Ιφιγένεια Σιαφάκα – Αθηνά Τιτάκη, Με πίστιν και ζήλον/ Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες ―κυκλοφορεί [αποσπάσματα]

Ιφιγένεια Σιαφάκα – Αθηνά Τιτάκη, Με πίστιν και ζήλον/ Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες, Παράρτημα: Nτόρα Περτέση, Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αυτοκτονικής διάπραξης, εκδόσεις Δρόμων, 2022

Η παρούσα έκδοση είχε ως αφορμή την ανοιχτή πρόσκληση του Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών για το Απονενοημένο Σύνταγμα, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση [1821-2021]. «Το Απονενοημένο Σύνταγμα είναι ένα ανεξάρτητο εγχείρημα ολιστικού χαρακτήρα. Η πρώτη φάση του αφορά μια μακροχρόνια και επώδυνη έρευνα του Ρομαντικού Πανεπιστημίου σε εφημερίδες και έντυπα των δύο προηγούμενων αιώνων, η οποία αποθησαύρισε εκατοντάδες αυτοχειρίες ανά την Ελλάδα», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο δελτίο τύπου.

Η έκδοση περιλαμβάνει δύο ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ [μονολόγους]. Το πρώτο, Mε πίστιν και ζήλον, της Ιφιγένειας Σιαφάκα αφορά την αυτοχειρία του χωροφύλακα Χ. Παπαζησόπουλου [1888], ενώ το δεύτερο, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες, της Αθηνάς Τιτάκη αφορά την αυτοχειρία του εμπόρου Π. Παπαδημητρίου [1928]. Τα έργα στηρίχθηκαν στο υλικό από τις εφημερίδες της εποχής που παρείχε στις συγγραφείς το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο, καθώς και σε ακόλουθη ιστορική έρευνα των συγγραφέων –όσο αυτή ήταν εφικτή για το θέμα τους–, προκειμένου τα κείμενα να μεταφέρουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της εποχής.

Ως ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ φιλοξενείται σύγχρονη ελληνική ποίηση με θεματική την αυτοχειρία, και δη τον χρόνο της διάπραξής της. Ο αναγνώστης –εκτός από την ποίηση των δύο συγγραφέων– θα διαβάσει ποιήματα των σύγχρονων ποιητριών και ποιητών: A. Mπαλασόπουλου, Δ. Χριστοδούλου, Ν. Ιωάννου, Ε. Καραγιαννίδου, Ε. Θάνογλου, Κ. Λυμπέρη, Φ. Βασιλοπούλου, Ο. Παπαηλίου, Κ. Λουκόπουλου, Σ. Δούμου, Σ. Σταμπόγλη, Χ. Καραντώνη, Κ.Θ. Ριζάκη και Μ. Βαχλιώτη.

Η έκδοση συμπληρώνεται, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, με το άρθρο της ψυχαναλύτριας Ντόρας Περτέση «Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αυτοκτονικής διάπραξης – Οι αυτόχειρες ζωντανεύουν, και καταθέτουν τη μαρτυρία τους».

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Με πίστιν και ζήλον

[Εξαντλημένος] Άκου εκεί… ποσοστόν 20%, και δι’ αδείας του Υπουργείου Στρατιωτικών, συν δικαιολογητικά, συνπροίκα που αποδίδει 1200 δραχμές ενιαυσίως. Τι να δικαιολογήσομεν, ωρέ ζαγάρια; Τον έρωτα εις το Υπουργείον ήτον πισινό της νύφης; Άι στο διάολο, ρε! Και πώς η νύφη να πληρώσει τέτοιο ποσό, δυο ζωές κι αν φτάνουν να βάλεις στην άκρη τέτοια προίκα! Να βρεις τη γυναίκα, να της πεις, με το συμπάθιο τόσο κάνει ο γαμπρός, και να δούμε αν με παραχωρήσει, μανάρι μου, το Υπουργείον εις το τέλος. Στο μεταξύ να σε κάνω, κούκλα, και μια βόλτα έξω από τοΧρυσοχοείον των Αντωνόπουλου και Κροντηρά στην οδό Αιόλου, να θαυμάσεις τα χρυσαφικά που θα πληρώσεις. [Με θυμό] Ξεφτιλισμένοι! Ξέρετε καμιά πλούσια νύφη που να καταδεχθεί έναν χωροφύλακα τόσο κακορίζικο; Ή, μήπως, να πάμε εις τον Γεώργιον τον Α´ τον βασιλέα, και να δανειστούμε καμιά κυρία της αυλής; Μετά συγχωρήσεως, Μεγαλειότατε, σας περισσεύει κάτι κουνάμενον και χρυσοποίκιλτον για να ικανοποιήσομεν το Υπουργείον;

*

Αθηνά Τιτάκη, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες

 Στις στήλες του Ολυμπίου Διός έβγαλε το όπλο. Καθώς περνούσαμε από το άγαλμα του λόρδου Βύρωνα, έστρεψε το βλέμμα και κοίταξε τη γυμνόστηθη Ελλάδα να στεφανώνει τον ποιητή. Μόρφασε τα χείλη, κ’ ύστερα πάλι μπροστά. Τράβηξε τον κόκορα, κοίταξε ψηλά, πήρε κοφτή ανάσα και πάτησε την σκανδάλη. Χοντρές σταγόνες αίματος λέκιασαν το ύφασμα μου, ρυάκια κύλισαν από τα μάγουλα και τον σβέρκο του, μούλιασαν τον γιακά μου και τα πέτα.

Είμαι το σακάκι ενός καθημερινού κουστουμιού, κρουστό με λεπτές ρίγες σε μαύρο-γκρι, μονόπετο. Κατάγομαι από δαδιώτικο βαμβάκι, καρικώθηκα και ράφτηκα, κατά παραγγελία σε γνωστό ραφτάδικο της Πραξιτέλους. Μετρήθηκα με μεζούρες, τα σαπουνάκια χάραξαν διακεκομμένες γραμμές, με τρύπησαν μυτερές καρφίτσες. Έκανα πρόβες πάνω στο σώμα του Πάνου Παπαδημητρίου μένοντας μαζί του ως την τελευταία πράξη και το τέλος.

*

Ντόρα Περτέση, Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αυτοκτονικής διάπραξης

 Ο Φρόιντ αναρωτιέται γι’ αυτήν την έκπτωση του πέπλου της ντροπής –του τελευταίου προπυργίου του αυτοσεβασμού–, για να συμπεράνει τα εξής αναφορικά με την επιλογή του απολεσθέντος αντικειμένου αγάπης: επρόκειτο για μια ναρκισσιστικού τύπου επιλογή και οι αυτο-μομφές του μελαγχολικού είναι στην ουσία μομφές προς το αντικείμενο αγάπης που αντιστράφηκαν προς το εγώ έτσι ώστε: «Η σκιά του αντικειμένου έπεσε πάνω στο εγώ, που με αυτόν τον τρόπο μεταμορφώθηκε, ώστε να κριθεί από μια ιδιαίτερη αρχή ως αντικείμενο, ως το εγκαταλελειμμένο αντικείμενο… η απώλεια του αντικειμένου μετασχηματίστηκε λοιπόν σε απώλεια του εγώ». Ιδού για ποιον λόγο το μελαγχολικό υποκείμενο είναι επιρρεπές στην αυτοκτονική διάπραξη, διότι το μίσος ενεργοποιείται σαδιστικά και βασανίζει το υποκείμενο, «το εγώ αυτό-υποτιμάται και λυσσά εναντίον του ίδιου του εαυτού του».

Με άλλα λόγια το υποκείμενο συμπεριφέρεται στον εαυτό του ως αντικείμενο χωρίς αξία, ως ένα τίποτα, ένα σκουπίδι που πετιέται εκτός της συμβολικής σκηνής, εκτός Άλλου.