Από τις ΑΩ εκδόσεις
Αρχές του 21ου αιώνα, ο Μάρκος δουλεύει περιπτεράς, νυχτερινή βάρδια, στην όλο και παρακμάζουσα πλατεία Oμονοίας, αλλά έχει και μια δεύτερη, κρυφή ιδιότητα: εκτελεί συμβόλαια θανάτου. Γνωρίζει μια νεαρή γυναίκα, προσηλωμένη στη θρησκεία, η οποία όμως έχει επίσης τη δική της, μυστική και πολυώνυμη ζωή.
«Σκοτεινό», πολυφωνικό μυθιστόρημα για μερικές ανομολόγητες πλευρές της ανθρώπινης ψυχοδομής, με απρόσμενο τέλος.
(απόσπασμα από τις σελ. 20 – 23)
Όταν ήταν στο χωριό του, στα είκοσι τέσσερα του χρόνια, αρραβωνιάστηκε μία κοπέλα που αγαπούσε από το Γυμνάσιο. Δύο μήνες μετά χάλασε ο αρραβώνας και αυτό δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Δεν ήθελε να την ξαναδεί μπροστά του κι έτσι παρακάλεσε τον αδελφό της μάνας του να τον πάρει στην Αθήνα, στη δουλειά. Ο θείος του με τα περίπτερα έκανε και εμπόριο μεταχειρισμένου βιβλίου. Δεν ήταν καθόλου άνθρωπος των γραμμάτων, ένας χωριάτης ήταν, μα αυτή η δουλειά του απέφερε πολλά και «μαύρα» λεφτά.
Στην Αθήνα υπάρχουν σπίτια που είναι ολόκληρες βιβλιοθήκες. Άνθρωποι μορφωμένοι που μια ζωή διάβαζαν και γέμισαν όλους τους τοίχους του σπιτιού τους με βιβλία. Αναζητούσαν τη γνώση στα βιβλία σε εποχή δεν υπήρχε ίντερνετ. Στην Ελλάδα τυπώνονταν χιλιάδες βιβλία κάθε χρόνο, υπήρχαν τα πάντα, ελληνικά και ξένα, ενίοτε και σε πολύ καλές μεταφράσεις. Άλλαξαν όμως οι καιροί και όταν οι κάτοχοι αυτών των βιβλιοθηκών γέρασαν και άρχισαν σιγά σιγά να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο, τα σαΐνια –οι κληρονόμοι τους– παιδιά και ανίψια, θέλοντας να πουλήσουν ή να νοικιάσουν τα διαμερίσματα των προγόνων τους, άρχισαν να πουλάνε σε γελοίες τιμές ή και να πετάνε στα σκουπίδια πραγματικούς θησαυρούς. Έτσι ο θείος του Μάρκου εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και κάθε τόσο γέμιζε το φορτηγάκι του βιβλία που προωθούσε προς πώληση στα περίπτερά του και γινόντουσαν ανάρπαστα.
Τα βιβλία αυτά τα αγόραζαν κυρίως νέοι άνθρωποι που αποτελούσαν την επόμενη γενιά των ψαγμένων βιβλιόφιλων, που μετέτρεπαν σιγά σιγά και αυτοί τα σπίτια τους σε βιβλιοθήκες. Αυτοί οι νέοι ως επί το πλείστον
ήταν άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει σε σπίτια χωρίς καθόλου βιβλία. Αυτό δηλώνει ότι η μόρφωση σε αυτή την χώρα βρίσκεται σε ασυνέχεια, όπως συμβαίνει με ολόκληρη την Ελλάδα που απαρτίζεται από αδιάκοπες ασυνέχειες από όπου και αν την δεις. Αυτό είναι ίσως το πιο βασικό χαρακτηριστικό της παρακμής της. Κάπως έτσι, όμως, ο Μάρκος βρέθηκε να έχει πρόσβαση σε απίθανα βιβλία και το διάβασμα έγινε η αγαπημένη του συνήθεια, παρόλο που δεν τα κρατούσε ποτέ για τον εαυτό του, ενώ θα μπορούσε.
Εφτά χρόνια στην Αθήνα ο Μάρκος και είχε κάνει μόνο ένα φίλο, τον Νικολάϊ, έναν εξηνταπεντάχρονο Ρώσο που όλοι πίστευαν πως είναι νταβατζής. Τα βράδια περνούσαν πολλές ώρες μαζί και μιλούσαν για τα πάντα. Ο θείος του δεν ανησυχούσε, γιατί γνώριζε τον Νικολάι και ήξερε πόσο καλός άνθρωπος ήταν. Δύο φορές είχε σώσει το περίπτερο από ληστεία, και ό,τι χάρη τού ζητούσαν την έκανε αμέσως. Πολλές φορές ο Μάρκος του έφερνε ταπεράκι με φαγητό από το σπίτι και ο Νικολάι το δεχόταν με πολλή ευχαρίστηση. Καθόταν σε ένα σκαμπό πίσω από το περίπτερο και το έτρωγε. Μετά του έλεγε ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, το χωριό που μεγάλωσε στην Σιβηρία. Ήταν από το Ποκρόφσκογε, το χωριό του Ρασπούτιν, και ισχυριζόταν πως ήταν αδελφός της προγιαγιάς του και ούτε λίγο ούτε πολύ τον θεωρούσε άγιο.
Αυτή ήταν η σχέση τους, όπως θα μπορούσε κάποιος να δει αν παρατηρούσε την καθημερινότητά τους. Όμως η πραγματικότητα, ήταν πολύ διαφορετική.
*
Ο Ζαχαρίας Στουφής γεννήθηκε το 1974 στη Ζάκυνθο. Σαν προέκταση του συγγραφικού του έργου, αναζητεί τον θάνατο στη λαογραφία, τη φιλολογία, την ιστορία και την σύγχρονη κοινωνία του νησιού του. Έχει στήσει θεατρικές παραστάσεις και performance που βασίστηκαν στο έργο του, ενώ κείμενά του, έχουν δραματοποιηθεί και από άλλους καλλιτέχνες. Από το 1995 που εμφανίσθηκε στα γράμματα, ζει και εργάζεται στην Αττική και έχουν εκδοθεί έως τώρα, είκοσι βιβλία του.
Η τελευταία του ποιητική συλλογή, Όταν ήμουν παιδί έσφαζαν τα ζώα μπροστά μου, ήταν υποψήφια το 2021, για το κρατικό βραβείο ποίησης.
❀
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.