Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Sin City

Κάτοπτρα

Την ιστορία λίγο πολύ ο χρόνος την γνωρίζει σε όλες της τις πτυχές, σε ολάκερη την έκτασή της. Εμείς έκπληκτοι ξεφυλλίζουμε χρόνια μετά την έκπτωτη βιογραφία, ευχαριστημένοι για την ευλογημένη μετριότητά μας που δεν μας οδήγησε ποτέ σε καμιά θέση εξουσίας. Εμείς ποτέ δεν δοκιμαστήκαμε. Όμως η εποχή καμιά φορά τραβά βίαια το χέρι της ντροπής  και μας φωτίζει όλους . Έτσι κάνουν τα ποτάμια, κρατούν στην ράχη τους όλο τον κόσμο και ξεμακραίνουν. Η ιστορία, όμως έχει ως εξής.

Ο νεαρός διέθετε σπάνιο ταλέντο και ένα γερό όνομα. Τον συνόδευαν μερικοί αυλικοί, πάντα μυστικά και ανομολόγητα τον υπερασπίζονταν όταν τα πράγματα χάνονταν από τον έλεγχό του. Και εκείνος παρέμενε προσηλωμένος στον σκοπό του, κατακτώντας όλους τους μεγάλους ρόλους του θεατρικού ρεπερτορίου με ευκολία ανεπιτήδευτη, ενδεικτική του σπάνιου ταλέντου. Τι Ίψεν, τι Σάρα Κέην, τι Μολιέρος και Ανούιγ και τρελοί ρινόκεροι. Τίποτε δεν έμεινε αδοκίμαστο για τον νεαρό που ρίχτηκε με πάθος στην μελέτη όλων των συνισταμένων της θεατρικής πράξεως. Κάπως έτσι, ανακάλυψε με θαυμασμό και επιβεβαίωσε όσα θεμελιώδη δίδαξε μια φορά και έναν καιρό η Ελβίρα Λεονάρντι Μπουγέ, πλέκοντας το εγκώμιο του ενδύματος. Μελέτησε μουσική και υποκριτική πλάι στους μεγαλύτερους του είδους και δοκίμασε, -τι τύχη αγαστή Θέ μου-, δοκίμασε για τον εαυτό του αυτό το είδος της υψηλής φιλίας.

Όλα τα κράτησε για εκείνον, μαζί και την άβυσσο που ανοιγόταν μες στην ψυχή του ώρα την ώρα, λέξη την λέξη. Το κοινό συνήθισε να τον αποθεώνει, το κοινό που έμαθε μες σε λίγες μονάχα δεκαετίες να εκτιμά την λάμψη των ματιών, την ευφράδεια, την κινησιολογία που υπηρετεί το αίσθημα ενός χαρακτήρα. Μα δεν έβλεπε πίσω από την κουίντα τα ανοιξιάτικα βήματά του που σε χώρες λαθραίες τον οδηγούσαν. Υπήρξε έξοχος τρελός, γυρολόγος από τους λίγους, υποδυόταν με επιτυχία ξεχωριστή την πλανόδια ψυχή που όλο γυρεύει τ΄απάγκιο στην σκοτεινή της διαδρομή. Μα όλα ετούτα πάνω στην σκηνή, αφού σαν χανόταν στους κακόφημους δρόμους της παλιάς πολιτείας, έριχνε τα πέπλα του. Και έπαιρνε μέρος σε τελετές της ντροπής, επιστρατεύοντας σκετς και τραγούδια και στερνά λόγια που λίγο πολύ τάραζαν την ακεραιότητα της αλήθειας του. Φορούσε τα ρούχα και τους τρόπους του δύστυχου Πανταλόνε, συνδυάζοντας με επιδεξιότητα διαλεχτή και άλλα προτερήματα της commedia de l’art , όπως ας πούμε την παιχνιδιάρικη σωφροσύνη ενός λογιότατου δασκάλου και άλλοτε τους σκληροτράχηλους τρόπους του capitano, εκείνου του υπερφίαλου στρατιώτη που λογάριαζε για δικό του τον κόσμο και για δίκιο του το ίδιο το σπαθί. Και πάλι, σαν το ζητούσαν οι περιστάσεις της νύχτας, παρίστανε τον πονηρό δούλο που συγκατανεύει σε όλα, μια μεσίτρια της νύχτας, που δανείζει την φωνή της σε υπόστεγα και καφωδεία.

Και όμως το κοινό παραληρούσε σε κάθε του έξοδο και έβρισκε την διαδικασία της κάθαρσης σπουδαία. Πώς αλλιώς να εκτιμήσει εκείνην την επίπλαστη οδύνη που ώρες ώρες αντλούσε από το λερωμένο θυμικό του. Ω, η ιστορία του θεάτρου υπήρξε πτωχή, τετρυχωμένη, ακριβώς όπως το΄πε ο Μανουήλ Γεδεών. Και όμως χάρη σε αυτόν το θέατρο ευτύχησε να ζήσει μερικά από τα ομορφότερα χρονικά, να κάνει δικές του τις καινούριες μόδες, τα καινούρια τραγούδια. Είχε πάντα τον πρώτο λόγο στην διαμόρφωση του σκηνικού χώρου. Ας πούμε έριχνε τα φώτα την κρισιμότατη στιγμή και έπειτα μες σε τοπία βυθισμένα σε blue meridien , τέτοια που να ταιριάζουν στην πιο ανείπωτη θλίψη, σε αξιοπρέπειες ραγισμένες, έπαιζε τον ρόλο που ΄τον είχε αναδείξει.

 Όμορφα που καίγονται τα χρώματα όμως. Και έτσι δίχως ίχνος αγάπης στο βλέμμα του κατακτούσε τις πολιτείες και τις σκηνές την μια μετά την άλλη, διαβαίνοντας αργά, όλο μέθοδο αυτό το είδος της έσχατης φρόνησης που μπορεί να συγκρατήσει κάποιον από την καταστροφή. Οι φίλοι και όσοι τον αγαπούσαν, κρατιούνταν μακριά του, παρομοιάζοντας την ξέφρενη τροχιά του με έναν ποδηλάτη γεμάτο νιάτα που ταξιδεύει μες στις λάσπες. Του ΄λεγαν, τώρα όλα μοιάζουν ιδανικά και αγαπημένα, αύριο δεν θα ΄ναι παρά απομεινάρια παλιών βομβαρδισμών. Του΄λεγαν, συλλογίσου τι πράγμα σκληρό είναι να καταστρέφεις τις φορεσιές των αγοριών, τι απρόσεκτες που είναι οι επιθυμίες σου. Όμως εκείνος δεν ξεχώριζε πίσω από τα φώτα της σκηνής τα μυθολογικά χρόνια, τον εαυτό του στην αρχή του ονείρου δεν τον θυμήθηκε ποτέ. Τον ίδιο με την πλάτη ακουμπισμένη στο κάρο ή σε μια λεύκα, να ονειρεύεται πίσω από τις παγωμένες χαρακιές του καιρού του το άδολο θέατρο.

Τώρα πια όλοι του οι ρόλοι είναι ξεπερασμένοι και ένα τρομερό θηρίο τον κατασπαράζει αργά στις ακτές της Επιδαύρου. Κατοικεί πια το ρημαγμένο σπίτι που περιέγραψε κάποτε ο Αμερικάνος Φώκνερ. Ένα πορνείο, ναι, ένα πορνείο για να διαβαίνει ξέγνοιαστος τα αναρίθμητα δωμάτια. Ένα πορνείο για να ξεδίνει τις νύχτες από όλα τα ψέματα που ντύθηκε. Ένα χαμαιτυπείο που αρμόζει τόσο στον ίδιο όσο και το κοινό του, στολισμένο με ένα μάτσο σπασμένες πυξίδες που δεν δείχνουν κανέναν ορίζοντα.

Οι φίλοι του είπαν πως ο καιρός θα φέρει το μερίδιο που του αρμόζει. Κανείς δεν πίστεψε και όλοι συνέχισαν να υποδύονται ρόλους καθώς το έκπτωτο είδωλό τους. Φορεσιές ρόδων, υακίνθων, νάρκισσων κατέκλυσαν τα βεστιάρια. Και οι σκηνογραφίες που θυμίζουν τώρα γκρίζες εκκλησιές κυριάρχησαν πάνω στις ώρες και πάνω στις εποχές του ελληνικού θεάτρου.

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→