Monika Herceg, δύο ποιήματα ―μετάφραση Μαρουσώ Αθανασίου

το παντελόνι

ο πρώτος νεκρός που είδα στη ζωή μου
ήταν ο θείος μου
ξυρισμένος, με τα μαλλιά του χτενισμένα στα αριστερά
όμορφος σαν τον κεν
είχε σκουλαρίκι στο αυτί
ξεχνάω σε ποιο
του το έβγαλαν όμως πριν την κηδεία
μόνο το κεφάλι του ήταν ξεσκέπαστο
και το πάνω μέρος του κορμού του
ίσα για να φαίνεται η γραβάτα
και το κολλάρο του πουκαμίσου του
είπαν ότι μόνο τόσο μπορούσαν να τον ντύσουν
γιατί το σώμα είχε διαλυθεί
από το ατύχημα
κι έτσι ξεκίνησε με μισό κοστούμι
προς οπουδήποτε ταξιδεύει κανείς
μέσα απ’ τις στρώσεις του υγρού αργίλου

η μητέρα ονειρευόταν για καιρό
το πετρωμένο του πρόσωπο
και όταν πέθανε ο πατέρας
δεν άνοιξε το φέρετρο
και δεν άφησε ούτε εμάς να τον δούμε
πριν την ταφή

*

πυξίδα στο χέρι

άνοιξα την παλάμη μου για δέκα ραβδιές
λέω ψέματα ότι δεν ξέρω τι έχω κάνει
ένα τέρας που καρφώνει το χέρι του αδερφού της
με μια πυξίδα
είμαστε εφτά χρονών αν μας προσθέσεις
και μιλάμε σε μια φανταστική γλώσσα
όπως τα ροδάκινα
μιλάνε με τον ήλιο
εκτός των άλλων
είμαστε και φτιαγμένοι από μικρές σκιές το καλοκαίρι
και κουκούλια από κουβέρτες τον χειμώνα

μετά από κάθε ραβδιά αναστενάζω
αλλά δεν κλαίω
το χέρι τραβιέται όταν το χτυπάει
η λεία βέργα από κλαδί ιτιάς

είμαστε μόνο εφτά χρονών αν μας προσθέσεις
κι όταν δεν κοιτάζει κανείς
λάμπουμε στο σκοτάδι

*

©Monika Herceg
Μετάφραση στα Αγγλικά: ©Marina Veverec
Μετάφραση στα Ελληνικά: ©Μαρουσώ Αθανασίου