπαρξιακή – φιλοσοφική καταβύθιση, η οποία θέτει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τον συσχετισμό ανθρώπου και υπερβατικού όντος, αλλά και του χώρου που παρεμβάλλεται ανάμεσα, που δεν είναι άλλος από την ανθρώπινη βούληση. Ο λόγος της εναλλάσσεται μεταξύ του δοκιμιακού λόγου και της αφήγησης, ενώ η συμβολή της διακειμενικότητας είναι εμφανής. Η αφήγηση, ρεαλιστική, εναλλάσσεται, κυρίως μεταξύ α΄ και γ΄ προσώπου, ωστόσο υπάρχουν και η στιγμές που η απεύθυνση στοχεύει συγκεκριμένα και προσδίδει στο κείμενο αρετές και στοιχεία από τον εσωτερικό μονόλογο.

Ο αφηγηματικός χρόνος ακινητοποιείται συχνά, κάτι που ομολογεί και ο ίδιος ο χαρακτήρας στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου λέγοντας, «Η δράση απουσίαζε για καιρό…». Άλλωστε, η υπαρξιακή καταβύθιση του ήρωα, ελάχιστα επιτρέπει την μετατόπισή του, καθώς κινείται ανάδρομα και κυκλικά γύρω από στοχασμούς, καθώς βυθίζεται σ’ έναν κόσμο «…που όλο και περισσότερο μοιάζει ξένος και άγνωστος…», όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο. Τα αφηγηματικά πρόσωπα, εισάγονται εναλλάξ στον πρόλογο, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για τη ροή που θα ακολουθήσει, εντός της οποίας παρεμβάλλονται πέντε δοκιμιακά σχεδιάσματα. 

Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, και συγκεκριμένα, ο ένας επιπλέον δρων χαρακτήρας, ο πιστός φίλος του ήρωα, του Ευγένιου, ο Γεράσιμος, αλληλεπιδρούν κυρίως ως από μηχανής θεοί, ενώ η απώλεια έχει όνομα και φύλο και σίγουρα δεν συνδέεται με συγγένειες εξ αίματος. Αντιθέτως, ο ήρωας κατατρώγεται από την απώλεια της συντρόφου του, κάτι που ταυτίζεται με τον χαρακτήρα του, όπως αυτός διαμορφώνεται, αφού, για εκείνον, η έννοια του σχετίζεσθαι αφορά την ουσία της ύπαρξης. Η μοναξιά αποτελεί πια επιλογή και εντός της λαμβάνει χώρα η υπαρξιακή σύγκρουση η οποία τον οδηγεί και στην καταγραφή των στοχασμών του. Έτσι σ’ ένα καθαρό αστικό τοπίο, ο Άνθρωπος – ήρωας καταλήγει συνειδητά μονήρης και κλείνεται σ’ έναν κόσμο εντός του οποίου, «…μπορεί η φαντασία να είναι πιο ενδιαφέρουσα από την παραγματικότητα…»

Πρόκειται λοιπόν για μια εναλλαγή μεταξύ ενός εσωτερικού μονολόγου και τριτοπρόσωπης αφήγησης,  ενώ το αφηγηματικό πλάνο συμπληρώνεται από τη συγγραφή δοκιμιακών σχεδιασμάτων, συμπληρώνοντας την αφήγηση, αν και ακόμα και τα αφηγηματικά μέρη φέρουν και τον χαρακτήρα της δοκιμιακής γραφής. Ο ήρωας εισέρχεται όλο και βαθύτερα σ’ ένα εσωτερικό ταξίδι, από το οποίο, ίσως ενδόμυχα αναμένει απαντήσεις, ίσως και όχι. Ταυτίζεται με την τραγικότητα του Οιδίποδα, καθώς οι στοχασμοί του θα τον οδηγήσουν στο μαντείο των Δελφών και την ματαιότητα της αναμονής ενός χρησμού προς απάντηση σε ένα ερώτημα, το οποίο φαίνεται πως δεν απαντήθηκε ποτέ. Η αποστασιοποίηση, ό,τι κοινωνικά τον προσδιορίζει, τον περιθωριοποιεί, και τον εξομοιώνει άλλη μια φορά με ό,τι αντιπροσωπεύει τον Οιδίποδα. Καθώς, όπως κι εκείνος, βαδίζει μόνος σε έναν δρόμο όπου η μοναξιά ισούται με την επίτευξη ενός δημιουργικού στόχου, με την απώλεια, και τον αυτοεγκλεισμό.

Η αναζήτηση του θεού, φιλοσοφικές σκέψεις για τη συνομιλία με το θείο, με όσα θεωρούμε αμαρτήματα, οι υπαρξιακές αγωνίες, και το πως και αν ο άνθρωπος, χαϊδευτικά, παρασύρεται σε μια εσωτερική τακτοποίηση της συνείδησής του, αναζητούνται και στα έργα συγγραφέων που προηγήθηκαν, καθιστώντας το διακείμενο απαραίτητο για την εδραίωση των φιλοσοφικών αναζητήσεων του Ευγένιου. 

«Μονήρης, μοναχικός και αναπόφευκτα μόνος.», ο ήρωας της Διώνης Δημητριάδου, σκιαγραφεί την ιδιότητα ή ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του κάθε γράφοντος. Και καθώς ο αφηγηματικός χρόνος ξεδιπλώνεται ημερολογιακά με δοκιμιακό χαρακτήρα πάντα,  ο φιλοσοφικός εγκλεισμός διεισδύει όλο και βαθύτερα στην υπαρξιακή αναζήτηση.  Η μνήμη και η αιωνιότητα, ακόμα και η καταφυγή στην ψευδαίσθηση, μέσω της ενασχόλησης με ό, τι μπορεί να λειτουργήσει ως αποτύπωση του τοπίου εντός μας, όπως η φωτογραφία, η ποίηση, ένα Καρυωτακικό τοπίο όπου «…η καταφυγή δίνει την ψευδαίσθηση μιας προστασίας…» (σελ. 35) τον οδηγούν όλο και βαθύτερα στην άρνηση της κοινωνικότητας και στην απομόνωση. 

Ο Ευγένιος θα επικαλεστεί και τον Αριστοτέλη προκειμένου να αναζητήσει απαντήσεις σχετικά με Μοίρα, την ανώτερη βούληση του κόσμου. Πόσο εκούσια είναι η κάθε πράξη μας, πόσο συμμετέχει η σκέψη και πόσο αξεπέραστα εμπλεκόμενος είναι ο ρόλος αυτού που ονομάζουμε πεπρωμένο; Και όσο ο Οιδίποδας προχωρά στη δική του μοίρα, ο Ευγένιος βαδίζει προς τη δική του εθελούσια έξοδο. Καθώς η Μοίρα αποφασίζει για ό,τι είναι προγραμματισμένο να συμβεί και το θείο δεν θα επιτρέψει σε κανέναν, ούτε και στον Οιδίποδα να παρεκκλίνει από όσα είναι συμφωνημένα. Εκείνος πήρε στα χέρια του την τιμωρία του, υψώνοντας την ανθρώπινη βούληση. Ο Όμηρος και Καβάφης συνηγορούν.

Ο Ευγένιος, όνομα, ίσως, συμβολικό, καταργεί τον χώρο ανάμεσα στο θείο και στον Θεό. Τολμά να περικλείσει εντός του, νοήματα που ανυψώνουν τη φύση του Ανθρώπου,  αρνείται να αποκοιμίσει τη συνείδησή του, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει τις ημέρες του με τον συμπληρωματικό τίτλο «όσο είμαι ακόμα εδώ». Στην τελευταία του ημερολογιακή καταγραφή, ο ήρωας προοιωνίζει ένα τέλος, αναφέροντας «εγώ ακόμα εδώ, για πόσο όμως;» το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί καν ακούσιο. Κάτι, σαν την ανάλυση περί τραγικής ειρωνείας, η οποία περιέχεται και στο β΄ σχεδίασμα, αν και στην προκειμένη περίπτωση ήρωας και θεατής είναι το ίδιο πρόσωπο. Μοιάζει σαν να σκηνοθετεί το τέλος του και ο αναγνώστης συμμετέχει αναμένοντας κάτι που ενδόμυχα ήδη γνωρίζει. 

Ο Άνθρωπος για τον Άνθρωπο, λοιπόν; Και ο Θεός; Και το κενό ανάμεσα; Και οι ρωγμές που προσκαλούν τα απωθημένα; Οι μνήμες; Η συγγραφέας συνδιαλέγεται με την αριστοτελική άποψη περί ανάγκης της  ένταξης του ανθρώπου σε ένα κοινωνικό σύνολο, ωστόσο ο ήρωάς της αδυνατώντας να αποκοπεί από το παρελθόν, τείνει να ταυτιστεί «με την καβαφική διατύπωση της ασύμπτωτης συνύπαρξης με τους πολλούς», (σελ. 85), καθώς βουλιάζει στην ανυπαρξία, καθώς οι μνήμη ταυτίζεται με τον πόνο και τη θλίψη της απώλειας. Συμφιλιώνεται με την ιδέα του μη όντος, την ταυτίζει με το τέλος του πόνου, ωστόσο, γνωρίζει πως εκείνο το κενό ανάμεσα, υφίσταται για να θυμίζει όλα όσα δεν μπορεί να γνωρίζει ως άνθρωπος. 

Για τούτο, δεν θα βάλει τελεία. Ένα [ή] διαζευκτικό στον τίτλο Θηρίο ή Θεός και τρία αποσιωπητικά ως επωδό της πρωτοπρόσωπης αφήγησης αποτελούν και την πεμπτουσία της υπαρξιακής αναζήτησης της συγγραφέως δια στόματος του ήρωά της. Ο Θεός έπρεπε να δώσει στον Άνθρωπο την ελευθερία να επιλέξει τη δική του πορεία, ίσως και το δικό του τέλος, τη δική ζωή._

✳︎

©Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου