Σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία, από τις εκδόσεις Bibliothèque
Gare de l’Est
Η γάτα που ονειρεύεται τη μάνα της
[Άλλη μια στάση μετρό που βρίσκεται μέσα σε σιδηροδρομικό σταθμό ο οποίος άνοιξε στα μέσα και ανακαινίστηκε στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα ως μέρος της αναδόμησης του Παρισιού από τον Βαρόνο Οσμάν. Τον Οκτώβριο του 1883 από το σταθμό αυτό αναχώρησε το πρώτο Οριάν Εξπρές για την Κωνσταντινούπολη.]
Το μετρό φρενάρει απότομα. Οι μισοί επιβάτες πέφτουν πάνω στους άλλους μισούς, όρθιους και καθισμένους. Η Γιαπωνέζα στρέφει το καλυμμένο της πρόσωπο προς το τζάμι για να γλιτώσει ακόμα περισσότερο τη μόλυνση από τα ευρωπαϊκά μικρόβια. Η μαθήτρια αγκαλιάζει πιο σφιχτά τη θήκη του βιολιού της κοιτώντας προς την ίδια κατεύθυνση. Σε ώρες αιχμής και πάνω στο άγριο στρίμωγμα, όταν ο ακριβώς διπλανός σου κοιτάζει προς μια κατεύθυνση αναγκάζεσαι να κάνεις το ίδιο κι εσύ. Αυτοματισμός αμηχανίας και δυσφορίας μπροστά στην εισβολή του άλλου στον προσωπικό σου ζωτικό χώρο, που κανονικά θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον πενήντα εκατοστά. Το ίδιο συμβαίνει και στα ασανσέρ, έναν ακόμα τόπο ασφυκτικού κενού αέρος. Οι πόρτες ανοίγουν. Βγαίνουν κάποιοι από το βαγόνι, μπαίνουν κάποιοι άλλοι. Βολεύονται όπου βρουν. Τα δευτερόλεπτα τρέχουν. Σφυρίζει. Ξεκινάμε.
Τα αγγίγματα των ξένων στο λεωφορείο ή στο μετρό, αυτή η δυσάρεστη επαφή με άγαρμπα και αθέλητα πατήματα ή σκουντήγματα του δευτερολέπτου, όπως και οι αναπνοές τους στο πρόσωπό μου, με κάνουν κι ανατριχιάζω. Παθαίνω ένα μικρό σοκ. Όπως όταν εισβάλλει κάποιος στο μπάνιο και σε πιάνει γυμνό, επειδή δεν είχε κλειδί η πόρτα. Είμαι αφηρημένη και οι εισβολείς θρυμματίζουν την νιρβάνα της αποχαύνωσής μου μπροστά στην φρενήρη εναλλαγή εικόνων έξω από το τζάμι του βαγονιού. Με επαναφέρουν στην κατάσταση της πλήρους όρασης, ενώ είχα μόλις βυθιστεί στο γλυκό καθεστώς της βαριάς μυωπίας εκείνου που δεν προλαβαίνει να διακρίνει τι περνάει έξω από το παράθυρό του: το αντιλαμβάνεται απλώς σαν διαδοχή σκοτεινών κινηματογραφικών καρέ σε γρήγορη κίνηση. Μερικές φορές είναι προτιμότερο να είσαι στον κόσμο σου για να μην είσαι στον κόσμο των άλλων.
Η Γιαπωνέζα ανακάθεται και βγάζει από την τσάντα ένα μπουκαλάκι αντισηπτικό. Πλένει τα χέρια της επιμένοντας στις άκρες των δακτύλων. Το ζουμί στάζει στη φούστα της και σχηματίζει πρόσκαιρους λεκέδες. Δεν θα με εξέπληττε αν μέσα στο άχρωμο υγρό έβλεπα να κολυμπούν μικρά διάφανα λευκοψάρια σίρα-ούο που το βράδυ θα ψάρευε και θα τα κατάπινε αμάσητα, ως είθισται στην κουλτούρα της, για να απορροφήσει έτσι τις θρεπτικές ουσίες τους και να χαρεί την απολαυστική τους γεύση-μη-γεύση. Προτού τα καταπιεί, φυσικά, θα τα άφηνε να κολυμπήσουν για μερικά δευτερόλεπτα μέσα στο στόμα της, μιας και στην Ιαπωνία η αίσθηση της αφής στον ουρανίσκο έχει μεγάλη σημασία.
Τελειώνει με το αντισηπτικό και το ξαναβάζει στην τσάντα της. Την φαντάζομαι να τρέχει κάθε τόσο στο πλησιέστερο ιατρικό κέντρο για εξετάσεις αίματος, ούρων και ακτινογραφία θώρακος. Πρέπει να είναι σίγουρη ότι η υγεία της είναι σε καλή κατάσταση, να φροντίζει εξονυχιστικά τον εαυτό της. Δεν ήρθε εδώ για να αρρωστήσει από την πανούκλα της νέας εποχής. Ούτε για να την εξοντώσουν οι άθλιοι απόγονοι του Βίκτωρος Ουγκώ. Ήρθε να σπουδάσει βιομηχανικό σχέδιο σε κάποια γνωστή σχολή και να στήσει μια αξιοπρεπή καριέρα στην Ευρώπη. Στην Ιαπωνία θα γυρίσει αργότερα, τώρα είναι καιρός να γνωρίσει τον δυτικό κόσμο. Πλένει κάθε τόσο τα χέρια της με σαπούνι και οινόπνευμα, αλλάζει συχνά μάσκα και προσέχει να μην αγγίζει τα κουμπιά του ασανσέρ, τα πόμολα και τις κοινόχρηστες σκάλες παρά μόνο με τον αγκώνα της. Και αυτό με δυσφορία.
Είναι ευφυής. Μόνο ο ευφυής άνθρωπος σέβεται την ευφυΐα. Δεν μιλάει με φθαρμένες λέξεις, λέξεις που χρησιμοποιούν όλοι για να περιγράψουν τον εαυτό τους ή τα πράγματα. Τρέφεται με αποξηραμένα σιτάκε, ρυζομακάρονα, φασόλια σόγιας και σούπες με βοδινό ή χοιρινό κρέας. Καμιά φορά σπάει στη μέση κουλουράκια της τύχης και προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει το μέλλον της σύμφωνα με το μήνυμα πάνω στο χαρτί. Σούσι δεν αγοράζει ποτέ. Είναι παράλογα ακριβό και εξαιρετικά κακής ποιότητας σε σχέση με αυτό που είχε συνηθίσει να τρώει στη Ναγκόγια. Αυτό που νοσταλγεί περισσότερο απ’ όλα είναι ένα φιλέτο φάλαινας στον ατμό ή μια χελωνόσουπα απ’ αυτές τις μικρές χελώνες σαπόν που ζουν στα ριζοχώραφα της Ιαπωνίας, και η κατανάλωση του αίματός τους αναμεμειγμένου με μερικές σταγόνες σόγιας ή σακέ είναι ευεργετική σε θέματα υγείας, ιδίως σεξουαλικής. Ελλείψει αυτών, αρκείται σε ένα τσάι μάτσα το πρωί και δυο τρία ποτηράκια σακέ το βράδυ, μαζί με το τηγανητό αυγό της.
Οι γονείς της καταθέτουν κάθε μήνα χρήματα στο λογαριασμό της και εκείνη κρατά με ευλαβική προσοχή τις αποδείξεις από κάθε της κίνηση μέσα στο πορτοφόλι της. Το αδειάζει όταν πάει σπίτι το βράδυ σε ένα ξύλινο κουτί με μια παράσταση του Μεγάλου Κύματος στο καπάκι. Στο τέλος του μηνός κάνει τον απολογισμό της και βλέπει πώς κινήθηκε. Σε λίγο θα αναγκαστεί βέβαια να βρει και μια δουλειά παράλληλα με τις σπουδές της, γιατί τα πράγματα στο Παρίσι είναι πιο ακριβά απ’ ό, τι νόμιζε, και βαρέθηκε να υπολογίζει ακόμα και τη μπίρα που θα πιει μετά το καραόκε με τους φίλους της τα Σάββατα που βγαίνουν στο κέντρο. Είναι εικοσιδύο χρονών, μικροκαμωμένη και μάλλον ευπαρουσίαστη. Μπορεί εύκολα να δουλέψει σέρβις σε κάποιο συνοικιακό ασιατικό εστιατόριο ή να ψάξει για μεροκάματο στου Ντίσνεϋ.
Η Γιαπωνέζα με τη μάσκα έχει μια ροζοβυσσινί ορχιδέα που μοιάζει με παγώνι και μια γάτα που τις νύχτες ονειρεύεται τη μάνα της. Παρότι τις χώρισαν με το που γεννήθηκε, το γατί δεν την ξέχασε ποτέ. Λένε πως οι γάτες, τα ζώα γενικότερα, δεν αναγνωρίζουν τους συγγενείς τους παρά μόνο στην αρχή, όμως εκείνη είναι η εξαίρεση που κανείς δεν ξέρει αν επιβεβαιώνει ή όχι κάποιον κανόνα. Τα αδέλφια της δεν τα ονειρεύεται. Ούτε τον πατέρα της, μιας και δεν τον γνώρισε ποτέ. Στα όνειρά της ζει με την μητέρα της και θηλάζει καθημερινά το γλυκό της γάλα. Είναι και οι δυο ολόλευκες, με φουντωτή ουρά και μακρυά μουστάκια. Δεν ξέρω τι ράτσα. Μπορεί και καμία.
Έχουν μικρές ροζ γλωσσίτσες και όμορφα φιλντισένια δόντια. Πλένονται μαζί δίνοντας φιλιά και τρυφερές δαγκωνιές. Κοιμούνται αγκαλιασμένες, η μία πάνω στην άλλη. Κάνουν βόλτες στον κήπο του σπιτιού τους, στη Ναγκόγια, κόβουν αρωματικά φύλλα από τα μπονσάι ή τις ορχιδέες και αν χρειαστεί σκάβουν μικρούς λάκκους για να κρύψουν τις ακαθαρσίες τους. Σκαρφαλώνουν στα δέντρα και κρύβονται για να παίξουν ή να σκεφτούν. Δεν κυνηγούν ποτέ ποντίκια ή άλλα ζώα, ούτε καν έντομα. Βαριούνται, μπορεί και να το βρίσκουν αντιαισθητικό. Είναι ελεύθερες να κάνουν ό, τι θέλουν. Μυρίζουν το χώμα, πιάνουν θέση στον ήλιο, αλληλογλείφονται, παρεξηγούνται μεταξύ τους. Αυτός είναι ο ορισμός της συνενοχής.
Μετά μπαίνουν στο σπίτι και ξεκουράζονται δίπλα στη ζεστασιά της σόμπας. Έχουν συγκεκριμένες θέσεις που τηρούν με ακρίβεια. Το ένστικτό τους είναι πολύ ανεπτυγμένο, ξέρουν τι τους ανήκει και τι όχι. Τρώνε γατίσια τροφή που τους σερβίρει η κυρά τους σε ένα μεταλλικό σκεύος, και ποτέ δεν λερώνουν τον χώρο. Πίνουν φρέσκο γιαπωνέζικο νερό χωρίς να τρέμουν τις ενδεχόμενες μεταλλάξεις λόγω ραδιενέργειας, και χώνονται κάτω από τις πολυθρόνες και τα χαλιά για να χαλαρώσουν. Τα βράδια βηματίζουν στο σπίτι χωρίς τον παραμικρό θόρυβο και κάνουν σχέδια για το μέλλον. Κανένας δεν έχει παράπονο από αυτές. Ζουν και συμβιώνουν αρμονικά με όλα τα άλλα είδη του σπιτιού, όπως οι άνθρωποι, τα σκυλιά, τα χρυσόψαρα.
Τις νύχτες η γιαπωνέζα γάτα είναι ευτυχισμένη. Ευτυχία είναι η επιτυχής προσαρμογή στο περιβάλλον, κι αυτή μέσα στα όνειρά της νιώθει σαν στο σπίτι της. Ασφαλής και αθάνατη, όπως όλα τα παιδιά δίπλα στους γονείς τους. Όλοι χρειαζόμαστε αγάπη, ακόμα και στα όνειρά μας. Γιατί όχι και οι γάτες; Παρότι πάει καιρός από τότε που είδε για τελευταία φορά τη μάνα της, στον ύπνο της έχει μια μυστική ζωή που χωράει μόνο αυτές τις δύο. Καμιά φορά, αν χάσει τη μητέρα απ’ τα μάτια της την πιάνει απελπισία. Την αναζητά παντού. Δεν ησυχάζει. Γδέρνει με τα νύχια της το μαξιλάρι της και αφήνει μικρά υπόκωφα νιαουρίσματα που οι άνθρωποι ερμηνεύουν ως γκρίνια. Μετά κλαίει με νυχτερινά δάκρυα που το πρωί εμφανίζονται στα μάτια της σαν μικρές κίτρινες τσίμπλες.
Τις μέρες στο Παρίσι η γάτα που ονειρεύεται τη μάνα της δεν αισθάνεται τίποτα. Είναι σε κατάσταση αναμονής. Ενδεχομένως και λίγης πλήξης. Ζει στο αδιάφορο διαμέρισμα της κυράς της και περνά τη μέρα της ξαπλωμένη στον καναπέ. Στον ήλιο δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ, κι όταν βγει είναι μέσα σε καλαθάκι. Δεν απολαμβάνει το φρέσκο παριζιάνικο νερό ούτε τις γαλλικές γατοτροφές της. Δεν κάνει ωραίες βόλτες. Όσο περνά ο καιρός βλέπει το σώμα της να παχαίνει από την έλλειψη. Δεν κόβει φύλλα από την ορχιδέα-παγώνι της γλάστρας επειδή δεν μυρίζουν τίποτα. Δεν αγκαλιάζεται με κανέναν. Ελπίζει απλώς πως κάποια μέρα θα γυρίσουν στην Ιαπωνία και θα ξαναβρεί την παλιά της ζωή. Αυτό είναι το δεύτερο όνειρο της γιαπωνέζικης γάτας.
*
©Μαρία Πετρίτση
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.