Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Ιππαστί

Μύθος ελληνικός
Γεμάτος ευσέβεια
για μια Αντιγόνη,
για μια ψυχή
κομματιασμένη

Απόψε έχει τ΄απόγευμα ένα σκούρο, δαγκωμένο χρώμα. Τίποτε το ασυνήθιστο. Και αν δεν ήταν αυτό το σημείωμα και τα κλαρίνα που ΄ρχονται από τους πέρα οικισμούς, ετούτη η νύχτα θα ΄χε χαθεί σαν τόσες άλλες. Το σημείωμα έλεγε τα παρακάτω λόγια.

Ημερολόγιο εντυπώσεων. Τυχαία ημερομηνία, καστανό χαρτί και όλα γραμμένα με το λεπτό πενάκι απάνω στην πλάτη του ονείρου. Όλη αυτή η θάλασσα εμπρός μου θυμίζει την σκληρή πατρίδα. Όμως η Ελλάς, όμως η Ελλάς, έστιν θάλασσα, τις δε νιν κατασβέσει και τα ρέστα.

«Ιππαστί, κύριε, σημαίνει καθώς το λένε καβάλα. Έτσι πηγαίνει η Ελλάς, από αιώνα σε αιώνα, με τα φουστάνια της σηκωμένα, την παρθενιά της ξεπουλημένη. Μες στο πανέρι της κουβαλά, σαν τιμωρία, μερικές πέτρες, τυχαία πράγματα που από την συγκυρία σώθηκαν και απόψε κάτι ίσως σημαίνουν. Μα το φόρτε της, κύριε, το δυνατό της το σημείο είναι όταν στήνει με το τίποτε ένα από εκείνα τα περίφημα γλεντάκια της. Τότε να δεις, κύριε, πως κουνά τα γοφιά της, πώς μοιράζει τα φιλιά της, πώς φωνάζει όπα και πώς πεθαίνει. Θέλει καημό, κύριε για να στεριώσεις στο πουθενά ένα τέτοιο γλεντάκι, να ψιθυρίσεις τα τραγούδια του συρμού που τόσο αγαπούν τα κορίτσια. Χορεύει όλους τους ρυθμούς η Ελλάς, ρυθμούς βιενέζικους και βαλς και ρωσικές, εύθυμες πόλκες και τις πιο έξαλλες χορογραφίες. Άμα κουραστεί κάθεται στα πόδια του γέρου στρατάρχη, ρίχνει όλα της τα πέπλα, οι άλλοι πάντα ζηλεύουν και έτσι πειθήνια, κύριε, μες στα χυδαία ποδοκροτήματα και τις φιοριτούρες η Ελλάς υποκύπτει στα στρεβλά γούστα της φριχτής, αυτής ομήγυρης. Βάζει τα κέρδη της στον κόρφο και από εραστή σ΄εραστή βρίσκει έναν τρόπο να ρίξει στην νύχτα τον ίδιο της τον εαυτό. Καμιά φορά λυπάται, το πρόσωπό της μεγαλώνει και έρχεται μια θλίψη σαν χειμώνας ξαφνικός που σαν ν΄άργησε σπαράζει με τα άγρια δόντια του αυλές και πλατείες. Τότε η Ελλάς, αποσύρεται στα δωμάτια των αιώνων, ζωγραφίζοντας περιβόλια  και δεσμώτες, συλλαβίζοντας το χρέος της. Εκείνες τις ώρες κανείς δεν πρέπει να την γυρέψει, γιατί είναι η στιγμή που δίνει γέννα στις πληγές. Κανείς, κύριε, καθώς αυτήν την ώρα η Ελλάς επιστρέφει σε μια άλλη ηλικία ποτισμένη από την αθωότητα της γλώσσας και το ύψος των ηρώων.

Όμως γρήγορα, τόσο γρήγορα κύριε ξεπουλά το θαμπό της μάτι πάνω στα ανάκλιντρα. Δεν πιάνει μία πια, όμως έχει μαρτυρήσει σκληρά και δεν φοβάται, μιμούμενη τους ποιητές. Βγάζει τα χρυσά της και τα πουλά, κάνοντας παζάρια με Φοίνικες και Κορίνθιους και εμπόρους σκληρούς που δεν γνωρίζουν τι σόι πράγμα είναι αυτή η ομορφιά. Άμα πιάσει την καλή, επιστρέφει φασαριόζικα, ανοίγει σαμπάνιες, διαλέγει μια πόλη ή μια καρδιά και φεύγει για να την κατακτήσει. Μαζί της ξεπροβοδίζονται τα πουλιά της νύχτας που καθώς λένε φτερουγίζουν δυο χιλιάδες χρόνια σε καρδιές εμφύλιες. Μαζί της πεθαίνει και η παλιά αποφασιστικότητα των αγαλμάτων και πικρανοίγουν τα σφιχτά των χείλη, που κουβαλούν έναν ρυθμό χωρισμένο από το ίδιο του το βάρος. Ανάβει δωρικά το τσιγάρο της, θυμάται πόσο αγάπησε μια φορά και έναν καιρό, στήνει βωμούς στα τρίστρατα, σκαρώνει ηπειρώτικα τραγούδια με το βότσαλο και τον αγέρα. Ο νους της γερνά πάντα στις κακόφημες συνοικίες, εκεί που γνώρισε τον σκληρό της πρώτο έρωτα. Με τι όμορφα ψέματα προχωρεί η νύχτα, ουρλιάζει από την πίστα η Ελλάς, μεθυσμένη και άκληρη, ολότελα χαμένη σε αυτιστικές χειρονομίες, δίχως τέλος. Δίνει μια παραγγελιά, πεθαίνει κινηματογραφικά. Και όμως αυτή εκεί, χορεύει με τα αίματα στις πτυχές του ρούχου της. Και δεν την σημαδεύει η φλυαρία και η αποκοτιά, μονάχα το μέτρο πίσω από την νεφελώδη αστροφεγγιά. Άμοιρη Ελλάς, κύριε, τι τα θες, αυτή είναι η μοίρα της, πάντα να πεθαίνει στην κόψη του σπαθιού τ΄άμοιρο τρυγόνι, κύριε. Καμιά φορά αντικρίζει καθαρά τον παλιό Θησέα, στα όπλα, να προσμένει το πεπρωμένο του στα πέριξ του Μαραθώνα. Τότε θυμάται το ένδοξο παρελθόν της, χαράζει στον τοίχο με το νύχι το αναλλοίωτο θεώρημα. Και αποχωρεί κύριε, με έναν τρόπο θεατρικό που αφήνει απροκάλυπτους τους φριχτούς της καημούς. Καλό ταξίδι της φωνάζουν και της στέλνουν φιλιά καθώς χάνεται στις οδούς Νοταρά όλου του κόσμου. Ήταν καλό κορίτσι, κύριε, μην κοιτάτε τώρα που την ντύσανε με ψεύτικες ομορφιές. Διδάχτηκε την κεραμική τέχνη και όλες τις δεξιότητες της υφαντικής μα η καρδιά της που αγαπούσε την ναυτοσύνη με τις κουρσάρικες συνήθειες όρισε το ριζικό. Τι τα θέλεις, κύριε, αυτή είναι η Ελλάς και έτσι θα την αγαπούμε εις τους αιώνας. Μια φωτισμένη Βαβυλώνα που ΄χασε τον δρόμο της.»

Τα θεώρησε όλα λυρισμούς και δεν έδωσε σημασία. Έτσι πολλοί εμίλησαν, συλλογίστηκε και ξεχύθηκε στα Χαυτεία, σαρώνοντας κυκλωτικά τα μαγαζιά του κέντρου. Και όμως, στο πρόσωπο του πλανόδιου μουσικού συνάντησε την αναπάντητη επίκληση που παραμένει η κεντρική ιδέα αυτού του σημειώματος. Άφησε την σκέψη του να πλανηθεί ανάμεσα στην φωτιά της ιστορίας και την ηθική δέσμευση. Ένιωσε τις φωνές των αγαλμάτων να χτυπούν σαν σήμαντρα και είπε, ο θάνατός τους είναι. Γρήγορα όμως, πολύ γρήγορα θυμήθηκε όλες τις συγκαλυμμένες παρουσίες που ορίζουν την ζωή του και μέσα του βαθιά συγχωρέσε την άμοιρη Ελλάς που ΄ταν πάντα καραβοστάσι και ταξίδι μαζί και φυλλάδα της δεκάρας και λοιμός. Στο φόντο έπαιζαν πολυφωνικά και οι μπαγιαντέρες διασκέδαζαν τους εύρωστους αξιωματικούς που ΄χουν διαπράξει κατορθώματα για κάθε αιώνα.

«Κάτι φάλαγγες, -τι σχηματισμοί, τι σχηματισμοί-, κατηφόριζαν από τους ουρανούς, κερνούσαν κεραυνό και γλυκό σταφύλι εκείνους που το έλεος του ονείρου μια φορά τους πήρε μα χάθηκαν.»

Όχι, καλύτερα να το δουλέψει ξανά τούτο απόσπασμα, να το κάνει να θυμίζει στην δυνατότερη αναλογία, τον μονόλογο μιας ωραίας Ελένης που ΄χει για πάντα σωθεί μες στα μαδριγάλια του συρμού και συντηρεί βουβά και με κόπο σαν κάθε ιστορική φυσιογνωμία, μια καλή και άδολη μοίρα. Αυτό χρειάζεται η Ελένη και κάθε Ελένη που εγκαταλείπει την σκιά της και μας αφηγείται το δράμα της αγάπης και το σαιξπηρικό, το γεμάτο απλόχερα φαντασία, σχέδιο ενός τουφωτού, άγνωστου ως τότε ουρανού στο βάθος του δικού μας περιστυλίου. Όχι, όχι καλύτερα να το δουλέψει τούτο το σημείωμα, να το φτάσει στην δυνατότερη αναλογία, την πιο έξοχη ομολογία.

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→