Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ο ΕΜΠαθής Στρατηγός Ασίς

(έργο με πλήθος μεταπολιτευτικών σκηνών
Που δεν είναι της παρούσης)

ανταστείτε, στο μέσον οι θεατές και στις δυο πλευρές, δυο ξεχωριστές σκηνές με δυο διαφορετικές παραστάσεις. Στην μια αντικρίζουμε το αίθριο ιστορικού ζαχαροπλαστείου. Τα πολύχρωμα φώτα, οι ψάθινες καρέκλες, οι οργανοπαίχτες με το βλέμμα του βασιλιά Προίτου, τα τραπεζάκια με τους κηροστάτες, τα κορίτσια με τα ντέρτια τα πένθιμα παιδιά, όλα υπήρξαν απαράλλαχτα. Πάνω στο βερνικωμένο πάλκο τρεις άνδρες με χαρακτηριστικές στολές στέκουν αγέρωχοι. Πρόκειται για τον δικαστή Τζενάρο Τρίστο, τον Μάξιμο Αλβέρτο που ενσαρκώνει την πιο στέρεη πίστη και τον στρατηγό Ασίς, που λιγοστά σηκώνεται, κάτω από το βάρος όλων αυτών των καθηκόντων που ζουν καρφιτσωμένα στο πέτο του. Απέναντί τους στην άλλη σκηνή που περιβάλλει την πλατεία, μερικοί νέοι πειραματίζονται με έναν ασύρματο, φωνάζουν, βρίζουν, μιλούν μια άλλη γλώσσα. Οι τρεις άνδρες απορούν. Καλούνται να αποφασίσουν για την μοίρα αυτής της γνήσια, ελληνικής τραγωδίας που παίζεται εμπρός στα μάτια τους. Την κάθαρση, αυτό γυρεύουν. Φωνές πλήθους που περνά μαρτυρούν πως κάτι αλλόκοτο συμβαίνει σε εκείνη την τρομερή Βαβέλ.)

Τζενάρο Τρίστο (δικαστής): Εκείνο που με απασχολεί δεν είναι οι τρόποι τους. (τον διακόπτει βρίζοντας ο στρατηγός Ασίς, σχεδόν σηκώνεται από την καρέκλα του, γυρεύει το περίστροφό του.)

Μάξιμος Αλβέρτος (κληρικός) : (αγγίζει την κάνη του όπλου, νιώθει την δερμάτινη θήκη και παραδέχεται σιωπηρά, διψασμένα πως αυτή η ανθρωπότητα είναι πάνω από όλα μια σάρκινη υπόθεση.) Γανήνευε παιδί μου, η σφαίρα δεν είναι λύσης. Γι΄αρχή χρειάζεται άδολη πίστη, μια σκιά πίσω σου που σε καταπίνει έξω από το μεγάλο σπίτι που ΄χει μέσα του δέκα χιλιάδες πεθαμένες Τροίες.

Στρατηγός Ασίς: (πείθεται φοβισμένος από τον νεαρό Σαβορανόλα) Ας είναι. Όμως, (δείχνει τους νέους) επιτρέπεται τόση παραφορά; Δεν είναι επικίνδυνο συνάδελφοι;

Τζενάρι Τρίστο (δικαστής) : Θυμίζουν αγρίους, έτσι όπως επαναλαμβάνουν αυτό το αδιάφορο λάιτ μότιφ, ο νόμος πρέπει να φροντίσει για αυτούς, όπως ένας πατέρας παίρνει την πιο σωστή απόφαση, διαλέγοντας την τελική μεταμφίεση του πολύτιμου αγοριού του. Ένας νόμος, κύριοι που αν αποτύχει, τότε είμαστε στα χέρια του Θεού. (κοιτάζει με τρόπο τον Μάξιμο Αλβέρτο και κάνει να του φιλήσει το χέρι. Ο παπάς έχει πάντα την παλάμη του στην δερμάτινη θήκη ενός αμερικάνικου περιστρόφου, με σκαλιστή κάνη. )

Μάξιμος Αλβέρτος (κληρικός) : (χαμογελά) Έχεις τόσο δίκιο παιδί μου, ο νους σου είναι φωτισμένος, σε σένα θα εκμυστηρευτώ τα θαύματα που φλέγονται εντός μου, όταν μιλώ για την ανθρωπότητα. Μα πρώτα, γκαρσόν! Νεαρέ! Γκασταρμπάιτερ! (γνέφει στον στρατηγό συνωμοτικά, πώς αλλιώς;) Έτσι δεν τους λένε αυτούς τους δίχως πατρίδα εργάτες; Στρατηγέ;

Στρατηγός Ασίς: (τινάζεται από την θέση του, βγάζει το όπλο του και ρίχνει δυο φορές στον αέρα. Έπειτα σημαδεύει τους νέους. Γελά , από τώρα και ως το τέλος του έργου που πάντα φτάνει.) Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα βρε παλιόπαιδα;

¥

Νέοι (παιδιά με δακρυσμένα μάτια που πέφτουν υπέρ πατρίδος, πράττοντας αυτό το ελάχιστο που οφείλει κανείς στον τόπο του. Ίσως τους διάλεξε η ιστορία για να πει το περίφημο άσμα της, ωστόσο οι φωνές τους διαθέτουν αυτό το κάτι που κάνει μια εποχή να αλλάξει. Αν ήταν αληθινοί, απόψε, εδώ, τώρα, όλοι θα τους φθονούσαν για το δικαιωμένο φρόνημά τους. Είναι απελπισμένοι, και για αυτό γνήσια ηρωικοί.)

Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο! Σας ομιλεί… Δεν απαντά κανείς. Χρειαζόμαστε μερικά εφόδια, πράγματα πρώτης ανάγκης. Φαίνεται πως είμαστε εγκλωβισμένοι και δεν έχουμε άλλον τρόπο από αυτόν. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, σας παρακαλώ, ακούει κανείς, όχι, όχι δεν θέλω να κάνω καμιά αφιέρωση, φτάνει πια με τις προτομές, αφού οι σημασίες μας κατοικούν όταν το αξίζουν. Σας παρακαλώ, εδώ Πολυτεχνείο, εκεί; Πείτε μου κάτι, ένα σήμα μόνο αν δεν θέλετε να μιλήσετε, αν σας δημιουργούμε πρόβλημα, αν ντρέπεστε το αντιλαμβανόμαστε, όμως δεν φταίξαμε, εμείς παίξαμε τον ρόλο μας. Ωστόσο, κύριοι, αν ακούτε, είμαστε απελπισμένοι, οι καρδιές μας έδωσαν ότι είχαν, η φροντίδα μας υπήρξε παντοτινή, εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, αν κάνω την αφιέρωση δηλαδή θα μιλήσουμε;Ε, τότε εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο! Εκεί;

¥

(το γκαρσόν μπαίνει. Ακριβό κοστούμι, μάσκα, γάντια ως το ύψος του καρπού, σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια, ένας αυθεντικά διαφωτισμένος νέος. Απευθύνεται στους τρεις άνδρες.) Τα σέβη μου, τα σέβη μου, καλησπέρα σας, αφήστε τα όλα πάνω μας, διαθέτουμε επιλογές για όλα τα γούστα, θα υπομείνουμε με χαμόγελο κάθε σας απαίτηση, διότι το κατάστημά μας κατασκευάζει θαύματα. Ακριβώς, θαύματα. Ας πούμε πείτε μου τι φόντο θέλετε να΄ναι η σημαία σας;Πείτε μου, σε μια στιγμή όλα θα αλλάξουν. Και οι κόκκινες γραμμές που σας βασανίζουν, στο κατάστημά μας δεν έχουν θέση. Εδώ, η απόλαυση του πελάτη μας είναι θεσμός, υπάρχουν μίλια επιλογών. Όσο για τους νεαρούς εκεί απέναντι, να με συγχωρείτε. Έχει ειδοποιηθεί ο στρατός και θα μεριμνήσουν άλλοι για το ζήτημα που δεν παύει να είναι απεχθές διά τας αρχάς, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Ο στρατηγός Ασίς υποψιάζεται το σινιάλο. Σηκώνεται και γεμίζει το όπλο του. Τώρα είναι η ώρα του ρόλου του. Ο Μάξιμος Αλβέρτος τον σταυρώνει και ο στρατηγός γίνεται άνεμος, όπως μοναδικά μπορεί.)

Μάξιμος Αλβέρτος (κληρικός) : Καλό βόλι! Καλή αντάμωση! (και οι προσευχές να πέφτουν βροχή μες στ΄άμφιά του που βροντοφωνάζουν ραφινάτη πίστη)

Τζενάρο Τρίστο (δικαστής): Στο καλό, στο καλό! Μην ανησυχείτε, κάντε την δουλειά σας και εγώ προσωπικώς θα σας επαναφέρω με έναν νόμο. Άντε στο καλό, έτσι φρόνιμα!

(Ο στρατηγός Ασίς σημαδεύει με το όπλο του έναν νεαρό. Ο τελευταίος τρομάζει, σφυρά στους υπόλοιπους και ένα λεφούσι από αγόρια και κορίτσια διασχίζει την πλατεία, δυο κόσμοι που συναντιούνται. Ρίχνουν κάτω φώτα, σκηνικά, ποδοπατούν τους διαδρόμους, φιλιούνται και ρίχνονται στην φωτιά, έτσι λυρικά όπως σας το λέω. Παίρνουν μαζί τους τους τρεις άνδρες, τα τραπέζια, τους κηροστάτες, βάζουν φωτιά άθελά τους σε όλα τα παλιά πράγματα αυτού του κόσμου. Παλεύουν με τους φροντιστές που πάντα και άθελά τους υπηρετούν τον θεατρώνη. Και όμως προχωρούν, μαθημένα στην απώλεια και όμως κάτι λίγα, από εκείνα τα παιδιά προχωρούν, γράφοντας την ιστορία τους, επάνω στις σημαίες των νικημένων. Οι τρεις άνδρες είναι νεκροί. Ένα νέος που κουβαλά τον βαρύ ασύρματο προσπαθεί να ξεπεράσει τα εμπόδια. Το γκαρσόνι ατσαλάκωτο τον βοηθά. Τινάζει τις σκόνες από τον νεαρό και κοιτάζει επιτιμητικά την λερωμένη φόδρα. )

Γκαρσόν : Χρειάζεσαι βοήθεια; Αν έχεις χαθεί, τότε είμαι ο άνθρωπός σου. Και έχω μια υπέροχη ιδέα, όμως θα σε χρειαστώ. Και αυτός ο ασύρματος, ας μην κουβαλούμε περιττά πράγματα, αρκετά με τις διακοσμήσεις. Έλα, άφησέ τον και θα ακούσεις την ομορφότερη ιδέα του κόσμου. Και αν συμφωνήσεις να παίξουμε, σου υπόσχομαι πως εσύ, μόνον εσύ θα είσαι ο δικαστής, ο θεός και το σπαθί. Εσύ μόνο. Θα τους νικάς όλους και εγώ στο πλάι σου  θα παίρνω λίγη από την δόξα σου, ακριβέ μου. Είσαι παιδί και πρέπει να παίξεις λίγο ακόμη, έτσι δεν είναι;

Νεαρός με ασύρματο : Πάρε τα χέρια σου φίλε. Δεν τον αφήνω τον ασύρματο. Πώς νομίζεις μάθαμε πως ο στρατηγός σου θα μας ξεκάνει; Του χρωστάμε λοιπόν τις ζωές μας, ακούς; Και ίσως μια μέρα μας χρειαστεί, δουλεύει καλά και με λίγη συντήρηση, αυτές οι μηχανές αγρυπνούν. Καλή τύχη φίλε μες στον χαμό! Άκου τον ασύρματο! Με αυτόν μια μέρα κάποιος άλλος θα ουρλιάξει μες στους καινούριους θορύβους το κατεπείγον του καιρού του!  (ο νεαρός φεύγει. Το γκαρσόν περιεργάζεται τις ζημιές στον χώρο. Ένα τηλέφωνο χτυπά, θεός ξέρει πώς σώθηκε από τον πάταγο. Το γκαρσόν το σηκώνει, μιλά.)

Γκαρσόν: (διστακτικά, σαν να ξέρει) Παρακαλώ;

(από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται μια φωνή. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ πάντα Πολυτεχνείο.)

(Η πλατεία χειροκροτεί, οι δυο σκηνές που κυριαρχούν δεξιά και αριστερά των  θεατών είναι δυο κόσμοι που συγχρονίστηκαν. Λόγω της εθνικοηθικής προεκτάσεως του έργου, δύναται οι ρόλοι να αντιστραφούν. Συμβαίνει άλλωστε συχνά και στα καλύτερα θέατρα!)

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→