✤
Ή
Το τραγούδι των άδειων δρόμων
μιας νύχτας
(«prose song written on a toilet roll» )
…Ακούγεται απ’ τό μεσημέρι
«Πήρα τους δρόμους μια βραδιά»
Κάποιος σταθμός αλλά όχι από εκείνους
Που ξελαρυγγιάζονται στα λαϊκά των σκύλων
Ν’ αντηχεί όπως μέσα από ‘να ξερό πηγάδι
Σαν τριζόνι κλεισμένο σε γροθιά
Με τη μάταιη ελπίδα να φιμώσει τους απαίσιους
Ήχους αυτής τής πόλης των νεκρών
Να ξεδοντιάσει τις φωνές
Που ξεκουφαίνουν τις αισθήσεις·
Γιατί
Όταν στραβώνει μια μέρα στα μισά της
Άντε μετά να το κάνεις λιανά στους πολύξερους
Σε όσους βλέπουν με παρωπίδες
Και φτου κι απ’ τήν αρχή να μιλήσεις
Για κάτι βέβαια καθόλου ασήμαντο
Ας πούμε για ό,τι σπατάλησες
Σε ανθρώπους που δεν άξιζαν τελικά
Ούτε μια πεντάρα τσακιστή
Ούτ’ ένα φτύσιμο στο στόμα
Θα ήθελα να πω
Ούτ’ ένα χέσιμο στον τάφο τους
Και μπορεί χτες ίσως αύριο να λέγαμε άλλα
Λ.χ. για τη σταθερή τάση
Να τα σκατώνεις όλα την πιο ακατάλληλη στιγμή
Όποτε θυμωμένος γίνεσαι σκνίπα
Και μετά να θυμάσαι τις δεσμεύσεις
Που οφείλουν να γίνουν κάποτε γεγονότα
Ακόμη κι αν το μέλλον μάς αγνοεί και μάς φέρεται
Ως αλήτες περιπλανώμενους στο χωροχρόνο
Ως βαστάζους τής πιο χαμηλής υποστάθμης·
Το νόημα όμως
Μέσα σε όλη αυτήν την ακατάσχετη φλυαρία
Δεν είναι άλλο
Από εκείνη την οπτασία στο κόκκινο φόρεμά της
Στο μπαρ και ύστερα στο άλσος
Σε στενά και σκοτεινά δρομάκια
Όπου όσο κι αν πλανηθήκαμε κάμποσες νύχτες
Δεν την ξαναείδαμε ποτέ να λικνίζει τα χρώματά της
Παρά μόνο στον ύπνο στα όνειρα
Με τα σκέλια ανοιχτά
Πάνω στο χάρβαλο ενός χλιμίντζουρα
Που πήγαινε πατημένος στις στροφές
Μαύρο γυαλί και τα λυτά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν
Βρίζοντας κατόπιν μια πόρνη ονόματι Τύχη
Που μας τα βουτάει σε λέσχες καφέ και σφαιριστήρια
Ανάμεσα σε ηλίθιους
Κι εμείς λοιπόν οι δήθεν έξυπνοι
Με τα ωραία στιλό τα κομψά παλτό
Οι σκόρερ με τα τεχνάσματα κάτω απ’ τή γλώσσα
Ένας σωρός στην πήχτρα
Των σκυφτών παραιτημένων από νίκες
Που οι τρεις μονόματες χλευάζουν Μοίρες
Στα πηγαδάκια και στις πιο βλακώδεις συζητήσεις
Για τις χαμένες ευκαιρίες που εφορμούν
Με τη μορφή θηρίων
Πριν κατεβάσουμε στο τέλος το διακόπτη·
Ωστόσο, λίγους παρασάγγες πιο μακριά
Από την πραγματική αλήθεια
Αρκετοί μιλούν για τον τρόπο
Να ξεπερνούν μια σπιτωμένη θλίψη
Απλώνοντας χέρι
Στα μεθυσμένα γκομενάκια έξω απ’ τό Berlin
Και μετά να τα φορτώνουν όλα στον κόκορα
Πηδώντας όχι βέβαια από τον 4ο
Αλλά από τον γαμημένο χρόνο
Με τα πρωινά ρολόγια του· εδώ όμως τώρα
Για έναν άσσο κρυμμένο στο μανίκι
Ανάβουν τα αίματα
Και σε λίγο φτάνουν οι άλλοι
Που με χαρά θα σου άνοιγαν
Σε μια ειρηνική πορεία το κρανίο
Οι πιστοί υπηρέτες τού καθεστώτος των πολιτών
Αφήνοντας πίσω τις τύψεις
Μάλλον στο σπίτι όπου τους περιμένουν
Μια καλή νοικοκυρά
Και παιδιά μικρά που κλαίνε
Στη θέα τού ανείδωτου μπαμπούλα
Ενώ οι φίλοι κακήν κακώς το βάζουν στα πόδια
Παίρνοντας μαζί τις πισώπλατες μαχαιριές τους
Και τότε –
Τί τσαμπουνάς τόσο καιρό
Ποιο ρέμα και ποιο νερό κρυστάλλινο
Και ποιες νεράιδες στο φιλιατρό
Στη ρεματιά στο μαγεμένο δάσος
Μες στα σκατά όπου κολυμπάς τις νύχτες·
*
©Ρογήρος Δέξτερ
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.