Καίτη Παπαδάκη, Ελεύθερες πτήσεις (6)

❇︎

What’s it like to be a human
the bird asked

I myself don’t know;
It’s being held prisoner by your skin…
…That’s funny said the bird
and flew effortlessly up into the air
Anna Kamienska, Funny

Ελεύθερες πτήσεις

Δεν είχε  παρά μια νάιλον σακούλα.  Τρύπιο τζιν, βρώμικα μποτάκια, ένα Τ-shirt  φορεμένο κι ένα στην τσάντα. Το μπουφάν τού έφτανε ως το γόνατο. Βλέπεις, δεν ήταν πρώτο μπόι.  Δούλευε οικοδομή, όταν έβρισκε μεροκάματο. Κοιμόταν σε κρεβάτι, όταν υπήρχε.  Είχε και μια παλιά κιθάρα. Πιο συχνά έπαιζε, παρά έχτιζε. Σιγά το χαρτζιλίκι, θα πεις.  Όμως ήταν η ώρα που  ησύχαζε. Σκάρωνε τραγουδάκια στο άψε σβήσε. Μάζευε κοινό. Μάζευε κέρματα. Μάζευε τις σκέψεις στο μαύρο κουτί. Πέταγε λίγο πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων, λίγο πάνω απ’ τις πολυκατοικίες, τα σύρματα. Δεν είχε παρά μια νάιλον σακούλα, μια γδαρμένη κιθάρα. Εύκολο να πάρει ύψος.

Τον εντόπισα από το παράθυρο του γραφείου στην απέναντι ταράτσα. Πριν  δυο ώρες περίπου καθόταν στο παγκάκι, δίπλα στο περίπτερο, τραγούδαγε. ‘Μας ζάλισες ρε φίλε πρωί- πρωί, άντε πιο πέρα να γρατζουνίσεις τ’ όργανο!’ Ακούστηκε η φωνή του Μάκη, του περιπτερά, που προτιμά τo ‘κούνα το κορμάκι σου’  και  παρόμοια λαϊκά σουξέ.  Έριξα ένα κέρμα στο κύπελλο. Έριξα  μια θυμωμένη ματιά στο Μάκη. Είχα αργήσει στη δουλειά… ποιος άκουγε  πάλι τον προϊστάμενο! Δεν μίλησα. Κανείς δεν μίλησε ξανά. Ο τυπάκος έφυγε. Μετά τον πέτυχα στην ταράτσα, σταυροπόδι, έξω από τα κάγκελα . Βρε λες να…  Του έκανα νόημα. Δεν  κοίταξε. Άνοιξα το παράθυρο. ‘Ρε παλικάρι, τι  γυρεύεις εκεί;  Μπες από μέσα, θα σκοτωθείς…’  Δεν απάντησε. Σηκώθηκε, περπάτησε στην κόψη.  Ύστερα άρχισε κάτι να μουρμουρίζει. Σε λίγο ακούστηκε μουσική. Οι συνάδελφοι μαζεύτηκαν στο τζάμι. Η Δήμητρα κάλεσε την αστυνομία. Εκείνος ζύγιζε πότε το κενό, πότε τις νότες. Το ξανάπαιξε απ’ την αρχή.

Ξαφνικά χειροκρότησα. Ακολούθησαν κι οι άλλοι. ‘Γαμώ τα κομμάτια  είπε ο Παύλος. Τον έχω ξαναπετύχει στη γειτονιά. Ταλεντάρα! Είναι όμως τρελός για δέσιμο. Πού είναι κι αυτό το 100; Άντε μήπως προλάβουν… Ρε Δήμητρα, πάρε πάλι.’  

           Τότε τέσσερεις σειρήνες ήχησαν ταυτόχρονα στη γειτονιά.  Περιπολικό, πυροσβεστική, ασθενοφόρο και μια ξανθιά δημοσιογράφος με τσιριχτή  φωνή και διμελές συνεργείο.  ‘Με τόσο χαμό, αυτός  ακόμα το βιολί του;’  Απόρησε ο Παύλος. Η ρεπόρτερ προσπάθησε ν’ ανέβει  στην πολυκατοικία. Οι αστυφύλακες την απομάκρυναν. Ο κάμεραμαν αρκέστηκε  σε πλάνα μακρινά. Ο τυπάκος είχε κλείσει τα μάτια, έπαιζε. ‘Εκανε  απότομη κίνηση μπροστά. Ένας πυροσβέστης , με  βήμα γάτας,  σε δευτερόλεπτα βρέθηκε κοντά του. Πριν το καταλάβει, τον άρπαξε με γρήγορη λαβή και τον πέρασε μέσα απ’ το κιγκλίδωμα. Πήγε να του φύγει. Δεν τα κατάφερε. Η κιθάρα έπεσε στο δρόμο. Θρύψαλα. Έβαλε τα κλάματα. Δεν ξέραμε αν ήταν για την  κιθάρα  ή για την διάσωση. ‘Μην  κάνεις έτσι, ήθελα να φωνάξω, θα σου  αγοράσω εγώ  καινούρια.’  Όμως, ο προϊστάμενος ζήτησε να γυρίσουμε αμέσως στα γραφεία μας. ‘Με τούτα και μ’ εκείνα  η δουλειά  σήμερα έμεινε πίσω.’

*

Νίκος, ετών τριανταπέντε, έγραφε η εφημερίδα. Μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο. Έφτασα στην κλινική χωρίς να έχω σκεφτεί τον λόγο. Ζήτησα να του μιλήσω. Δεν ήθελε να δει κανέναν.  ‘Είναι πολύ πιθανό να βλάψει τον εαυτό του.’ Με ενημέρωσε ο γιατρός. ‘ Γενικά είναι ήρεμος, αλλά  με ξαφνικές κρίσεις. Φαίνεται πως δεν έχει συγγενείς’. Μοιάζαμε μάλλον περισσότερο απ’ όσο φανταζόμουν. Πήγα άλλη μια φορά. Άφησα στην υποδοχή μια καινούρια κιθάρα με τ’ όνομά του. Ξαναπήγα. Ένα απόγευμα κατάφερα να τον πλησιάσω. Καθόταν στο παγκάκι του κήπου, κούρδιζε την κιθάρα. Φορούσε γαλάζιες πιτζάμες. Σαν να ‘χε παχύνει λιγάκι, σαν να του πήγαινε αυτή η αλλαγή.  Κάθισα δίπλα. Δεν έβγαλα λέξη. Περνούσε η ώρα. Δεν έβγαλε λέξη. Έφυγα.

Την άλλη μέρα έφερα μαζί τη φυσαρμόνικα. Κουτσομάθαινα  με μέθοδο άνευ διδασκάλου.  Άρχισα αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα. Η μουσική δεν τον συγκίνησε ποτέ, καθώς ‘ οι καλλιτέχνες είναι όλοι αποτέτοιοι,’ υποστήριζε αντιμετωπίζοντας με τρόμο κάθε απόπειρα έκφρασής μου. Τόλμησα να ζητήσω από τον Νίκο να παίξουμε παρέα το κομμάτι της ταράτσας.  ‘Σε είδα τότε, από το γραφείο απέναντι. Γράφεις σπουδαία  κομμάτια . Με λένε Στέλιο, έμαθα σε λένε Ν…’ Ξεκίνησε τον σκοπό, ακολούθησα λάθος. Με στραβοκοίταξε.  ‘Γιατί ήθελες να πηδ… ;’ Τινάχτηκε. Το μετάνιωσα. Συνέχισε το τραγούδι. Όταν τελείωσε, σηκώθηκα. ‘Νίκο, χάρηκα που τα ‘παμε. Θα ξανάρθω, αν δεν σ’ ενοχλώ. Μου αρέσει η σιωπηλή παρέα σου και ίσως… αν κι εσύ…  Εδώ είναι το μέιλ μου. Ρώτησα, μπορείς να στείλεις από το μέιλ της κλινικής, αν θελεις… Αν χρειαστείς ο,τιδήποτε…

*

Κοιμάμαι αργά τα βράδια ή καθόλου. Οι  αναστολές και τα άγχη έγιναν νευρώσεις. Οι νευρώσεις  βράχος στους ώμους, βραχνάς, αϋπνία. Στις πέντε το πρωί  βρήκα στον υπολογιστή ένα παράξενο μήνυμα, με τίτλο τα νέα της ταράτσας. Το άνοιξα:

‘Δεν ξέρω ρε Στέλιο, Στέλιος δεν είπαμε; Βαρέθηκα. Δεν είναι πως γουστάρω τον θάνατο, είναι πως δεν σηκώνω το κόστος της κόλασης που τους περίσσεψε. Όλα γαμώτο κοστίζουν. Να φας, να πιείς, να κοιμηθείς, να χαράξεις πορεία.  «Η μουσική σας είναι  καλή, όμως το στυλ σας πρέπει να το αλλάξουμε … Έχετε ταλέντο, φυσικά, όμως δεν ζητάμε κάτι τέτοιο… Ψάχνουμε κάποιον με περισσότερη απήχηση στο νεανικό κοινό. Ίσως αν δοκιμάζατε…» Δοκίμασα. Ντρέπομαι. Δοκίμασα. Τα φράγκα ήταν καλά. Δοκίμασα. Μα,  να  το θυμάσαι φίλε, η αποτρίχωση στο στήθος πονάει. Αν δεν το έχεις ήδη επιχειρήσει, μην το κάνεις ποτέ. Τσάμπα λεφτά, ξαναφυτρώνουν οι ρουφιάνες! Να μπω στη γυαλιστερή κοινωνία, ένα φεγγάρι, το δοκίμασα. Ήμασταν φάλτσο ντουέτο. Σιχάθηκα. Με σιχάθηκαν. Την έκανα. Βαρέθηκα. Οι άλλοι είναι κάμποσοι. Εσύ μοναχός. Μάντεψε ποιον θα βγάλουνε λειψό! Στις πλάτες ποιανού θα πέσει το φορτίο. Δεν πέτυχες! Δεν τραβάς! Δεν … Βαραίνεις, κι εγώ  γουστάρω να πετάω.

     Όλα ξέφτισαν, τα κουρέλιασε ο χρόνος, οι ανάγκες και – ομολογώ–  οι εμμονές μου για ελαφρότητα. Ποιος να σ’ αντέξει;  Δεν ξέρω, δεν ξέρω πια ούτε αν έχω  συγγενείς. Κι αν έχω, χαθήκαμε. Κανένας δεν ήρθε. Εγώ το διάλεξα. Ελπίζω να ζουν. Δεν έχω μάθει.  Σε ρουφάει ο δρόμος. Γίνεσαι άλλος. Δεν σε γνωρίζουν, δεν τους γνωρίζεις. Είσαι εσύ με σένα. Χωρίς τα «τι θα πει η θεία η Μαρίκα και πιο πολύ ο θείος σου ο ναύαρχος!» Χωρίς τα «θα  πεθάνω»  της μάνας, τα «με ντροπιάζεις» του πατέρα, χωρίς μπογαλάκια. Πουλάκι σκέτο. Κοράκι σκέτο. Κράζεις την αλήθεια. Δεν  ακούνε. Την τραγουδάς, κλείνουν τ’ αφτιά, οι καρδιές, οι πόρτες… Πιο καλά έτσι; Χειρότερα; Δεν ξέρω. Άλλες φορές αυτά τα «θα πεθάνω»  μου λείπουν. Άλλες πάλι…  Μακάρι να ‘ξερα.

      Απορείς αν ελπίζω; Ελπίζω μόνο σε κάτι ήσυχα ανθρωπάκια. Να, σαν εσένα. Κουστουμάκι – κολόνια, γραφείο- συμπόνια. Χα! Να το επόμενο τραγούδι. Φίλε Στέλιο θες να γίνεις τραγούδι; Στην καινούρια κιθάρα. Λέγε ρε, εσύ δεν την έστειλες; Ποιος άλλος; Ποιος άλλος ήρθε;  Κανείς! Ούτε άνθρωπος, ούτε θεός, ούτε δαίμονας. Σε τι να ελπίζω; Στον ουρανό; Ωραίο, γαλάζιο κενό. Είναι μόνο για να φτερουγίζεις, αν τα καταφέρεις. Μόνο να φτερουγίζεις. Απαλλαγμένος από προσδοκίες. Απαλλαγμένος από τιμωρίες. Καθαρός. Γυμνός. Να φτερουγίζεις με μία τσάντα νάιλον και μία κιθάρα, χωρίς χειραποσκευές, άχρηστα προσωπικά είδη. Ίσως δεν ήθελα να πηδήξω, μα να πετάξω…’

*

Δεν είχε παρά μια νάιλον σακούλα και μια καινούρια κιθάρα. Κοιμόταν για καιρό στο σπίτι μου, μετά την κλινική, στον καναπέ. Δεν έπιανε χώρο. Έχασε πάλι τα κιλά. Έχασε, είπε, και τη συνταγή με τα φάρμακα. ‘Πώς έμπλεξες βρε Στέλιο με τον τρελάρα; Πώς καταφέρνεις να μπλέκεις με παράξενους;’  Γκρίνιαζε ο Παύλος. ‘Να με θυμηθείς, θα  βρεις μπελά.’ Αυτή τη φορά τίναξα με την πρώτη το φορτίο των λόγων του από τις πλάτες και σαν ν’ απογειώθηκα.

Τα τραγούδια του άρχισαν να παίζονται. Το διαδίκτυο έδωσε βήμα. Εκείνος έγραφε, πετούσε, ισορροπούσε, το έχανε. Πιο συχνά το έχανε. Έπιασε κάτι  λεφτά. Έπιασε ένα δωμάτιο. Δυο δρόμους  παρακάτω. Διαμέρισμα 5, τέταρτος όροφος. Πήγαινα πάντα από ’κει  μετά τη δουλειά. Του έκανα δώρο μια τοστιέρα. Μια θαυμάστρια  έστειλε  μπλουζάκι με τ’ όνομά της τυπωμένο. Το έκαψα με το τσιγάρο –κατά λάθος– πάνω  στο Ν από Νίκη. Σιγά-σιγά οι αποσκευές του πλήθυναν. Δυσκολέψανε το φτερούγισμα. Μια νύχτα τις πέταξε όλες. Ακόμα και την κιθάρα. Πήρε πολύ ύψος. Δεν γύρισε ποτέ από την τελευταία πτήση.

*

©Καίτη Παπαδάκη

φωτο: Στράτος Φουντούλης

 

❇︎