Νίκος Στέφανος Κωσταγιόλας, Πὰν ὁ μέγας χρὴ ἀποθνήσκειν ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

Από τις εκδόσεις Φιλύρα

Αποχωρισμός
στην Εύα

Τον ερχομό της ημέρας απεύχομαι
που απλά στα μάτια θα κοιτώ
το αψεγάδιαστό σου πρόσωπο
και δίχως λόγια περιττά
η αγάπη μου για σένα θα προδίδεται

Μπορεί οι άλλοι αλλοιωμένο να το βλέπουνε
αδύναμοι να ερμηνεύσουν
την αγάπη εκείνη που βαστά
ακόμα κι όταν παρακμάσει
σαν πια καταλαγιάσουν οι νεανικές ορμές
χορτασμένες μ’ ηδονής αρώματα και δέρμα ζεστό·
την αγάπη εκείνη που ν’ αφοπλιστεί δεν καταδέχεται
ακόμα κι όταν κιτρινίσουνε
στον τοίχο οι ημεροδείκτες
και το σκοτάδι καταπιεί πηχτό
τις τέσσερις γωνιές της κάμαρας

Άσ’ τους αυτούς
ιερόσυλοι να’ ναι.
Εμείς
πάντοτε πιστοί θα παραμένουμε
και τυφλά θα πορευόμαστε
ο ένας στου άλλου τη χαρά
ο ένας στου άλλου τη σιωπή
πάντοτε
καθώς θα λάμνει αδυσώπητα ο χρόνος
προς το μοιραίο τέλος του ενός
ώσπου πέρ’ απ’ τη ζωή ξανά να ιδωθούμε
κι εκεί να παραμείνουμ’ εφεξής
σκιές αχώριστες

Τον ερχομό της ημέρας απεύχομαι
που απλά στα μάτια θα κοιτώ
την κουρασμένη πια μορφή σου
και σα να ήταν μόλις χθες
η πρώτη μέρα που σ’ απάντησα
θα σκιρτά η καρδιά μου μ’ αγωνία

Ίσως γιατί κανένας
στίχος πια δε θ’ απομένει
στη γλώσσα την ανθρώπινη
για να σου τον χαρίσω
κι έτσι θα πρέπει μοναχά
είτε να γίνουμε πουλιά
είτε να χωριστούμε

Μα πώς να γίνουμε πουλιά
ή πώς να χωριστούμε
αφού όσο το ένα ειν ́ πιθανό
τόσο και τ’ άλλο είναι;

*

Ηλεκτρικός Οιδίποδας

Ο ήλιος αδυσώπητος
ολημερίς σα θηλιά με κυκλώνει·
η αφή του δυσβάσταχτη
μου καίει τις πλάτες
ανυπόφερτα

Κι οι φωνές των ανθρώπων
γιομάτες μίσος και πεθυμιά
ως μαστίγια πύρινα
τη σάρκα μου σκίζουν,
πίδακας το αίμα ξεφεύγει
–με την πρώτη ευκαιρία
μ’ αποχωρίζεται κι αυτό–

Πόσο νέος φαίνομαι
μα πόσο κουρασμένος νιώθω·
μ’ έχει καταβάλλει από καιρό
της προσπάθειας η ανάγκη
και το χρέος του ονόματός μου

Η μοναξιά και της νυκτός η υπενθύμιση
μες το μυαλό μου μάχονται
επάξια θ’ αναδειχθεί ο νικητής
των μελλουμένων κλειδοκράτορας

Φως μοναδικό πλέον η φυγή
μ’ αλίμονο μέσ’ από κλειδαρότρυπα
ίσα που διακρίνεται,
κι η πόρτα δεν υποχωρεί·
σφήνωσε
Ω, χρόνοι αγαπημένοι και πρόσωπα
σύντροφοι
που τόσο μίσησα και λάτρεψα
δώστε μου λίγη ακόμα δύναμη
ν’ αντρειωθώ
κι ορκίζομαι πως αύριο
με τα ίδια μου τα χέρια
τους οφθαλμούς θα ξεριζώσω
για να σας παντρευτώ.