Γιώργος Παπαθανασόπουλος, Μπλεξίματα

Αρχείο 29/08/2017

 

favicon
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ήσυχα και ειρηνικά. Στο σχολείο τα πήγαινα καλά γιατί μάθαινα εύκολα και γρήγορα. Πολύ πριν την ώρα του είχα μάθει, από μια γραμματική του Τζάρτζανου, που κυκλοφορούσε ρακένδυτη εκεί μέσα στο σπίτι, ότι στην κλητική του ενικού μπαίνει σαν κατάληξη το άλφα στις εξής περιπτώσεις ονομάτων: Τα εις -της (ώ ποιητά), τα εθνικά (ώ Πέρσα, ώ Σκύθα), τα εις -αρχης, -μετρης, -πωλης, -τριβης, -ωνης (ώ πατριάρχα, ώ τελώνα). Εξαιρέσεις είχε, όχι πολλές όμως.

Έτσι όταν πολύ αργότερα στη δουλειά με φώναζαν κύριε διευθυντά, αν και η προσφώνηση αυτή είχε κάτι αορίστως αιωρούμενο, που δεν μου άρεσε γενικώς, αφού όμως από γραμματικής άποψης η έκφραση ήταν σωστή, αυτό μου αρκούσε και δεν το έψαχνα παραπέρα. Ξεπερνούσα την προσφώνηση και περίμενα με αγωνία να ακούσω τη συνέχεια, γιατί συνήθως αυτή δεν ήταν ευχάριστη. Τι έχει σχέση με δουλειά και είναι ευχάριστο εξάλλου.

Κύριε διευθυντά με προσφωνούσε και ο πρόσφατος φίλος μου -πως γίνεται να είναι κανείς και πρόσφατος και φίλος, αυτό είναι άλλη ιστορία- ο αστυνομικός, που είχε μάθει από τη δουλειά του να τηρεί τους τύπους. Τολμούσα να τον αποκαλώ φίλο, έτσι γενικώς και όχι με την αυστηρή έννοια της λέξης, γιατί είχε ανεπτυγμένη μια κριτική άποψη των πραγμάτων και ποτέ δεν έλεγε κάτι στην τύχη. Μια μέρα όμως με στεναχώρησε όταν μου είπε: «Έδωσες δάνειο στην Αλόγα» και όταν εγώ τον ρώτησα ποια είναι η Αλόγα, εκείνος μου απάντησε, ψάξε και θα δεις. Όσο κι αν έψαχνα και ρωτούσα όμως δεν έβγαζα άκρη, κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η Αλόγα. Με το νου μου έπλασα μια γυναικάρα λαϊκιά της πιάτσας, του εμπορίου και των ελευθερίων εν γένει επαγγελμάτων.

Στις παρυφές της πόλης, πάνω στον κεντρικό δρόμο, ήταν ένα μπαρ νυχτερινό. Το δρομολόγιο ήταν να περνώ κάθε μέρα με το αυτοκίνητό μου από εκεί, το πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά και το απόγευμα γυρνώντας. Ποτέ δεν είχα προσέξει όμως κάτι το ιδιαίτερο. Εντελώς τυχαία μια μέρα, εκεί που χάζευαν τα μάτια μου, διάβασα φευγαλέα την ονομασία του μπαρ, «ALOHA», με μεγάλα πλαγιαστά γράμματα. Μέχρι τότε μου είχε διαφύγει της προσοχής η όντως μεγάλη πινακίδα σε αποχρώσεις του πράσινου και του κίτρινου, που τη στόλιζαν ζωγραφισμένοι φοίνικες και σε προϊδέαζε για κάτι το εξωτικό. Τότε ήταν που έκανα τους συνειρμούς τι “Aloha”, τι “Αλόγα”. Είχα γελαστεί ως προς αυτό που φαντάστηκα.

Ρώτησα κάποιους μήπως ήξεραν κάτι σχετικό με τον ιδιοκτήτη του μπαρ, πως λέγεται και τα τοιαύτα, όμως κανείς δεν ήξερε, ακόμα και αυτοί που θάπρεπε να ξέρουν. Έτσι ένα δειλινό, που καθυστερήσαμε να φύγουμε από τη δουλειά γιατί ψάχναμε ένα έλλειμμα στο ταμείο, έκανα μια στάση στο «ALOHA», μόλις είχαν ανοίξει. Είπα να μου φέρουν έναν καφέ και με ευχάριστη διάθεση μια μελαχρινή, με κοντό μίνι και κινήσεις που άφηναν υποσχέσεις, έφερε τον καφέ και σ’ ένα ποτηράκι την απόδειξη της ταμειακής. Είναι βέβαια πλεονασμός να πω ότι στα μαγαζιά αυτού του είδους η ευγένεια είναι διάχυτη. Τόσο που αν κάνεις το λάθος και δείξεις αγένεια, το σίγουρο είναι ότι θα φας κανένα βρωμόξυλο. «Έκοψαν απόδειξη, με είδαν άγνωστο και κουστουμαρισμένο», σκέφτηκα. Πριν πιάσω το φλιτζάνι, έβγαλα το χαρτί από το ποτήρι και διάβασα: «Καφέ μπαρ «ALOHA», Απόστολος Σερδάρης και Σια».

Την άλλη μέρα στο γραφείο πρωί πρωί άνοιξα όλα τα αρχεία, δάνεια, καταθέσεις, προσωρινούς και διαφόρους λογαριασμούς, ακόμα και λογαριασμούς τάξεως κοίταξα, αλλά το όνομα Σερδάρης δεν υπήρχε πουθενά. Αφού βεβαιώθηκα τα έκλεισα κι έκανα άλλες δουλειές. «Όταν έρθεις θα σε μάθω εγώ», είπα μέσα μου για το φίλο μου τον αστυνομικό, που ορισμένοι τον έλεγαν και χωροφύλακα, έτσι σαν υποκοριστικό. Αν όχι την ίδια μέρα, την επομένη, νάτος ο χωροφύλακας. Όταν κάθισε του λέω: «Δεν έχω δώσει δάνειο στην Αλόγα». Το ξέρω, μου λέει, εσύ δεν έχεις δώσει, εγώ έκανα λάθος, έδωσε όμως ο συνάδελφός σου στην απέναντι γωνία και δεν τον βλέπω να κάθεται καλά στην καρέκλα του. Έχει βουϊξει η πόλη ολόκληρη, εσύ δεν έχεις ακούσει τίποτα; Κοιμάσαι μου φαίνεται.

Καθώς τα λέγαμε με το χωροφύλακα μπήκε μέσα ένας τύπος ευτραφής, με σουέτ μπουφάν, τσάντα δερμάτινη μπίσνεσμαν και γενικώς χλιδάτη παρουσία, τον είχα δεν τον είχα δει μια δυο φορές ακόμα στην πιάτσα και με ρωτάει: «Θέλω ν’ αγοράσω δολάρια, χίλια, δύο χιλιάδες, όσα έχετε». Του λέω πήγαινε στον ταμία και πες του να σου δώσει. Πράγματι πήγε στο ταμείο για τη συναλλαγή. Ο ταμίας μου έκανε ένα σινιάλο, που είχε την έννοια «να του δώσω;», του απάντησα θετικά μ΄ ένα νεύμα. Βλέπεις τα δολάρια δεν τα δίναμε όπου να ‘ναι, τα κρατούσαμε για καλούς πελάτες.

(Δύο λόγια για τον ταμία άνευ ουσίας. Τα μεσημέρια εκεί στο κλείσιμο, αντί για τ’ όνομά του, οι άλλοι τον φώναζαν Kουμούνα, προφανώς λόγω των πολιτικών του προτιμήσεων, αν κι εγώ δεν είχα γνώμη περί τούτου. Ήξερα όμως καλά ότι στο θρήσκευμα ήταν μουσουλμάνος και στον ελεύθερο χρόνο του αλκοολικός. Σκέφτηκα τότε ότι αυτός διέπεται από ιδιότητες, που συνδυαζόμενες αποτελούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Διάφοροι καθώς πρέπει πελάτες, ολίγον ρουφιάνοι, μου έλεγαν τα καθέκαστα. Πειράζει, μου λέγανε, τις γυναίκες στο δρόμο όταν είναι πιωμένος, γυναίκα όμως σε μένα δεν ήρθε ποτέ για παράπονα κι έτσι δεν τον είχα τιμωρήσει σχετικώς. Οι προηγούμενοι από μένα του είχαν ρίξει κάτι «ψιλές». Ο ταμίας αυτό μου το αναγνώριζε, έτσι μάθαινα. Μου μιλούσε πάντα με σεβασμό και με αποκαλούσε κύριε διευθυντή με ήτα όχι με άλφα.)

«Τον ξέρεις;» ρώτησα το χωροφύλακα. Ναι, μου λέει, είναι αυτός που έχει το Sexy Yard. Τι ρόλο παίζει, τον ρωτάω. Κανέναν, μου λέει, αλλά έχει αφήσει το σακάκι του “μέσα”. Τι σημαίνει αυτό, τον ξαναρωτάω. Σημαίνει ότι πρόκειται να πάει ξανά σύντομα να τόβρει, μου απάντησε και συνέχισε, «τα δολάρια τα θέλει για τις πληρωμές των κοριτσιών, γιατί αγαπούν πολύ το δολάριο εκεί στο ανατολικό μπλοκ».

Ο χλιδάτος επέστρεψε από το ταμείο και μου λέει, έλα ένα βράδυ στο μαγαζί, πάρε και κάποιον φίλο σου αν θέλεις, ρίχνοντας μια ματιά στο χωροφύλακα, λες και τον ήξερε. Αμέσως έστριψε και έφυγε. Κοίταξα τον χωροφύλακα κι εκείνος, διαισθανόμενος την έννοια του βλέμματος, μου λέει, «μη με κοιτάς εγώ είμαι οικογενειάρχης, σπουδάζω παιδιά, δεν πάω σε τέτοια. Θα κάνω όμως μια εξαίρεση για σένα, γιατί βλέπω ότι αν πας μόνος θα πνιγείς εκεί πέρα».

«Αυτές οι δουλειές γίνονται γρήγορα, δεν πρέπει να πολυκαιρίζουν», είπε αμέσως μετά ο χωροφύλακας. Έτσι το βράδυ πήραμε την οδό της απώλειας. Όταν φτάσαμε ζητήσαμε τ’ αφεντικό κι ένας τύπος της εισόδου, επιτηδευμένα ευγενικός, ψηλός πάνω του μετρίου, ξερακιανός και λίγο αλλήθωρος, μας οδήγησε στο βάθος μέσα από κάτι διαδρόμους και πόρτες κλειστές. Αισθανόμουν σαν τον Θησέα, που πήγαινε να παλέψει με το Μινώταυρο στο Λαβύρινθο. Τελικά φτάσαμε σ’ ένα όχι και πολύ ευρύχωρο δωμάτιο, όπου το αφεντικό είχε το γραφείο του. Ο αλλήθωρος έμεινε πιο πίσω όρθιος, φαίνεται ήταν ο εξ απορρήτων. Γύρω γύρω στο γραφείο υπήρχαν οθόνες κλειστού κυκλώματος, όπου έβλεπες ό,τι γινόταν μέσα στο μαγαζί, από την είσοδο, την πίστα μέχρι και τα πιο απομακρυσμένα καθίσματα. Καθίσαμε λίγο εκεί και αφού διαπιστώσαμε ότι δεν είχαμε κάτι κοινό να πούμε, πλην περί της κάλυψης των αναγκών της επιχείρησης σε δολάρια, όπου ανέλαβα την υποχρέωση, εκείνος είπε στον εξ απορρήτων: «Πήγαινέ τους να καθίσουν και αν θέλουν και καμιά γυναίκα να τους δώσεις». Εγώ δε θέλω γυναίκα, τόλμησα και είπα. «Πόσα χρόνια είσαι παντρεμένος;» ρώτησε. Του λέω, κάπου δέκα πέντε. «Κι όλα αυτά τα χρόνια είσαι με την ίδια γυναίκα;» Ρώτησε ξανά. Ναι, του λέω. «Τότε εσύ είσαι ήρωας», μου είπε.

Ο αλλήθωρος μας πήγε στην αίθουσα και μας έβαλε να καθίσουμε. Γεμάτο κορίτσια εκεί μέσα, μέτρησα κάπου είκοσι πέντε, σαν τα κρύα τα νερά, ελαφρώς ενδεδυμένα, ορισμένα με τα εσώρουχα και κάποια μόνο με το βρακάκι. Αυτά που φορούσαν κάτι πάνω τους, αυτό το κάτι ήταν πολύ ελαφρύ. σι θρου που λέγαμε παλιά. Μας έφερε ποτά και όταν τα ήπιαμε μας έφερε άλλα. Σε λίγο ο ίδιος επανήλθε με άλλα ποτά συνοδευόμενος επί πλέον από δύο κορίτσια, που δεν θυμάμαι τώρα αν φορούσαν κάποιο ένδυμα, δεν το συγκράτησα και δεν μ’ αρέσει να λέω ψευτιές. «Τα κορίτσια θέλουν να σας κάνουν ατομικό στριπτίζ» είπε κι έφυγε. Εγώ δε θέλω είπα, τότε το ένα κορίτσι κάθισε δίπλα μου. Ο χωροφύλακας μου έριξε μια υποτιμητική ματιά, σκληρό βλέμμα με πολλές ερμηνείες και πήρε το άλλο κορίτσι από το χέρι και χάθηκαν στα πίσω καθίσματα. Το κορίτσι, που κάθισε δίπλα μου, περίμενε λίγο, αλλά όταν είδε ότι ματαίως σπαταλούσε το χρόνο του, έφυγε. Ίσως να έκανε και κάποιες σκέψεις ουδόλως κολακευτικές για μένα. «Αν είχε τον τρόπο θα μου χάριζε «Το δεύτερο φύλο» της Σιμόν Ντε Μποβουάρ», σκέφτηκα.

Περίμενα αρκετή ώρα, παρακολουθώντας τα σώου στην πίστα. Αισθησιακοί χοροί έδιναν κι έπαιρναν. Μπράβο Ίνα, μπράβο Ιρίνα, μπράβο Άννα, μπράβο Σβετλάνα φώναζαν ομαδικά τα κορίτσια μετά από κάθε ξεγύμνωμα. Η Σβετλάνα είχε πάρει έναν θαμώνα από τα μπροστινά καθίσματα και τον έσερνε από τη γραβάτα πάνω στην πίστα, σαν σκυλάκι. Γέλια, ζητωκραυγές, διασκέδαση, φανταστικά πράγματα. Μπράβο Σβετλάνα, φώναξα κι εγώ, δήθεν από ενθουσιασμό, η φωνή μου έφτασε μόνο στα δικά μου αυτιά και μου φάνηκε απογοητευτικά κακόηχη.

Η ώρα περνούσε ο χωροφύλακας άφαντος. Έριχνα ματιές στα πίσω καθίσματα, αλλά δεν τον έβλεπα πουθενά. Φώναξα τον αλλήθωρο και τον ρώτησα τι μας έχει χρεώσει. «Είναι κερασμένα από το αφεντικό», είπε. Σηκώθηκα σιγά σιγά κι έφυγα προς την έξοδο, όχι και τόσο νηφάλιος. Οι πλάτες από τα ψηλά καθίσματα μου πρόσφεραν στήριξη για μια, όσο θα μπορούσε να γίνει, πιο αξιοπρεπή αποχώρηση.

Πέρασαν μέρες που έκανε να φανεί ο χωροφύλακας. Νόμιζα πως είχε θυμώσει γιατί τον άφησα κι έφυγα. Δεν άργησε όμως πολύ, εμφανίσθηκε, αλλά με βρήκε με κόσμο, ήμουν απασχολημένος. Χαμογελώντας πλησίασε διακριτικά και είπε κάποιο χαιρετισμό, τότε δεν έδωσα σημασία, αλλά αργότερα είχα την εντύπωση πως είχε πει «Aloha». Έφυγε όμως αμέσως προς το ταμείο για κάποια συναλλαγή.

Μόλις έδιωξα τον κόσμο πήγα στον ταμία, «δώσε τα παραστατικά» του λέω, τα πήρα στο γραφείο και τα έψαξα, είδα ότι ο χωροφύλακας αγόρασε κοντά στα 3000 δολάρια. Παλιά που έβλεπα μια ταινία με τον Ντε Νίρο στο ρόλο του αδιάφθορου αστυνομικού, όταν στο τέλος του έργου, μετά από καταδιώξεις και περιπέτειες, συναντήθηκε σε μια ερημική και αφιλόξενη γωνιά της πόλης, με το ληστή, τον εγκληματία για την τελική αναμέτρηση, ένας προς έναν, με τα πιστόλια, υπήρχε διάχυτη συμπάθεια και μια έντονη αλληλοεκτίμηση μεταξύ των δύο. Αναπτύσσονται συναισθήματα και ενίοτε συνεργασίες, ακόμα κι εκεί που υπάρχουν αγεφύρωτες αντιθέσεις, το συναίσθημα δεν ελέγχεται, το χρήμα ίσως, αλλά είναι γλυκό το άτιμο.

Μετά από καιρό, σε κάποια συνεστίαση επαγγελματική, ο ταμίας, εν μέσω σφοδρής οινοποσίας, μου είπε: «Aπό τότε που σ΄ έφεραν εδώ πέρα πουλήσαμε πολλά δολάρια» και με φίλησε στο κεφάλι. Δεν ξέρω ποιο από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του λειτούργησε ώστε να εκφράσει αυτή την άποψη. Εγώ την εξέλαβα ως φιλοφρόνηση, αλλά μπορεί και να μην ήταν. Το φιλί πάντως δεν ήταν σαν αυτό του Ιούδα, αν και είχε πολλές ομοιότητες.

(Aloha = χαίρετε, “μέσα” = φυλακή)

*

©Γιώργος Παπαθανασόπουλος (Αύγουστος 2017)