Μίλαν Κούντερα, Η γιορτή της ασημαντότητας -κριτική Δημήτρη Καργιώτη [2015]

Αρχείο 17.2.2015

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον την Εστίας -μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης, σελ. 140

Κούντερα «ύστερου ύφους»

Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΓΙΩΤΗ
«Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε στην Τσεχία. Από το 1975 ζει στη Γαλλία». Έτσι παρουσιάζεται ο Κούντερα τα τελευταία χρόνια στα εξώφυλλα των βιβλίων του. Αν ο τρόπος αυτός είναι άλλο ένα μερεμέτι στην προσεκτική κατασκευή του εαυτού του, το τελικό φινίρισμα θα δώσει Η γιορτή της ασημαντότητας, ένα ακόμη σημαντικό βιβλίο του.

Όσοι παρακολουθούμε την πορεία του μείζονα αυτού συγγραφέα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού καταλαβαίνουμε πως το τελευταίο του «μυθιστόρημα», όπως προσδιορίζεται, αποτελεί μια κατάληξη. Είναι το ενδέκατο πεζογραφικό βιβλίο του Κούντερα και το τέταρτο γραμμένο απευθείας στα γαλλικά. Δημοσιευμένο σε μετάφραση πριν την εμφάνισή του στη γλώσσα του πρωτοτύπου –μια γλώσσα η οποία δεν είναι η μητρική του συγγραφέα– το βιβλίο εντάσσεται στο εκδοτικό και μεταφραστικό σάγκα που χαρακτηρίζει την παρουσία του Κούντερα στα γράμματα. Μια παρουσία αρκετά ιδιόμορφη και προσεκτικά κατασκευασμένη ενός συγγραφέα που ξεκινά Τσέχος και καταλήγει Γάλλος, ο οποίος ελέγχει στενά την έκδοση, μετάφραση και διάδοση του έργου του, ο οποίος προστατεύει την ιδιωτικότητά του σε βαθμό εντυπωσιακό. Ενός συγγραφέα που συχνά εκδίδει το έργο του πρώτα σε μετάφραση και μετά στη γλώσσα που το έχει γράψει, είτε αυτή είναι η μητρική του ή όχι, και ο οποίος έχει ζητήσει να ξαναμεταφραστεί, επιβλέποντας ο ίδιος τις μεταφράσεις που του κάνουν. Ενός συγγραφέα, επίσης, ο οποίος σε κάθε βιβλίο του ξακρίζει και απολιπαίνει τη γραφή ολοένα και περισσότερο, μέχρι σχεδόν τον βαθμό μηδέν, ο οποίος συνεχώς τεστάρει, παρωδεί και τελικά επανορίζει τα όρια της μυθοπλασίας, τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος και την ίδια την έννοια της λογοτεχνικότητας.

Η τσεχική του περίοδος αρχίζει από το Αστείο (1968) και συνεχίζει με τα κλασικά πια, Γελοίοι έρωτες (1970), Η ζωή είναι αλλού (1973), Το βαλς του αποχαιρετισμού (1976), Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης (1979), Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι (1984), ενώ κλείνει με την Αθανασία (1990), το τελευταίο βιβλίο του γραμμένο στα τσεχικά και συγχρόνως το πρώτο του οποίου η δράση λαμβάνει χώρα στη Γαλλία. Εφεξής ο Κούντερα θα γράφει στα γαλλικά: από την Βραδύτητα (1995), στην Ταυτότητα (1998), την Άγνοια (2003) και τώρα στη Γιορτή της ασημαντότητας (2014) η «τσεχικότητα» που αναδεικνύει ή αφήνει να αναδυθεί το έργο του θα συρρικνωθεί: μόνο στην προτελευταία Άγνοια η μητρική Τσεχία θα επανεμφανιστεί στην μεταβελούδινη πια εποχή, ως εάν αυτή η επίσκεψη να υποδηλώνει, προς στιγμήν, μια κάποια νοσταλγία, η οποία όμως θα εξουδετερωθεί με την επαναφορά στο ψευτοπαρισινό πλαίσιο της Γιορτής της ασημαντότητας.

Όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής που έχει συγκροτήσει αυτό που σημαίνει «Κούντερα» για το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα διακρίνονται κι εδώ. Και πρώτα απ’ όλα τα προσφιλή του θέματα: η ελαφρότητα και η ρηχότητα, η ασημαντότητα και η σχετικότητα, το φευγαλέο και το αστείο. Όπως μας έχει συνηθίσει, ο έρωτας, η ιστορία, η πολιτική έχουν τη θέση τους και εδώ. «Μόνο ξαναδιαβάζοντας τις μεταφράσεις όλων μου των βιβλίων αντιλήφθηκα, έντρομος, αυτές τις επαναλήψεις!», γράφει στην Τέχνη του μυθιστορήματος. «Ύστερα, παρηγορήθηκα: όλοι οι μυθιστοριογράφοι δεν γράφουν ίσως παρά ένα είδος θέματος (το πρώτο μυθιστόρημα) με παραλλαγές».[1]

Γνώριμο μας είναι επίσης και το ύφος του Κούντερα, ένα ύφος που χαρακτηρίζεται από το χαρακτηριστικό του χιούμορ και την αριστοτεχνική χρήση της ειρωνείας, τόσο αναφορικά με τις ιστορίες που σκαρώνει, τα θέματα που διαχειρίζεται και τους πρωταγωνιστές που τα αναδεικνύουν όσο και απέναντι στο ίδιο το εγχείρημα της λογοτεχνικής γραφής: απέναντι στο ίδιο του το ύφος, το ίδιο του το μυθιστόρημα.[2] Ένα ύφος διαυγές και σαφές, σχεδόν πεζολογικό, που όμως δεν δηλώνει ατέλεια ή έλλειψη επεξεργασίας, αλλά αντίθετα αποτελεί ένδειξη της συγγραφικής ωριμότητας ενός μεγάλου καλλιτέχνη: ένα ύφος ύστερο, απόσταγμα εμπειρίας κι εργασίας του λόγου, σύμφωνα με τον όρο του Έντουαρντ Σαΐντ.[3]

Τέλος, η γνωστή, προσεκτική διάρθρωση που έχουμε συνηθίσει στον Κούντερα: ένα έργο σε επτά μέρη, όπως τα περισσότερά του, το καθένα από τα οποία λίγο-πολύ διαιρείται σε μικρότερα μέρη, παρόμοιας έκτασης και σημασίας (εδώ 7, 5, 6, 7, 6, 9, 5) στα οποία πρωταγωνιστές ενός μυθοπλαστικού παρόντος συμπλέκονται με ιστορικά πρόσωπα· ήρωες και δράσεις που εν πρώτοις δεν συνδέονται τελικά καταλήγουν να δένουν· κι ένας ρεαλιστικός τρόπος που φιλοξενεί ενίοτε το φανταστικό ή το μαγικό στοιχείο χωρίς να αναστέλλει την επιθυμία του αναγνώστη για αληθοφάνεια· μια αληθοφάνεια, όμως, θα λέγαμε, εγγενής της κουντερικής μυθοπλασίας, αποσυνδεδεμένη από το αίτημα αλήθειας.

Η Γιορτή της ασημαντότητας αποτελεί ένα τέλος, ένα ιδιότυπο κρεσέντο της πορείας του Κούντερα που μοιάζει περισσότερο με fade out, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο μουσικό, όπως αρέσκεται συχνά να χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Όλες οι παρεμβάσεις που έχει κάνει ο Κούντερα στο μείζον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό είδος που είναι το μυθιστόρημα βρίσκονται και εδώ. Πρώτα απ’ όλα, η υπονόμευση της παραδοσιακής πλοκής και η ύφανση μικροϊστοριών που συγκροτούν θεματικά πλέγματα στα οποία πρωταγωνιστούν οι αντιήρωές του. Έπειτα, ο περιορισμός στο ελάχιστο της περιγραφής, της «αρχής τού και τα λοιπά»,[4] και της μυθιστορηματικής «δράσης». Στη συνέχεια, μια έντονη αποδραματοποίηση η οποία καταργεί τη μυθοπλαστική συνθήκη σε βαθμό που το κείμενο να φλερτάρει με τη δοκιμιακή γραφή, όπου ο αφηγητής παρεμβαίνει αποδυναμώνοντας τον ούτως ή άλλως καταστατικά ισχνό μύθο και δοκιμάζοντας τα όρια της λογοτεχνικότητας. Τέλος, ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής που ξεφεύγει από τα πλαίσια του τετριμμένου ρεαλισμού και της συμβατικής αληθοφάνειας και που συγκροτεί ένα μυθιστορηματικό σύμπαν στο οποίο το τώρα συμπλέκεται με το άλλοτε, και το παρόν με το παρελθόν, τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και σε επίπεδο ποιητικής: σε επίπεδο πλοκής, γιατί ήδη από παλιά ο Κούντερα μας έχει συνηθίσει να δημιουργεί μικροαφηγήσεις όπου πρωταγωνιστούν σημαντικές μορφές της ιστορίας· σε επίπεδο ποιητικής, καθώς η διακειμενικότητα εντοπίζεται ουσιαστικά κι όχι επιφανειακά: περισσότερο ως ανάμνηση και ως συνομιλία με την μυθιστορηματική παράδοση στην οποία εντάσσεται ο συγγραφέας παρά ως σαφείς αναφορές σε στοιχεία αυτής.

Με αυτούς τους όρους συγκροτεί ο Κούντερα τη μυθιστορηματική συνθήκη. Πέρα από λογοτεχνικό είδος, το μυθιστόρημα αποτελεί ηθική επιλογή: «το μόνο που επιθυμούσα βαθιά», θα γράψει στις Προδομένες διαθήκες, «ήταν ένα βλέμμα διαυγές και απομαγευμένο. Το βρήκα επιτέλους στο μυθιστόρημα. Γι’ αυτό, το να γράφω μυθιστορήματα υπήρξε για μένα κάτι περισσότερο από το να εξασκώ ένα “λογοτεχνικό είδος” ανάμεσα σε άλλα·υπήρξε στάση, γνώση, θέση».[5] Με αυτήν την έννοια δεν περιμένουμε από τον Κούντερα ένα μυθιστόρημα έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να καταλαβαίνουμε τον όρο στην μακρά πορεία της εξέλιξής του: δεν θα βρούμε εδώ τα βασικά χαρακτηριστικά που συσχετίζουμε με το είδος: ήρωες, πλοκή, μυθιστορηματικό σύμπαν, περιπέτεια, λύση.

Αντίθετα, με το ύστερο ύφος που χαρακτηρίζει τη Γιορτή της ασημαντότητας, θα συνδεθούμε με την αρχή, με τις ρίζες του μυθιστορήματος και με μια παράδοση θεμελιακή για την διαμόρφωσή του: μια παράδοση στην οποία ανήκουν καταστατικές μορφές του είδους, από τον Ραμπελαί στον Θερβάντες, στον Στερν και τον Ντιντερό, στον Φλωμπέρ και τον Μπροχ. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της ευδιαθεσίας και του γέλιου, της ρηχότητας και της ασημαντότητας· συγχρόνως, της αυτοσυνειδησίας και της παρωδίας, πάνω απ’ όλα παρωδίας του ίδιου του τού εγχειρήματος ως μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας Κούντερα παρεμβαίνει μαζί με τον αφηγητή και τους ήρωες που συστήνει, και μιλά για τη σημασία του γελοίου και για το γέλιο ως στάση ζωής: πρόκειται για την ριζικά μοντέρνα απόκριση στο μοτίβο της ματαιότητας, της vanitas έτσι όπως αυτό έχει γίνει αντικείμενο διαχείρισης από τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, την τέχνη ή την λογοτεχνία: «στις σκέψεις του για το κωμικό», λέει ο Ραμόν, ένας από τους πρωταγωνιστές, «ο Χέγκελ λέει ότι το πραγματικό χιούμορ είναι αδιανόητο χωρίς την ατέλειωτη ευδιαθεσία […]. Όχι κοροϊδία, όχι σάτιρα, όχι σαρκασμός. Μόνο από τα ύψη της ατέλειωτης ευδιαθεσίας, του ατέλειωτου κεφιού, μπορείς να δεις χαμηλά από κάτω σου την αιώνια βλακεία των ανθρώπων και να βάλεις τα γέλια» (σ. 96-97).

Σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του Κούντερα, Η γιορτή της ασημαντότητας είναι αυτό που φέρνει στο προσκήνιο πολύ έντονα την υπονόμευση όλων των παραδοσιακών συμβάσεων της μυθοπλασίας, γραμμένο σε μια γλώσσα κι ένα ύφος που αντιστοιχούν σε έναν συγγραφέα που αποτελεί ο ίδιος υπονόμευση των παραδοσιακών τρόπων κατανόησης της ταυτότητας και του εαυτού. Είναι ένα βιβλίο για την άλλη, την πιο σημαντική όψη της ζωής: για το τίποτα. Η τελευταία πινελιά στον πίνακα «Κούντερα», το τελευταίο έργο του μυθιστοριογράφου ολοκληρώνει μια λογοτεχνική πορεία, αποκρυσταλλώνει ένα ύστερο ύφος και προσφέρει στο κοινό ένα σημαντικό παράδειγμα διαπραγμάτευσης του μυθιστορηματικού είδους, της λογοτεχνικότητας, της ζωής, όπως μόνον ένας βιρτουόζος ξέρει να κάνει.

*

[Πρώτη διαδικτυακή δημοσίευση με την ευγενή παραχώρηση της –courtesy of– Athens Review of Books]
* To κείμενο του Δ. Καργιώτη δημοσιεύθηκε στο τεύχος 59 (Απρίλιος 2015) της © Athens Review of Books.


[1] Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Εστία, Αθήνα 1988, σ. 141.

[2] Βλ. π.χ., Μίλαν Κούντερα, Η γιορτή της ασημαντότητας, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Εστία, Αθήνα 2014, σ. 21, 30, 47 και αλλού στο μυθιστόρημα.

[3] Edward W. Said, On Late Style: Music and Literature against the Grain, Vintage, Νέα Υόρκη 2007.

[4] «The Etcetera Principle», πρόχειρα, ο τρόπος με τον οποίον η φαντασία του θεατή συμπληρώνει αυτό που λείπει από την αναπαράσταση. Μια έννοια που αναλύει στο τρίτο μέρος του βιβλίου του ο E. H. Gombrich, Artand IllusionA Study in the Psychology of Pictorial RepresentationPrinceton University Press, Πρίνστον 2000, σ. 181 κ.ε.

[5] Milan Kundera, Les testaments trahis, Gallimard, Παρίσι 1993, σ. 187 (μετάφραση δική μου).