Ζωή Κατσιαμπούρα, Έτσι κι αλλιώς ιερό

Απόβροχο με ήλιο λαμπρό. Στην αρχαία ακρόπολη του νότιου νησιού, Σάββατο πρωί, περιπατητές χάζευαν τις ανασκαφές, περίοικοι συνόδευαν τα σκυλιά τους, παιδιά με ποδήλατα έκαναν απόπειρες να απομακρυνθούν από τους γονείς τους που ανησυχούσαν, ζευγαράκια απολάμβαναν την ευδία και τα αισθήματά τους. Η φύση ήδη αψηφούσε τον Φεβρουάριο του ημερολογίου και γιόρταζε με τις ανεμώνες της, τις μαργαρίτες και τις θεριεμένες μολόχες.

Η επιγραφή «Υπόγεια νυμφαία» ονόμαζε ανοιχτούς, ξέσκεπους (τώρα πια), λαξευμένους στον βράχο υπόγειους χώρους, μονόχωρους, τρίχωρους, προσβατούς είτε από σκάλες είτε από διαδρόμους στον κατήφορο, κάτι σαν τους διαδρόμους των μυκηναϊκών τάφων. Κλειδωμένη η πρόσβαση, εννοείται. Χαρά της εξερεύνησης και των ματιών, αλλά χωρίς εξήγηση, χωρίς καμιά σύσταση. Δεν την πείραξε και πολύ, το έχει ήδη πάρει από καιρό απόφαση. Τόσα αρχαία έχει η Ελλάδα, δεν μπορούν όλα να είναι όπως τα θέλει, προσεγμένα και καθαρά και εξηγημένα. Τούτες οι βαθιές στέρνες, με τον θεριεμένο κισσό στα πλάγια και με τις ανεμώνες ξεφυτρωμένες στον βράχο του δαπέδου, την κατασυγκίνησαν, την τάραξαν. «Νυμφαία»! Να λατρεύονται κάτω από τη γη τα θηλυκά πλάσματα του νερού, των πηγών, αυτά που δίνουν στην επιφάνειά της ό,τι χορτάρι και φαγώσιμο και λουλούδι και δροσιά! Ε, ναι, υπόγειο! Πού αλλού θα ήταν ο τόπος τους, σε τούτο τον βράχο, που σε καναδυό μήνες θα ’χει μείνει με ξερόχορτα μόνο, κίτρινος και φρυγμένος; Τι αρχέτυπο! Τι σοφία! Τι λύση για παρηγοριά! Μέσα στην ξεραΐλα του καλοκαιριού οι νύμφες θα είναι εκεί, στις δροσερές υπόγειες «σπηλιές τους» να υπόσχονται πως θα ξαναέρθει η βροχή και το νερό και η πρασινάδα.

Θαυμάζοντας την ανθρώπινη επινοητικότητα, «ως χαρίεν άνθρωπος», συνέχισαν την περιδιάβαση. Ένας ασβεστωμένος βράχος δίπλα στον δρόμο έγραφε «Άγιος Νικόλαος», είχε και μια σημαία. Πίσω κομμένος απότομα, αλλά αρκετά κάτω καρέκλες πλαστικές στοιχημένες και γλάστρες. Αχά! Ένας καφές θα ήταν το τέλειο! Λίγο πιο κει ένα σιδερένιο πρόχειρο κάγκελο μαρτυρούσε σκάλα και την κατέβηκαν. Δεν ήταν καφέ. Οι καρέκλες παρατάσσονταν αραιές λόγω κόβιντ στην αυλίτσα μιας σπηλιάς, την ολοστόλιστη με εικόνες μεγάλες, μικρές, πρόχειρες, επιμεταλλωμένες, λογής λογής. Σπηλιά που χωρούσε το παγκάρι, τις συρμάτινες απλώστρες των αφιερωμάτων (εκείνα τα μεταλλικά χέρια, πόδια, μάτια, αλλά και ρούχα, μπλουζάκια, σκουφιά…)και ένα ακόμα πλήθος εικόνων, και του μακαριστού Χριστόδουλου μεταξύ άλλων. Δυο τρεις καρέκλες, προσκυνητάρι με τον ΑϊΝικόλα, τον προστάτη στα ταξίδια του νερού, και τεντωμένο ψηλά στο ταβάνι ένα σύρμα με μια δεκαριά καντήλες, καλές καντήλες μεταλλικές, όχι τα πρόχειρα σπιτικά καντήλια. Τάματα, λοιπόν, και χρέη!

Βγήκαν από το «ναΰδριο» για να μπει μια κοπέλα με ένα παιδάκι, που σταυροκοπιόντουσαν ήδη απέξω. Πίσω από τις γλάστρες βγήκε ένας άντρας, χωρικός, και τους μίλησε, σαν να συνέχιζε μια κουβέντα,

‒75 χρόνια! Προ 75 χρόνια έχει που βρήκαν τον ΑϊΝικόλα και η αρχαιολογία λέει δεν είναι τίποτα! Ποια από αυτές ήταν γεννημένη προ 75 χρόνια; Πού το ξέρουν αυτές αυτό το πράγμα;

‒Ποιο πράγμα;

‒Η γιαγιά μου ονειρευόταν εδώ στη σπηλιά που κοιμόταν, είχε το μαντρί με τα πρόβατα δίπλα, τον ΑϊΝικόλα και τον έβλεπε κιόλας στον τοίχο να φαίνεται. Τον έδειχνε, τον είδαν κι άλλοι, κι ο παππούς κι η μάννα μου. Και σιγά σιγά προσκυνούσαν οι άνθρωποι το θαύμα. Κοίτα πόσα καντήλια. Ξέρεις πόσοι γιατρεύτηκαν; Κι αυτές λένε δεν είναι τίποτα…

Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Κούνησαν το κεφάλι. Πήρε από μια θήκη στον κορμό του μεγάλου δέντρου που σκίαζε τον χώρο ένα δισέλιδο κακοτυπωμένο, σαν να είχε βγει από εκείνους τους αδιανόητους, τους μακαρίτες πολύγραφους. Μια ενδοεκκλησιαστική έριδα. Κάποιος ιερωμένος διαμαρτύρεται γιατί το προσκύνημα το έδωσε ο δεσπότης σε άλλη ενορία. Α, ναι, το παγκάρι…

Και τώρα, ο κοινός εχθρός , η αρχαιολογία που το θεωρεί νυμφαίο, αυτές που ούτε γεννημένες δεν ήταν όταν έγινε το θαύμα…

Ανεβαίνοντας τη σκάλα βρήκαν να περιμένουν τη σειρά τους οικογένεια ολόκληρη, με παιδιά και γιαγιά και μια γλάστρα. Δίπλα, στα νυμφαία, κανείς και τώρα όπως και πριν. Οι άνθρωποι ζητάνε τη βοήθεια από τους θαυματοποιούς της εκάστοτε θρησκείας. Τους ζήλεψε, όπως πολλές φορές ως τώρα. Γιατί, όπως και πολλοί άλλοι, περιμένει το «θαύμα» από την επιστημονική κοινότητα που αργεί, διαφωνεί, ανακαλύπτει κι όταν γίνει ό,τι προσμένει δεν είναι θαύμα πια. Άσε που με την ιατρική πρόοδο πιο πολύ φοβάται τους κινδύνους που ελλοχεύουν.

Πήγε πάλι ως το Νυμφαίο το ταπετσαρισμένο με τον κισσό, να το φωτογραφίσει από μια καλή γωνία, τουλάχιστον να την παρηγορεί η ομορφιά του, αφού δεν μπορεί τίποτα σωτήριο να ονειρευτεί.

*

©Ζωή Κατσιαμπούρα

φωτο: Στράτος Φουντούλης