✤
Άξαφνα είδα τον Ιάκωβο να μπαίνει στην κάμαρα μές απ’ τον καθρέπτη. Ταράχτηκα, «πως γίνεται;» του λέω «μα δε βλέπεις, μου λέει ― χάθηκαν όλα», έτσι προσπάθησα να σώσω την ψυχή μου ή έστω λίγον ύπνο, γιατί ούτε μια μέρα δεν άνοιξα τα μάτια χωρίς να μεγαλώσει ποιο πολύ το μυστήριο ― κι όταν βράδιαζε οι κήποι γέμιζαν μητέρες κι οι στέρνες πρώιμα φύλλα για να κρύβομαι καλύτερα κι αργά τη νύχτα κλείδωνα κι άκουγα να γυρίζουν λες στον ύπνο τους τ’ άρρωστα παιδιά.
…….Αν ρίχναν ένα καράβι μες στο μυαλό μου θα ναυαγούσε.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.