Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης, Pieta

μέρα ἦταν σκυθρωπὴ κι ὁ οὐρανὸς μιὰ λασπουριὰ ἀπέραντη. Ἀπὸ κάτω ἁπλωνόταν ὁ κάμπος πλημμυρισμένος ἀπὸ χαράκια, ἀσφοδέλους καὶ λιόδεντρα. Στὸ βάθος ξεχώριζε ὁ λόφος· ἀπὸ μακριά του ἄκουγες μιὰν ἀκαθόριστη βοὴ καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας ἔβλεπες μιὰ σύναξη ἀγέλης. Μὰ ὅσο τὸν πλησίαζες διέκρινες, ὅλο καὶ πιὸ καθαρά, παχυμουλαράτους ἀρκουδόγυφτους, λογχοφόρους, μπασιμπουζούκηδες καὶ μιμάδες νὰ φτύνουν καὶ νὰ βλαστημᾶνε κοιτῶντας τὸν οὐρανό.

Αὐτὰ στὶς πλαγιὲς τοῦ λόφου, γιατὶ στὴν κορφὴ τὸ τοπίο ἄλλαζε: τρεῖς μαυροφορεμένες κάθονταν πάνω στὰ γόνατά τους καὶ σκίζανε τὰ στήθια τους καὶ σέρναν τὰ μαλλιά τους ἢ ἔριχναν τὰ χέρια τους κατὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ὠρύονταν τρομαχτικὰ γιὰ τὸν ἄγουρο ποὺ στεκόταν λίγο πιὸ ψηλὰ σὲ σχῆμα σταυροῦ.

Αἴφνης, μεγάλη ἀντάρα βασίλεψε στὸ στερέωμα· τότε ὅλοι φοβήθηκαν σφόδρα κι ἔκαναν νὰ φύγουν. Ὅμως ἡ τρίτη μαυροφορεμένη, ἡ νεότερη, ἔτρεξε κοντὰ στὸν νέο πού ’χε στὸ μεταξὺ πέσει στὸ χῶμα.

Κι ἀπὸ μακριὰ εἶχε μιὰν ὄψη γλυκιὰ σὰν ἄστρο καθὼς τὸν ξάπλωνε στὰ γόνατά της· κι ἀπὸ κοντὰ μιὰν ὄψη κοριτσιοῦ σὰν κρίνο σὰν τοῦ ’λεγε μὲ ἠρεμία· «Τώρα ποὺ κείτεσαι στὸν κόρφο μου γαλήνιος κι ἕτοιμος νὰ μὲ θανατώσῃς μὲς στὸ φῶς, τώρα ποὺ κινᾶς νὰ πᾷς γιὰ μακρινὸ ταξίδι, ἄκουσε τὴν κόρη σου ποὺ σοῦ μηνᾶ ὅτι δὲν θὰ βρεθῇ κανένας Κύριος γιὰ νὰ μᾶς θυμηθῇ. Γιέ μου, εὐχαρίστησε γιὰ ὅσα εἶδες κι ἄκουσες κι ὕστερα φύγε· φύγε, τὶ αὔριο δὲ θά ’σαι νέος πιά . . . . »

©Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης

 φωτο: Στράτος Φουντούλης