Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ινές

Δράμα που παίχτηκε μια νύχτα μες στην ερημιά των Αθηνών. Κανείς δεν έγραψε για αυτό το εργάκι και η τύχη του θα΄ταν κιόλας χαμένη, αν δεν ήταν εκείνη η μαρκίζα που άναψε απόψε, αντάρτισσα, ολομόναχη μαρκίζα με την τραχηλιά του κόσμου φορεμένη, εκεί έξω.

¥

δός Τζων Κένεντυ, παραστρατημένο απόγευμα, περίπου ώρα οχτώ, την στιγμή που φτάνει το φθινόπωρο. Θα μου πείτε τι σημασία έχουν όλες αυτές οι λεπτομέρειες. Και εγώ με παρρησία θα σας απαντήσω, τίποτε. Βλέπετε, έτσι το θέλει η φαντασία του θεάτρου και άλλοτε ξανά δεν θα προβώ σε παρόμοιους συλλογισμούς.

Κόντρα στις μαρκίζες που σβήνουν ανάβει μια ρεκλάμα στο βάθος του δρόμου. Boutique και ένας κύριος, μεσήλικας θα΄ταν, μα σε συμφωνία καλή με τον χρόνο που αν το θέλει μπορεί να γίνει πολύ τρυφερός. Σαρώνει το πεζοδρόμιο, διώχνει τα πουλιά από τις πλάκες. Κάθε τόσο παριστάνει πως ορμάει και ένα κοπάδι πετιέται στον δρόμο. Μια μέρα θα συμβεί κανένα ατύχημα και ο κύριος θα το΄χει κρίμα στον λαιμό του.

Είναι ηθοποιός του δρόμου. Διαθέτει από μια τυχαία κληρονομιά αυτήν την τρύπα κάπου στην οδό Τζων Κένεντυ. Και κάθε βράδυ, κόντρα στο ρεύμα, φθάνει εδώ με μια ατέλειωτη σειρά κουρασμένων λεωφορείων. Φθάνει, σαρώνει, βάφει το πρόσωπό του όπως έκαναν παλιά, ζωγραφίζει σε όποιον τοίχο βρει μερικά πρόχειρα σχέδια. Ένα σύμπλεγμα πολυκατοικιών, μια μακρινή πλατεία, έναν ωραίο ορίζοντα, μια φωτισμένη μα έρημη εξέδρα, σκιές περαστικών. Πού πηγαίνουν, σε κανέναν δεν λένε.

Μα με όλα αυτά τα μυστικά πέρασε η ώρα. Και αν οι θεαταί λιγοθυμήσουν και αν βρουν γουστόζικη μα κενή όλη αυτήν την σκηνογραφία, πάει, όλα τέλειωσαν. Ο θεατρώνης θα γυρέψει την αμοιβή του, οι ηθοποιοί θα βροντήξουν τις πόρτες πίσω τους, οι τεχνικοί θα φτύσουν καταγής και θα αποχωρήσουν, εκτελώντας επιτέλους μια έξοδο με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο. Για αυτό, εμπρός στα λόγια!

Ο κύριος είναι έτοιμος, Καθαρίζει το γρέζι του λαιμού του και ορμά στους μονολόγους που περιμένουν ανείπωτοι στις πλάκες του πεζοδρομίου. Οδός Τζων Κένεντυ, παραστρατημένο απόγευμα.)

Κύριος Καλησπέρα σας κύριε, κυρία, νεαρέ! Θα διαθέσετε μια στιγμή για τον φτωχό Ιβάν; Πώς μπορείτε να τ΄αρνηθείτε; Εννοώ, (τρυφερότερα, σχεδόν σαν κορίτσι) σας πάει καρδιά, κύριε να γυρίσετε τα νώτα σας σε έναν φτωχό Δον Κιχώτη; Δεν το νομίζω, και άλλωστε τι είναι μια στιγμή σε εκείνο που σας περιμένει έξω από εδώ; (με αγωνία) Φανταστείτε πως μίλια από τούτο τον δρόμο κάτι μεγάλες μαύρες τρύπες καταβροχθίζουν τα πάντα, φανταστείτε!

 Βλέπετε διαθέτω εξαιρετικά επιχειρήματα, για την ακρίβεια κανείς σε αυτήν την πόλη δεν μπορεί να κοντράρει το λαμπρό μου πνεύμα, τους λεπτούς τρόπους. Είμαι σκέτη γοητεία, ένας αρχαίος κίνδυνος.  Ας σταθούμε μια στιγμή, μπορούν όλα κυρία να περιμένουν. Τα πιάτα, η καριέρα, τα άπλυτα, οι έρωτες, τα μωρά, ας περιμένουν όλα πια. Ο κόσμος θα μπορούσε να αντέξει μπόλικο καιρό δίχως καινούριους ανθρώπους. Θα΄ταν έξοχο, όλες οι τάξεις θα εξαφανίζονταν και εμείς από την αρχή θα είχαμε την ευκαιρία να πούμε τα πράγματα με το δικό μας όνειρο. Τέλος πάντων, πέρα από την δεινή επιχειρηματολογία, διαθέτω εξαιρετικά αντανακλαστικά και έναν σπάνιο χειρισμό των πιο έκτακτων καταστάσεων.

Ας πούμε. Μόλις πέσει ολόκληρη η νύχτα, πετώ την φωνή μου στα σκουπίδια και χορεύω με δέρμα αλλιώτικο. Μιλώ πάλι στην τελευταία πράξη όταν όλα ετοιμάζονται να πάρουν φωτιά. Στάσου μια στιγμή, να δεις από τι πράγματα κρατιέται μια νύχτα, τι νύχτα! Εσύ που ποζάρεις, με ακριβό ποτό και εγώ με την χάρη ενός πρίγκιπα ή ενός φονιά που ελίσσομαι ανάμεσα στα τραπέζια, τους περαστικούς, τα γκαρσόνια και την μουσική. Με μια κίνηση σωστό τεκμήριο της παλιάς μου αθωότητας, σε όλα συγκατανεύω, έτσι να δω πού το πάει αυτή εδώ η ζωή, κύριε.

 Ας είναι, καλό σας κατευόδιο και να θυμάστε πως σήμερα περιφρονήσατε έναν καλλιτέχνη του δρόμου. Που τα βγάζει πέρα με δυσκολία, ολημερίς στους δρόμους, με βυθισμένα φανάρια, τι να σας λέω. Εσείς όμως κυρία, εσείς διαλέξατε το καλό φύλλο. Για σας (συνωμοτικά) θα πω όλα τα τραγουδάκια που αγαπήσατε σαν ήσαστε παιδί. Του πελαργού και του χελιδονιού και της μικρής σελάνας με τα παγωμένα μάτια. Και αν πάλι χαθείτε, εγώ θα συνεχίσω να ζωγραφίζω στους καλούς ανέμους το όνομά σας. Και η μαρκίζα θα αναβοσβήνει σαν πάντα, προδίδοντας το αβέβαιο στοίχημα. Θα μπορούσα να υποδυθώ την Ινές ή τον τραπεζίτη ή τον γυναικά βιομήχανο και τον συνεσταλμένο νέο. Πάντα με την ίδια επιτυχία. Σταθείτε λίγο κυρία, τι θα λέγατε για ένα ξαπλωμένο, αγαλματένιο κεφάλι; Να δείτε, έτσι κάπως. Καταλαβαίνω κυρία, το γούστο είναι τόσο προσωπική υπόθεση. Μα δεν ξέρετε πώς είναι όλες οι τέχνες να καταλήγουν στο πρόσωπό της, δεν ξέρετε.)

(Ο άνδρας βουρκώνει, παρατά τα πράγματά του στον δρόμο, σβήνει βίαια τα φώτα, με μια κίνηση κατεβάζει το ετοιμόρροπο τζάμι, δυο τρεις που περνάνε, βιάζονται κάπως και φοβούνται. Εκεί, μες στην ερημιά του δολοφονημένου δρόμου, χάσκει το μαγαζάκι που ποιος ξέρει από ποια κληρονομιά έπεσε στα χέρια του. Και στο βάθος εκείνος, εδάφιο του βιβλίου της νύχτας. Στο τζάμι που ξέμεινε αναβοσβήνει η λέξη Ινές.)

 

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→