Αργύρης Κόσκορος, Βικτώρια

Αφού μπεις, ένα τράνταγμα σε ξυπνά κι έπειτα συνηθίζεις· καταπίνεις χιλιόμετρα, προσπερνάς σπίτια και δρόμους με μυριάδες εντός τους ζωές κρεμασμένος στο χερούλι σα νευρόσπαστο. Τα τοπία αλλάζουν στο βλέμμα καθώς αλλάζει κι αυτό στα τοπία. Το τρένο σταματά χωρίς να ρωτά, μια νυσταγμένη φωνή ψελλίζει ονόματα: Ηράκλειο, Νέα Ιωνία, Πευκάκιαμα ούτε ξέρει ούτε προφταίνει να σου πει όσα αυτά περικλείουν. Μέχρι να το σκεφτείς, μια κόρνα ηχεί, σφαλίζουν οι πόρτες κι ο κρότος τους βυθίζει το τώρα στο τότε. Κι όσο στοχάζεσαι, βγαίνει ο επόμενος σταθμός για τον οποίο εξίσου δεν πρόλαβες να σκεφτείς.

Κάποτε παίρνει σειρά τ’ όνομα που πάλλει το στήθος σου ξέροντας πως εκεί φωλιάζει η νοσταλγία· πιο γερασμένη ίσως, μ’ ένα κραγιόν λίγο πιο κόκκινο, ρουζ στις ρυτίδες κάτω απ’ τα μάτια, βαμμένα τα γκρίζα μαλλιά ώς τις ρίζες. Κι αν λείπει αυτή, βρίσκεις τον ίσκιο της να ‘χει στεγνώσει στο πεζοδρόμιο. Όπως πάντα, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς, μια κόρνα ηχεί, σφαλίζουν οι πόρτες κι ο κρότος τους την κλειδώνει απέξω. Κι όσο στοχάζεσαι, βγαίνει ο επόμενος σταθμός, που τώρα πια δεν έχεις δικαίωμα να χάσεις· ούτε τώρα ούτε ποτέ, σε αέναη επανάληψη.

*

©Αργύρης Κόσκορος

φωτο: Στράτος Φουντούλης