Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου, ένα βιβλίο σε 600 λέξεις: Αλέκα Πλακονούρη, Οι δαίμονες του Αρέτσο

Αλέκα Πλακονούρη, Οι δαίμονες του Αρέτσο, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2021

Η συλλογή διηγημάτων της Αλέκας Πλακονούρη φέρει τον διακειμενικό τίτλο «Οι δαίμονες του Αρέτσο», εμπνευσμένη από τις διάσημες τοιχογραφίες του Τζιότο. Τρεις ενότητες αποτελούν τη συλλογή της Αλέκας Πλακονούρη, («Νωπογραφίες», «Κολάζ», «Γκράφιτι») οι οποίες έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό τη γραμμική αφήγηση, επιτρέποντας στον αφηγητή να κινείται άλλοτε ανάδρομα και άλλοτε συνοπτικά μα κατά το πλείστον ρεαλιστικά. Κυρίαρχος χρόνος το παρελθόν και οι σκιές του, οι οποίες πρωταγωνιστούν αγγίζοντας, στιγμές τα όρια του μαγικού ρεαλισμού. Στο διήγημα με τίτλο «Το σωματείο», καθώς και στο ομότιτλο της συλλογής «Οι δαίμονες του Αρέτσο», η αφήγηση αντιγράφει αλλόκοσμα τις σκιές, καθώς το παρελθόν γλιστρά από τον σκληρό ρεαλισμό στο επέκεινα με μια ονειροπόληση που συνδέεται μαγικά με το παρελθόν. […] «Ξάφνου τυφλώθηκα και έπεσα στη γη, τυφλώθηκα από το φως που έφερε… Και είδα τη γυάλινη γύμνια της, τα άυλα σωθικά της, είδα το φωτεινό αίμα της…»

Η αφήγηση, κυρίως τριτοπρόσωπη και εξωδιηγητική, εγκαταλείπεται στη δεύτερη ενότητα, καθώς ο αφηγητής σε ενδοδιηγητικό πια ρόλο καλείται να παλέψει με τις δικές του σκιές, επιτρέποντας στην αυτοαναφορικότητα να διαχειριστεί τον αφηγηματικό χρόνο. Το αφηγηματικό σύμπαν της Αλέκας Πλακονούρη κατοικεί η ύπαρξη. Νοιάζεται για το θηλυκό «Άλλο» και τον αξόδευτο έρωτα. Στο διήγημα, που ξεχωρίζει, με τον τίτλο «Ελένη» η συγγραφέας παραδίδει τη σκυτάλη της αφήγησης σε μια παρατακτική σύνδεση, σε μια υποτακτική «υποταγμένη», καθώς ο τελικός σύνδεσμος [να] εισάγει άπειρες δευτερεύουσες προτάσεις, αφηγούμενες μια ζωή σπαταλημένη: […] «… να πλένει τ’ ασπρόρουχα, να φτιάχνει πετιμέζι, να γυαλίζει τα μπακίρια…, να πλένει πιάτα και κατσαρόλες και να τα ξεβγάζει δεκάξι φορές… Όμως κανείς δεν την έβλεπε τα βράδια να τρίβει με το σφουγγάρι μανιασμένη το σώμα της μέχρι να κοκκινίσει, να πέφτει κρύα σαν πεθαμένη στο δάπεδο και να γρονθοκοπά τα πλακάκια, να την πνίγει το άδικο, γιατί η ζωή τής πήρε, δεν της έδωσε τίποτα,… να χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο, να μουρμουρίζει σαν προσευχή ονόματα αντρικά, να…».

  Στις δύο πρώτες ενότητες τα θέματα τής συγγραφέως, οι σπαταλημένες ζωές που σπαταλήθηκαν στον βωμό της επιβίωσης, τα όνειρα, οι ανεκπλήρωτες έρωτες, οι ανθρώπινες σχέσεις, της «υποταγής» στα κοινωνικά στερεότυπα, ενώ εμπλέκεται τεχνηέντως ακόμα και διακείμενο. Στο διήγημα με τίτλο «Τα τρελά νερά», ο Γ. Σκαρίμπας, ως παππούς συγγραφέας, αλληλεπιδρά με τους χαρακτήρες, […] «Τους λέει αν ξανάρθουν στα τρελά νερά, να ψάξουν και πάλι για να τον βρουν. “Οι πάντες με ξέρουν. αν και ξενομερίτης. είμαι Χαλκιδαιότερος όλων των Χαλκιδαίων.”»,  καθώς η αφήγηση αλλάζει οπτική γωνία μ’ έναν ευρηματικό τρόπο, όπου βασικό χαρακτηριστικό της είναι η απεύθυνση και η συνομιλία με τον αναγνώστη. […] «Δείτε την. Κουνάει πάνω κάτω το πόδι της και πού και πού αγγίζει ανεπαίσθητα με το χέρι της το μανίκι του πατέρα της…«Δείτε τους. Ο ήλιος χτυπάει πλάγια στη τζαμαρία…».

 Στην τρίτη ενότητα η αφήγηση, καθώς εγκαταλείπει τη μικρή κωμόπολη και μεταφέρεται στο αστικό τοπίο της πρωτεύουσας, εστιάζει στο παρόν φωτίζοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα.  Ξεχωρίζει το διήγημα με τον τίτλο «Ελαφρότητα». Ο χαρακτήρας, αγνοημένος από τον κοινωνικό περίγυρο, εγκαταλείπει τα εγκόσμια μόνος, ξεχασμένος, ενώ οι σκιές σφραγίζουν άλλη μια φορά το απόσταγμα του αφηγηματικού σύμπαντος της Αλέκας Πλακονούρη: τη μοναξιά. Η Πλακονούρη, με όχημα την εσωτερική εστίαση, επανέρχεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση με το διήγημα «Αύριο». Ο χαρακτήρας της παραδίδεται σε έναν εσωτερικό μονόλογο αποδίδοντας την εσωτερική αγωνία που διακατέχει τον σύγχρονο άνθρωπο, […] « Ο γνώριμος φόβος θεριεύει μέσα μου πάλι, ανεβαίνει η στάθμη, δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει αέρας ν’ ανασάνω…».

Το κέντρο του αφηγηματικού σύμπαντος της Αλέκα Πλακονούρη είναι ο άνθρωπος. Τον αφηγείται με απέραντη τρυφερότητα ακόμα και όταν η γλώσσα της, αποκαλύπτει τις πιο κρυφές πτυχές της ύπαρξης, ακόμα και όταν η σκληρή πραγματικότητα τον ξεπερνά. Και η ζωή συνεχίζεται και ο Παππούς στο δέκατο πέμπτο διήγημα της συλλογής συνοψίζει την αφήγηση με ένα απόσταγμα:

[…] « “Ο άνθρωπος”, μουρμούρισε ο Παππούς.Ύστερα κούνησε το κεφάλι του και κλότσησε μια πετρούλα, που άρχισε να κυλά στον κατήφορο.»