☙
Το θαλασσόξυλο
Ένα θαλασσόξυλο στην αμμουδιά. Ο ήλιος του έχει δώσει το ξέθωρο μπεζ της σιγής. Οι πόροι, γεμάτοι αλμύρα, κρύβουν ενθύμια ταξιδιών.
Ένας γλύπτης στην ακρογιαλιά. Στα νιάτα του δάμαζε άγρια της φύσης ευρήματα. Το βλέπει καιαποφασίζει να του δώσει σχήμα νάρκισσου.
Όμως αυτό, στο δρόμο για το σπίτι, αρχίζει να χλιμιντρίζει.
Μέχρι να φτάσουμε να έχεις σταματήσει. Καλύτερα να προσπαθήσεις ν’ αποκτήσεις άρωμα, αφού θαγίνεις λουλούδι.
Το θαλασσόξυλο δυναμώνει την κραυγή. Ο γλύπτης στέκεται στη μέση του δρόμου κι αρχίζει νασκαλίζει. Το αλάτι χύνεται αίμα στα πόδια του. Η σιωπή από του πόρους του ξύλου απλώνειξέξασπρες φλούδες θανάτου.
Πετά το μαχαίρι. Με μιας καβαλάει το κούτσουρο.
Σε περίμενα μια ζωή φωνάζει εκείνο.
Μ’ έναν καλπασμό στρέφονται στον ωκεανό.
❇︎
Η Σοδειά
Ο άνεμος σκόρπισε στο χώμα κοφίνια γεμάτα κεράσια. Πουλιά και μυρμήγκια πεινασμέναόρμησαν. Ο κηπουρός με τις φαρδιές μπότες, τσαλαπατώντας πότε τους καρπούς πότε τα ζώα,έτρεξε να προλάβει τις απώλειες. Θα έδινε λογαριασμό στ’ αφεντικά για την παραγωγή.
Στο σπίτι, βγάζοντας τ’ άρβυλα, ανακάλυψε ένα λιωμένο κεράσι και ένα μισοπεθαμένο σπουργίτι,χωμένα κάτω απ’ τη δεξιά πατούσα. Το δέρμα του ποτισμένο με κόκκινο ζουμί.
Ματώνει κανείς σ’ αυτή την παλιοδουλειά! τιτίβισε το σπουργίτι πριν ξεψυχήσει.
Ο κηπουρός το πήρε απαλά , το άφησε μέσα στο καλάθι.
Την άλλη μέρα έστειλε στους ιδιοκτήτες τη μακάβρια σοδειά, τις αρβύλες, τη φόρμα εργασίας, και χάθηκε.
Τον είδαν -λένε- να πετάει από χωράφι σε χωράφι, να κλέβει ρώγες, να τις πετά στον ουρανό.
*
©Καίτη Παπαδάκη
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.