Ασημίνα Λαμπράκου, Γυναίκες: Πολύμνια

Σαν παραμέρισε ο άντρας από πάνω της, μόνο τότε κι εκείνη μάζεψε τα πόδια της το ’να δίπλα στ’ άλλο κι έψαξε τη κυλόττα της ανάμεσα στα σκεπάσματα. Και σαν τη βρήκε, στάθηκε όρθια και κατέβασε το φόρεμα πάνω στο μισό γυμνωμένο σώμα της. Ίσιωσε το στρίφωμα στη μέση της γάμπας, φόρεσε της παντόφλες της κι όπως ήταν, δίχως να σκουπιστεί, με τα υγρά να σαλιάζουν τους μηρούς της, πορεύτηκε προς την κουζίνα.
«Το στεφάνι σ’ και τα μάτια σ’», της είχε πει η μάνα της δείχνοντας με το κεφάλι στα μπούτια της ανάμεσα σα να ’δειχνε κλειδιά θησαυρού. Έτσι κι αυτή, στη ζωή της όλη άλλο δεν έκανε παρά το στεφάνι και τα μάτια της.
Μονάχα που τα μάτια τα κρατούσε σφαλισμένα όσο το στεφάνι ίδρωνε το υπογάστριό της κι αγκομαχούσε λόγια ακατάληπτα στις κλειδώσεις της. Έπειτα τ’ άνοιγε τόσο που να θωρούνε τ’ απαραίτητα και ποτέ πάνω από τα μάτια του άντρα. Χαμηλά, όσο έφτανε για τις δουλειές της.
Μονάχα κάτι βράδια μοναξιάς όταν εκείνος χανόταν σε παρέες που ποτέ δε ρωτούσε γι αυτές, τα σήκωνε ως τον καθρέφτη να δουν λίγο τη μέση της κι εκείνα τα ρόδα στα στήθια της. Κοίταγε σα για να πιστέψει τ’ ανομολόγητο, την άνοιξη στο κορμί της.

Πέρασαν έτσι οι χρόνοι κι η ζωή μαζί, κι αυτή με το συνήθειό της μέχρι το σήμερα, που τράβηξε για τη κουζίνα με τα πόδια της να σέρνουν τις στραβοπατημένες παντόφλες, όπως στραβοπατημένη ήταν κι η ζωή της.
Άνοιξε την πόρτα κι έσυρε το καρότσι της λαϊκής. Έγερνε λιγάκι και κούτσαινε. Το φτηνό της φόρεμα σήκωνε λίγο μπροστά όπως η κοιλιά της είχε μεγαλώσει με τα χρόνια. Φαινόντουσαν τα γόνατά πρησμένα. Στις γάμπες οι φλέβες ζωγράφιζαν ποτάμια. Η μέση χαμένη κάτω από το βαρύ της στήθος. Τα μαλλιά κοντά κι αραιωμένα, τραβηγμένα πίσω έδιναν σε κοινή θέα την κούραση της ψυχής της.
Μα εκείνη προχώραγε με βιάση και τίποτα στο βήμα και τα μάτια της δε μαρτυρούσε ό,τι τα άλλα πάνω της.

Σαν έφτασε στους πάγκους, σήκωσε το βλέμμα κι όρθωσε το κορμί:
Δυο κιλά χαμόγελα πορτοκαλιών, γέμισε τη μια σακούλα απ’ τον έναν. Τρία κιλά κόκκινα στο χρώμα μιας νόστιμης τομάτας, λόγια, από τον άλλον. Επτά κομμάτια μήλα ενδιαφέροντος, από ένα τρίτον. Κι από τον πιο νέο, τρία ματσάκια από όλα τα μυρωδικά που θα χρειαζόταν στη βδομάδα.
Κι όπως έπαιρνε τις παραγγελιές της, χάριζε ένα χαμόγελο, μα ένα τέτοιο χαμόγελο συμπάθειας στολισμένο με εμφανή και γνήσια χαρά, που καμιά γύρω δε μπορούσε να συναγωνιστεί.
Όχι πως το έκανε επί τούτου, αλλά ήταν, να πούμε, αυτό η εκδίκησή της στην αμφιβολία που έβλεπε στα μάτια των άλλων σαν την έκριναν κι εκδίκαζαν απ’ τη κοψιά της.

Κανείς δεν της το ’κανε πως κράτησε τα κλειδιά του θησαυρού ανοξείδωτα.

*
©Ασημίνα Λαμπράκου

φωτο: Στράτος Φουντούλης