Ειρήνη Θυμιατζή, Μωβ παπαρούνες

Ξομπλιαστά χαλιά, υφασμένα από τη φύση, σε αποχρώσεις πράσινου και μωβ περνούν μπροστά από τα μάτια μου, καθώς πλησιάζω το λιόφυτο. Μια στάση να αγναντέψω το τοπίο από ψηλά. Σχεδόν αναλλοίωτο, όπως στις περιγραφές του παππού. Ασημένιοι ελαιώνες, κόκκινοι λοφίσκοι, λευκά καμπαναριά, και στο βάθος τα σπίτια δίπλα στην ακοίμητη θάλασσα…

«Αυτός ο παραθαλάσσιος τόπος μοιάζει με την πατρίδα που αφήσαμε. Αυτή με ακολουθεί…» έλεγε κάθε φορά που τον πηγαίναμε να δει το λιόφυτο. Τα μάτια του κοκκίνιζαν. Δάκρυα ανεξέλεγκτα κυλούσαν στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο. «Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πόσα μεροκάματα έχω κάνει σε αυτό το χωράφι, τι κοτρώνες έχω κουβαλήσει, για να το φέρω βόλτα. Είναι από τα ανταλλάξιμα». Τα τελευταία χρόνια αγωνιούσε πολύ. «Να το προσέχετε τούτο το λιόφυτο. Είναι ο κόπος μου», έλεγε και ξανάλεγε, για να μην σκεφτεί κανείς να το πουλήσει. «Τα δικά μας τα αφήσαμε στον κάμπο της Μαινεμένης».

Αφηγήσεις χαραγμένες στη μνήμη που δίνουν νόημα ύπαρξης. Ο πατέρας μου αρεσκόταν συχνά να ανατρέχει στο καταφύγιο της παιδικής του ηλικίας. «Όσο πιο πολλά καλαθάκια γεμίσετε, τόσο πιο πολλές καραμέλες θα σας φέρω από τη χώρα» έλεγε ο παππούς στα τέσσαρα αγόρια του, για να τα δελεάσει να τον βοηθήσουν στο μάζεμα του καρπού. Κι εκείνα κάθε φορά που γέμιζαν ένα καλάθι ελιές, τον τραβούσαν από το μπατζάκι, για να τους δώσει μερικές σταφίδες, ελιές κι ένα ξεροκόμματο ψωμί. Άλλες φορές πάλι ο παππούς, έσπερνε κρυφά λίγες καραμέλες στο χωράφι…

Στα πόδια μου τώρα δειλά κεφαλάκια από παπαρούνες κάτω από την προστασία γερασμένων κορμών. Φαντάζουν τεράστιοι μπροστά στα μικροσκοπικά μπουμπουκάκια. Εκείνα σαν να φοβούνται. Και ας τους προσφέρουν ίσκιο…

Σαν αργό σκηνικό από ταινία. Αμετακίνητα χωράφια που αλλάζουν χέρια στο πέρασμα των αιώνων, λαοί που σκύβουν το κεφάλι στους κατακτητές. Όλα φαντάζουν σαν «ιστορία» που πληγώνει. Τα χώματα των προγόνων, τα πτώματα των αμάχων που ξεψυχούν σε ξένη γη. Δαμόκλειος σπάθη η βίαιη εισβολή σε μια χώρα, η απειλή της ζωής χιλιάδων αθώων με κάθε ανθρωπιστική κρίση.

Παρατηρώ την αγριάδα, ρωμαλέα, να πνίγει τα νέα βλαστάρια…Με παρόμοιο τρόπο, η σστείρευτη δίψα των ισχυρών για εξουσία, καταστρέφει ό,τι βρεθεί στο διάβα της. Τρυφερά λουλούδια παλεύουν με τον άνεμο. Λυγίζουν. Τσακίζονται μέσα στους ακανθώδεις θάμνους, μα ξανανθίζουν. Οι άνθρωποι, όμως; Oταν ξεριζώνονται, κουβαλούν πληγές που παραμένουν αγιάτρευτες. Πάντα έτσι γινόταν. Η δύναμη της εξουσίας έβαζε στο περιθώριο γνώσεις και ηθική. Η πολιτική δεν έχει συναισθήματα. Γενιές γενεών με πικρές απώλειες, πόνο, θλίψη. Αμέτρητα, λάθη ηγετών με τίμημα χώρες, ψυχές. Φευγάτος ο νους ταξιδεύει στη Μικρασία, τον Πόντο, την Κύπρο. Φαύλος κύκλος η ιστορία. Σαν παιχνίδι η ζωή. Χρειάζεται αλλαγή, συναλλαγή, προσαρμογή.

Τι κρίμα! Άνθρωποι σκοτώνονται ακόμα. Πληθυσμοί ξεριζώνονται με βιαιότητα. Παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Χτυπά η καρδιά από φόβο μήπως ξεσηκωθούν σκιές και φαντάσματα από το παρελθόν. Βρυχάται το θηρίο του πολέμου. «Σα να μη διαφέρει και πολύ το 2022 από το 1922». Ταλαίπωροι λαοί υπό τη δίνη παράλογων στρατιωτικών επιχειρήσεων με όνειρο απέραντες αυτοκρατορίες. Ξεριζωμένοι άνθρωποι με μωρά, κατοικίδια και βαλίτσες στο χέρι. Αφήνουν πίσω συντρίμμια. Μόνη έγνοια η επιβίωση. Σε μεταγενέστερη φάση, η επιστροφή στις εστίες τους.

Σκύβω να κόψω μωβ παπαρούνες. Μικρή ψευδαίσθηση κυριαρχίας. Το χρώμα τους πλημμυρίζει ανεξέλεγκτα την ψυχή μου. Το μικρό παιδί μέσα μου ακούει την κραυγή τους. «Δεν μας λυπάσαι;»

*

©Ειρήνη Θυμιατζή 2.3.2022