❇︎
Λιώσαν τα χρόνια, δε λέω,
όπως ξυστρίζαμε
παρότι αστοί
χωράφια άχτιστα, πρότερα αγροτεμάχια
κυρίως μ’ αγκινάρες,
ολόκληρο Θριάσιο, για κάνα φράγκο•
το σώμα ετούτο,
που έτσι ερήμην του τώρα νοσεί,
ένα τους έγινε•
σαρώθηκε στα χόρτα τους
στον άδηλό τους χρόνο
με κορίτσια που είχαν κορμί
σα στρόφαλο
και γέροντες που επέβλεπαν
την πράξη
τα κεράσια των όρχεων σιχτιρίζοντας
την αναίτια λιακάδα
που έκαιγε τα κωλομέρια μας
της νεότητας το δέρας
το τρυφερό
και το γαλάζιο•
το σπέρμα που γινόταν
ασβέστης κι έπειτα νερό•
μα το ίδιο δε συνέβαινε
και στα νεκροταφεία;
σ’ άλλους αγρούς πιο κει
ακόμη αλέτριζαν
κι ήταν τα στάχυα τους
μια ακόμη αιχμηρή
ανάσα
πριν το αίμα•
αγροί της νιότης μου
ευειδείς κι αφράτοι
περιμένοντας τα τσιμέντα
χρόνους πολλούς προτού να γίνω νοσταλγός σας,
λέω,
ήμουν το μπόλι κι ο βλαστός σας._
*
©Κ. Χ. Λουκόπουλος – 01/08/2020 – συλλογή ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.