✾
Ήταν όλοι τους εκεί· ο καθένας κρατούσε κι ένα νόμισμα και βρίζουνταν σαν τα σκυλιά. Στο διπλανό δωμάτιο οι δαντελένιοι καπνοί της μουσικής που εγκυμονούσε εκλεπτυσμένος φόνους. Μες τους καπνούς ξεχώρισα τον τύπο ― σερ Τζων τον έλεγαν. Ήταν εκεί και ο νεαρός που αργότερα θα κάρφωνε στο κορμί του το στιλέτο. Ο σερ Τζων αυτό δεν το έβλεπε, μόνο εγώ το μάντευα μές στους καπνούς και τα στριγγλίσματα της μουσικής που ούρλιαζε τώρα. Γιατί ο σερ Τζων εκείνη τη στιγμή άκουγε για την άγρια μουσική του σώματος του· με το χέρι του φαινόταν να κρατάει το ρυθμό της, όμως εγώ που ήμουνα μες στα μάτια τους και παρακολουθούσα τα όνειρά του έβλεπα το θύτη και το θύμα να μπλέκουνται αξεδιάλυτα. Μιλιά δεν έβγαζαν καμιά, ο καθένας και ένας κόσμος παράλληλος. Ο σερ Τζων, όπως ξέρετε, είναι ο φύλακάς μας άγγελος, κρατάει το νόμισμα· ο νεαρός είναι απαραίτητος για να υπάρχει το παιχνίδι. Όταν ο σερ Τζων σηκώνει το χέρι του εσείς νομίζετε πως κρατάει το ρυθμό της μουσικής. Εκείνη τη στιγμή, να ξέρετε, ακούει άλλη μουσική κι υπαγορεύει το ρυθμό της δικής μου και της δική σας ζωής.
*
[Τάκης Καρβέλας (1925-2017), Η μνήμη μισοφέγγαρο, εκδόσεις Γνώση 1983
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.