Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Το καραβάνι της Δρέσδης

Η ζωή είναι
Μια χρόνια νόσος
Που θεραπεύεται
Με τον θάνατο»

Στάινερ

Η μαγεμένη ιστορία
Της Κράκυ που
Εζησε και πέθανε
Πρώτη αρτίστα
Του φημισμένου
Τσίρκου Κουίν

 

Εκείνο τον χειμώνα ζήσαμε για τελευταία φορά μαζί. Ύστερα ο καθένας χάθηκε μες στον πόλεμο. Ο πατέρας χίμηξε στο μέτωπο μαζί με τους καλύτερους της γενιάς του δίχως άλλο σκοπό από τον θάνατο της λογικής. Μας έστελνε φωτογραφίες από τις πόλεις που περνούσαν, ένα ευτυχισμένο καραβάνι από άνδρες και αγόρια, με τα κασκέτα τους βγαλμένα, όλοι τους δεκανείς του χρόνου. Το πρόσωπο της μάνας σκλήρυνε και εκείνο όπως όλοι οι χειμώνες. Παγωνιά και απόμακρες μουσικές από τις ταβέρνες της παλιάς πόλης. Οι φίλοι σκοτωμένοι, να ταξιδεύουν με πιρόγες τους απόκρημνους ποταμούς με τις φωλιές της Περσεφόνης και τα άλλα θαύματα πάνω από τον ύπνο τους. Η σοφίτα μας έχασε την χαρά της, η μητέρα σφραγίστηκε σε  ένα δικό της δωμάτιο και μέρα τη μέρα αποκτούσε την βαρύτητα των καθημερινών πραγμάτων. Η σοφίτα μας, ξύλινη με την θερμάστρα στο μέσον, χοντρά σανίδια και οι θόρυβοι των δρόμων, οι μυρωδιές του. Ζητήματα που πήρε το νερό, έλεγε η μητέρα με απλανές βλέμμα σαν κιθάρα μαγεμένη με ελεύθερες χορδές και όλα τα κλειδιά της χαμένα.

Τον δεύτερο χρόνο της απουσίας του πατέρα το τσίρκο Κουίν έφθασε στην πόλη μας. Αποδεκατισμένο, με ένα λυπητερό πλήρωμα και το μοναχικό του βόδι, γύρεψε μια άπλα να στήσει το τσαντίρι του. Ο πόλεμος είχε μαλακώσει τους ανθρώπους που ήταν σαν να γνωρίζονται ξανά, αρχαίοι επιβάτες ενός πλοίου με σφιγμένα στα αλήθεια χέρια. Το καραβάνι κάποτε διέθετε πολλούς Εβραίους, κυρίως ακροβάτες με σπάνια χαρίσματα. Μερικοί από αυτούς διακρίθηκαν για τις εμφανίσεις τους και χάρισαν στο τσίρκο Κουίν την πρωτοφανή του φήμη. Όμως, ο πόλεμος τους σκόρπισε, τα κλειστά βαγόνια, η αργή είσοδος στα ανοιχτά του στρατοπέδου, ίσια στους θανάτους των αθώων, σκληρή εργασία, ψυχές που σώζονται, το μότο του επικεφαλής, το παράξενο πρόσωπο, φανταχτερή τρέλα όταν πυροβολεί εξ επαφής την Άννα για ένα κομμάτι σχοινί, στον θάνατο ίσια, με περπατησιά άγριου ζώου, το σφαγείο με τα τρία φοβερά ονόματα. Άπλωσαν για φόντο έναν μηχανισμό ιστίων με γαλακτερή λινάτσα. Ο κόσμος βυθίστηκε και έπειτα χάραξαν με το κουρασμένο άλογο τον στίβο. Κάποιος φώναξε στο δύστυχο ζωντανό και εκείνο με μια κρυμμένη φωτιά θυμήθηκε και θαύμασε την παλιά του ζωή. Και ξεχύθηκε σημαδεύοντας εκείνο που έμελλε να είναι η πλατεία του τσίρκου Κουίν. Διψασμένοι καθώς είμαστε το πρώτο κιόλας βράδυ το πλήθος που μαζεύτηκε στην τέντα ήταν πολύ περισσότερο από τις διαθέσιμες θέσεις. Επικράτησε για λίγο πανδαιμόνιο, όμως την λύση έδωσε ο θεατρώνης, ένας λεπτός σαν φύλλο χαρτί γέροντας με μια απόμακρη φωνή. Το τσίρκο Κουίν θα παραμείνει σε τούτη την πολιτεία ώσπου όλο το πλήθος να έχει απολαύσει, να έχει ερμηνεύσει την φήμη του την ίδια.

Θες η ανάγκη για θαύματα, θες η πίστη πως κάπου εκεί μας προσμένει η ευτυχία, πολύ πιστέψαμε εκείνη την νύχτα με τον αδειανό της άνεμο. Και χειροκροτήσαμε με την καρδιά μας το πλανεμένο πλήρωμά του και τον γελωτοποιό και τις δυο αμαζόνες με τα φτερά του καπονιού και τον μίμο που όλο πέφτει και σηκώνεται και χάνει την αυτοκυριαρχία του, μπερδεμένος έτσι ανάμεσα σε χίλια χρώματα, μαντίλια, καπέλα, σακάκια σημαίες από χώρες ξοδεμένες στην ιστορία. Και η Κράκυ, ένα λεπτό σαν σώμα ηλιοτροπίου κορίτσι, με αζτέκικα μάτια που με το παράγγελμα της μουσικής σκαρφάλωνε ως τον βατήρα. Με επιδέξιες κινήσεις κέρδιζε τον κίνδυνο, ως την εξέδρα από όπου και βουτούσε, ίδιο πουλί της νύχτας, περνώντας με φιγούρες πάνω από τα κεφάλια μας, χτύπος του κόσμου και ρυθμός της μαγεμένης μας νύχτας. Και μια κρίσιμη στιγμή, η Κράκυ αφηνόταν στο κενό, σαν στίχος παθητικός και σαν αρχάγγελος για να προσγειωθεί μες στις ζεστές καρδιές μας. Όλοι την αγαπούσαμε την Κράκυ και ο πόλεμος τέλειωνε μαζί της. Το πλήθος που χειροκροτεί, η Κράκυ που σκαρφαλώνει στην σχοινένια σκάλα και ανάβει το χάλκινο φεγγάρι, -όχι, όχι ψεύτικα φεγγάρια και προσευχές και ουρανοί, μονάχα η συγκυρία που γεννά η νύχτα-, σαν να είναι αυτή ακριβώς η δουλειά της, εκεί εμπρός στο πλήθος που κουβαλά τους νεκρούς του και όλη μέρα προσπαθεί να φτιάξει μια ζωή, χτυπώντας, σπέρνοντας, ανακαλύπτοντας, πηγαίνοντας μακρύτερα, γυρεύοντας τις εξηγήσεις. Η Κράκυ διέθετε ξανθά μαλλιά και μια λεπτή σιλουέτα από χαρτόνι ή δροσιά φθινοπώρου και όταν υποκλινόταν ευωδίαζε εκεί μπροστά στο πλήθος, ανάβοντας με ένα κατακόκκινο συναγερμό της καρδιάς.

Ο πατέρας δεν επέστρεψε. Εμείς συνεχίσαμε να χτυπούμε με σφυριά το πρόσωπο της μητέρας, αποφασισμένοι να αποδείξουμε πως κάτω από αυτό κοιμούνται οι παιδικές μας ηλικίες. Παλέψαμε και ως ένα βαθμό το κατορθώσαμε να σώσουμε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του πατέρα. Και την φωνή του που την μιμούμασταν όλοι από καρδιάς, κρατώντας έπειτα μισό λεπτό σιωπής για εκείνον που τώρα ταξιδεύει δίχως επιτάφιους, δίχως οι διαβάτες να γνωρίζουν πως ένας καλός άνδρας χάθηκε κάποτε. Η Κράκυ έζησε χρόνια μες στο όνειρο, δίχως να χάσει την ζωντάνια της αίσθησης. Όταν εκείνο σίγησε πήρε τον κόσμο της και χάθηκε ξανά πίσω στο Γιάροου, βαδίζοντας άνεργη κάτω από τις βροχές του ωκεανού, γερνώντας και αρρωσταίνοντας όπως κάνουν οι σκόρπιοι εργάτες μιας λευκής, άχρηστης μέρας.

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→