Θέατρο της Μαρτυρίας
Κάτω από τον ουρανό της
Μπρέσια
(Εσωτερικό σοφίτας κάπου στην Μπρέσια. Θα μου πείτε γιατί ο άτυχος πιερότος της ιστορίας μας, να ζει σε μια μελαγχολική, σε μια τέτοια ιταλική πολιτεία. Ωστόσο, πρέπει κανείς να συλλογιστεί πως πόλεις σαν αυτήν, κατακτώνται χιλιάδες φορές μες στην σύντομη ιστορία του κόσμου και έτσι μετρούν αναρίθμητες πληγές. Ταιριάζουν σε κάθε ύφος και βιογραφία έτσι όπως καταστρέφονται και πάλι αναγεννιούνται. Ο πιερότος, ονόματι Τζουζέπε κατοικεί την μικρή σοφίτα του, ικανοποιημένος με όσα ο πενιχρός μισθός του επιτρέπει να ονειρεύεται. Πάει να πει, πως πρέπει με δέκα λιρέτες να φροντίσει τον εαυτό του και το νοίκι της κάμαρής του. Πρέπει, είναι ανάγκη κύριοι, με δέκα λιρέτες να σβήσει το πάθος του για το κρασί. Ο Τζουζέπε πρέπει μονάχα με δέκα λιρέτες να νοικιάσει τα σπάνια εγχειρίδια που σε διδάσκουν ένα πλήθος χορευτικών στάσεων. Τα βρίσκει κανείς στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων της Μπρέσια, όμως πρέπει να διαθέτει το αντίτιμο. Έτσι δεν είναι Τζουζέπε; Εκείνος γνέφει από την κάμαρά του, μελετώντας τις ασκήσεις για την έκφραση του προσώπου, την στάση του σώματος εμπρός στην μεγάλη χαρά και την συντριπτική θλίψη. Τζουζέπε, θα ήθελες να πεις δυο λόγια; Όλα τα παραπάνω τα αφηγείται ένας νεαρός δημοσιογράφος της Φωνής του Βορά που φιλοξενεί σε μια στήλη τέτοιες παράξενες φιγούρες.)
Τζουζέπε: (αμήχανος, τακτοποιεί την στολή του. Φτιάχνει την δαντέλα γύρω από τον λαιμό του και κρύβει με επιμέλεια τα μπαλώματα που επιβάλλει η φθορά του χρόνου στην στολή του. Όλη η περιουσία του δεν είναι άλλο από αυτά τα ρετάλια που τον κάνουν φανταχτερό, έτοιμο να αρέσει στα παιδιά της Μπρέσια που επιμένουν να ΄ρχονται χειροκροτώντας, κρατώντας τις ανάσες τους όταν ο Τζουζέπε τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω στην ράχη της Λούσι Ντι, μιας ρωμαϊκής φοράδας που πειθαρχεί στα παραγγέλματα του αφέντη της και σηκώνεται επιβλητική στα δυο, πισινά της πόδια.)
[Ονομάζομαι Τζουζέπε Ρεάλτο, κατάγομαι από το Μιλάνο. Ο βοράς με τις βροχές του δεν με τρομάζει, όσο μια χαμένη μποτίλια κρασιού. (γελά με την καρδιά του) Έχετε πάει ποτέ στο Μιλάνο; Μα πιστέψτε με, αν εξαιρέσει κανείς τις βιομηχανικές πινελιές που σπέρνει ο αιώνας μας, διαθέτει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Και ωραία κορίτσια! (τινάζεται από την θέση του, σαν να μετανιώνει για την αδικία που έμελε να πράξει.) Τις ομορφότερες δεσποινίδες, όταν ξεχύνονται σαν άστρα, μιλώντας παράφορα έξω στους δρόμους, ανταλλάζοντας σημειώσεις και βλέμματα με τα παιδιά του πολέμου. Δεν έχετε δει ομορφότερες δεσποινίδες, κορίτσια του Λεονάρδου, τίποτε λιγότερο. Το λοιπόν, τι λέγαμε; Μα ναι, για τα παιδιά του πολέμου. Έτσι τα λένε, επειδή τα περισσότερα ζουν ορφανά, μελετώντας επίμονα κάτω από το αχνό φως του πετρελαίου, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή. Καλύτερη από αυτήν εδώ. Την ζωή του Τζουζέπε, που ΄χει φαγωθεί σε ατέλειωτες υγρασίες και ταξίδια από χωριό σε χωριό, χτυπώντας απελπισμένα τις κλειστές πόρτες που δεν δίνουν δεκάρα για το μπουλούκι του τσίρκου Μιραντόρ! (ανασηκώνεται από την θέση του, κάνει μια φιγούρα και τελειώνει χαμογελαστός, κρατώντας ορθάνοιχτα τα λαμπερά του μάτια.)
Η τύχη με ήθελε ταξιδευτή. Όπως κανείς γεννιέται με την μοίρα του δεμένη στο άρμα του θανάτου ή το πεπρωμένο του ντυμένο με φύλλα χρυσού και αρκετή δόξα, έτσι και ο Τζουζέπε, του λόγου μου δηλαδή, διάλεξα αυτήν την ζωή, σαν από μια αιτία τυχαία. Όμως μην λαθεύετε, όχι, όχι, αυτό το τυχαίο που με έφερε ως εδώ κρατά άσπαστη μια κλωστή με τον ίδιο μου τον εαυτό, που διάλεξε ετούτο το σεράι των φαντασιώσεων για πατρίδα του. (γυρνά στον καθρέφτη συγκινημένος, παριστάνει πως περιποιείται το μακιγιάζ του, όμως στα αλήθεια κλαίει, κλαίει, κλαίει.)
Μια από αυτές τις μέρες θα παρατήσω την δουλειά στο τσίρκο. Το έχει πάρει απόφαση ο Τζουζέπε, όμως κάθε φορά, λέει, μια παράσταση ακόμη, μια παράσταση. Και όταν το κοινό ξεσπά, παίρνει πίσω όλους τους όρκους και όλες τις υποσχέσεις του. Δεν μπορεί να αντικρίσει την Κατερίνα του στα μάτια, την Κατερίνα του που δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά μες στο όνειρό του, με όλη της την ψυχή. Ως το τέλος, ως την στιγμή που φάνηκε (γίνεται τρυφερός, μιλά αργά)εμπρός του με μια όψη θολά, δύοντος ηλίου, πνέουσα την έσχατην πνοή της. Καλό ταξίδι Κατερίνα, ο Τζουζέπε σου στέλνει την αγάπη του και μερικά φιλιά και την λύρα της καρδιάς του που χτυπά μόνο για ΄κείνη. (κοιτά στον ουρανό, στέλνει φιλιά)
Όπως και να έχει, μόλις ο πιανίστας, -αβάντι Ντανιέλο, αβάντι!-, βρει τον ρυθμό του, (αλλάζει ύφος, μοιάζει γεμάτος ζωή, κέφι), λησμονώ όλα τα κορίτσια του κόσμου. Κάνω μια αστεία περπατησιά, να έτσι, (δείχνει τον τρόπο μες στην μικρή έκταση της κάμαράς του), μια στροφή και επιτήδεια, λίγη φρεσκάδα στο μακιγιάζ. Ύστερα η μεταλλική σκάλα, ξανά κάτω, το φεγγάρι έπεσε, ακόμη μία φορά και το τσίγγινο τάσι του Μάριο θα γίνει κομμάτια. Αυτό υπολογίζεται σε δέκα ακόμη λιρέτες, ωστόσο στο διάβολο και αυτό, μπορεί μια νύχτα να είναι συννεφιασμένη, το φεγγάρι να έχει πνιγεί ή απλά να κάνει έρωτα πίσω από τις κορφές, ποιος γνωρίζει με τι άστρο, με τι άστρο. Ξανά την μεταλλική σκάλα, Τζουζέπε πρόσεχε, θα γίνεις κομμάτια, ένα μπουκέτο με τριαντάφυλλα και στο τέλος η Λούσι Ντι που προβάλλει μες στο σκοτάδι κάτω από τον μοναδικό της προβολέα. Έλα Λούσι, άλλη μια φορά στην ράχη σου, δυο βουνίσια πουλιά που χυμούν ίσια στον κίνδυνο, έλα Λούσι μες στην σκοτεινή ατμόσφαιρα θα πρέπει όλη μας την αφοσίωση να την κάνουμε πράξη. Ανάμεσα σε εμάς Λούσι Ντι και το κοινό υπάρχει μια απέραντη θάλασσα θαυμασμού. Λούσι Ντι, γλυκό μου πλάσμα, με το μερίδιό σου στην ευτυχία ολότελα χαμένο. Ξέρω Λούσι, ξέρω καλά τι σημαίνουν όλα αυτά.
(Ο Τζουζέπε υποκλίνεται. Έχει μια πίκρα στο πρόσωπό του που κρύβεται τώρα στα τρία τέταρτα πίσω από ένα λερωμένο ριντό. Χαμογελά διακριτικά για να μην γίνουν κομμάτια αυτά τα παστέλ.)
Ολάκερη η τιμή ήταν του Τζουζέπε.
(Ο δημοσιογράφος που ως εκείνη την στιγμή δεν μιλούσε τώρα κάνει την αποφώνηση. Διαθέτει αποφασιστικότητα σε όσα λέει, απόδειξη πως έχει δουλέψει πολύ το ζήτημα.)
Δημοσιογράφος: (με ένα εποπτικό πλάνο ραπροσέ στον Τζουζέπε που δεν άλλαξε σε τίποτε την θέση του. )Το βιβλίο των επαγγελμάτων, σας παρουσιάζει τον Τζουζέπε, διασκεδαστή της Μπρέσια με καταγωγή από το Μιλάνο. Θερμές ευχαριστίες στους ανθρώπους του τσίρκου Μιραντόρ, στον Τζουζέπε και την γλυκιά του Λούσι Ντι. Άλλη μια εκπομπή με τίτλο «Το βιβλίο των επαγγελμάτων», έφθασε στο τέλος της. Καληνύχτα σας!
(Όλη αυτήν την ώρα ο Τζουζέπε σκαρφαλώνει την μεταλλική σκάλα. Τώρα βρίσκεται πολύ ψηλά, σχεδόν χάνεται πίσω από την συννεφιά της Μπρέσια. Ο Τζουζέπε επιστρέφει σπίτι του, πολύ κοντά στον ουρανό, τόσο κοντά στα αστέρια.)
« Ήταν πάντα φανερόν», δηλώνει, ο θεατρώνης, «πως ο Τζουζέπε Ρεάλτο υπήρξε κάτι περισσότερο από αντανάκλαση, μια ιδέα που καίγεται. Μου στοίχισε δέκα λιρέτες αυτό τον μήνα, ωστόσο χαλάλι του, επειδή σαν γυρίσει θα ξέρει καλά τι συμβαίνει με το φεγγάρι. Και θα φέρει πίσω ένα κομμάτι του, μια γερή ατραξιόν, δεν νομίζετε; Βλέπετε η τέχνη του Τζουζέπε, επιτελεί πράγματα που η φύσις, η φύσις λέγω, αδυνατεί απεργάσθασαι.»
(Αργό σκοτάδι και ήχοι μουσικής, ξέφρενοι, φώτα και προβολές στους τοίχους της σκηνής σαν να λαμβάνει χώρα ετούτη ακριβώς την στιγμή, η τέλεια παράστασης.)
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.