Edward Thomas, Το Παιδί στους Βράχους [Απόδοση-Επίμετρο Μαργαρίτα Παπαγεωργίου]

Μητέρα, τ’ ανθάκι αυτό το κίτρινο στη ρίζα
μέσα από τις πέτρες έχει της κινίνης γεύση.
Πράγματα παράξενα στον βράχο σήμερα. Ο ήλιος λάμπει τόσο,
και την ραπτομηχανή της η ακρίδα δουλεύει
δυνατά. Μητέρα, κοίτα, μια στο χέρι μου, ναׄ
Μένω ακίνητος. Και στο βιβλίο σου άλλη μια.

Μα έχω κάτι πιο παράξενο να πω. Άφησε λοιπόν
στην ακρίδα το βιβλίο, μητέρα αγαπητή μου,
– πράσινος ιππότης σαν σε παρδαλό παζάρι, –
κι άκου. Ακούς αυτό που φτάνει στο αυτί μου
απ’ αλλού; Τη μια τυλίγει η μπούκλα του αφρού
κι ύστερα τεντώνει χέρι κάτασπρο σα κοριτσιού.

Ψάρια ή γλάροι δε χτυπούν καμπάνες. Δεν υπάρχει
παρεκκλήσι ή εκκλησιά απ’ το Ντέβον μέχρι εδώ,
όπου ψάρια ή γλάροι να χτυπούν καμπάνες,–άκου!-
κάπου κάτω από τη θάλασσα ή πάνω στον ουρανό.
«Η καμπάνα θα’ ναι, γιε μου, μες στον κόλπο πέρα
απ’ τη σημαδούρα. Τι γλυκά π’ ηχεί αυτή τη μέρα».

Πιο γλυκά δεν τ’ άκουσα ποτέ, μητέρα, σ’ όλη την Ουαλία.
Θα ‘θελα να ‘μουνα κάτω απ’ εκείνον τον αφρό,
νεκρός, όμως ν’ άκουγα τον ήχο της καμπάνας,
σίγουρος πως θα ‘ρχεσαι από καιρό σε καιρό,
να ξεκουραστείς, να ακούμε ευτυχισμένοι.
Θα ‘μουν ευτυχής αυτό να γίνει.

The Child on the Cliffs

Mother, the root of this little yellow flower
Among the stones has the taste of quinine.
Things are strange to-day on the cliff. The sun shines so bright,
And the grasshopper works at his sewing-machine
So hard. Here’s one on my hand, mother, look;
I lie so still. There’s one on your book.

But I have something to tell more strange. So leave
Your book to the grasshopper, mother dear,—
Like a green knight in a dazzling market-place,—
And listen now. Can you hear what I hear
Far out? Now and then the foam there curls
And stretches a white arm out like a girl’s.

Fishes and gulls ring no bells. There cannot be
A chapel or church between here and Devon,
With fishes or gulls ringing its bell,—hark!—
Somewhere under the sea or up in heaven.
“It’s the bell, my son, out in the bay
On the buoy. It does sound sweet to-day.”

Sweeter I never heard, mother, no, not in all Wales.
I should like to be lying under that foam,
Dead, but able to hear the sound of the bell,
And certain that you would often come
And rest, listening happily.
I should be happy if that could be.

Πηγή:  poetry foundation

Το ποίημα αυτό είναι ένα από τα Τελευταία Ποιήματα (1918 μεταθανάτια έκδοση) που έγραψε ο Έντουαρντ Τόμας κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Λίγο μετά, σκοτώθηκε (1917).

Το 1913 ο Τόμας έκανε με το ποδήλατό του τη διαδρομή από το Λονδίνο στο Σόμερσετ και στο βιβλίο του Κυνηγώντας την άνοιξη| In Pursuit of Spring, συμπεριέλαβε εκτός από τις εντυπώσεις του και περίπου 40 φωτογραφίες του όπως αυτή από τις απόκρημνες ακτές της Ουαλίας.

Απόδοση Επίμετρο ©Μαργαρίτα Παπαγεωργίου