Αυτός που ήταν έξω από το φορτηγό, ψου ψου ψου με τον οδηγό, και συμπλήρωνε τα έγγραφα του δρομολογίου ήταν κάτι σαν υπεύθυνος. Φαινόταν, που φορούσε πουκάμισο και τζιν παντελόνι. Και μάλιστα το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι. Λεγόταν Τζορτζ. Όχι πως κατείχε κάποια ιδιαίτερη θέση στην εταιρεία βέβαια⸱ απλά δούλευε χρόνια σαν εργάτης και με το συγκαταβατικό του πρόσωπο και το πέρας των χρόνων, τον έκαναν επιβλέποντα σε δυο τρεις αποθήκες. Η εταιρεία ειδικευόταν στην επεξεργασία και γενική εμπορία καπνού.
Όταν τελείωσε με τα χαρτιά ο Τζορτζ προχώρησε στο πίσω μέρος και από τις ανοιχτές πόρτες του φορτηγού-κοντέινερ κοίταξε στο βάθος, σαν χειρούργος που επιθεωρεί τα ανοιχτά σπλάχνα κάποιου ασθενούς. Τα παιδιά που φόρτωναν, τοποθετούσαν την τελευταία στοίβα. «Σαμ, μόλις τελειώσεις θα βοηθήσετε τον Φλιν με τα φάρμακα στην Γ; Ίσα να σκεπάσει, πέντε δέκα λεπτά…» είπε. Ο Σαμ έπιασε ένα δεμάτι καπνό που έπρεπε να πάει όγδοο ψηλά στη ντάνα και τον κοίταξε με βλέμμα αγριωπό⸱ τόσο που για μια στιγμή ο Τζορτζ φοβήθηκε ότι θα του το πετάξει στη μούρη και είχε πάρει ένα αγελαδίσιο ύφος με την μισή κόρη του ματιού κρυμμένη και σάλια να γυαλίζουν στις άκρες των χειλιών του. Ο Σαμ πέταξε το εικοσάκιλο δεμάτι ψηλά, στη θέση του κι έπειτα το χτύπησε μια-δυο με την παλάμη του σαν να χτυπά τη ράχη του αλόγου. Το κοντέινερ είχε φορτωθεί και το αμάξι μπορούσε να ξεκινήσει. Το οχτάωρό του είχε μόλις παρέλθει, είχαν περάσει και μερικά λεπτά. Ο Σαμ ήταν παλιός μπορεί και πιο παλιός απ’ τον Τζορτζ. Στην ηλικία ήταν σίγουρα πιο μεγάλος. Ήταν εξήντα μα γεροδεμένος, ψηλός και μουστακαλής σε στιλ παλιού μηχανόβιου.
«Τι μαλακίες είναι τώρα αυτές;» είπε στον Τζορτζ με ένα πιο ήπιο ύφος. «Έλα ρε μαλάκα, δέκα λεπτά είναι. Να δουν και τα παιδιά…» απάντησε εκείνος με φωνή βαριεστημένα παρακαλετική. Τα παιδιά ήταν οι άλλοι δύο στοιβαδόροι, δυο νεαροί καινούργιοι που θα πήγαιναν ούτως ή άλλως. Μα του Σαμ δεν του άρεσαν στην ηλικία του τέτοια έξτρα δεκαλεπτάκια. Πήρε τους δύο νεαρούς και κατευθύνθηκαν προς την αποθήκη Γ. Πήραν και τις τσάντες τους στον ώμο, θα σχολούσαν από κεί.
Ο Φλιν ήταν ο γεωπόνος της εταιρείας. Θα απεντόμωνε τον χώρο της αποθήκης Γ και θα αποπαρασίτωνε τα καπνά ελευθερώνοντας αέρια φωσφίνης. Έπειτα η μονάδα θα σφραγιζόταν για δυο-τρεις μέρες και μετά θα άνοιγαν διάπλατα τις μεγάλες πόρτες και θα την αερίζαν για άλλες τόσες, ώσπου να φύγουν τα δηλητήρια και να ξεσκεπάσουν τα καπνά. Οι τρεις εργάτες θα τον βοηθούσαν τώρα να σκεπάσει με μακριά πλαστικά νάιλον τις ντάνες με τα δεμάτια, τετραγωνισμένες σαν αγροτεμάχια στην αχανή αποθήκη. Όταν είδε τον Σαμ να πλησιάζει με τους δύο πιτσιρίκους, του έκανε πλάκα: Σ’ εσένα έπεσε ο κλήρος; έκανε χαριτολογώντας. Γνωριζόντουσαν από χρόνια. Ο Φλιν ο γεωπόνος είχε κι αυτός καμιά δεκαετία στην εταιρεία. Ο Σαμ έριξε μερικά ακόμα μπινελίκια στον αέρα σαν ριπές. Ύστερα έπιασαν όλοι μαζί κάτι τεράστια νάιλον που πήγαιναν απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη την αποθήκη και τα τραβούσαν από τις γωνίες κατά κάτω, σκεπάζοντας τις στοίβες των καπνών. Στο έδαφος έκλειναν με χαρτοταινία.
Ο Τζορτζ κλείδωσε την αποθήκη Α από την οποία είχαν, μόλις, φορτώσει, τσέκαρε άλλη μία φορά την Β και προχώρησε στο μεγάλο προαύλιο προς την έξοδο. Ήταν εννιά παρά τέταρτο και προμηνυόταν ένα ζεστό βράδυ. Ιούνιος μήνας. Άφησε τα χαρτιά της βάρδιας στο σπιτάκι του φύλακα, μπήκε στο αυτοκίνητό του και περίμενε. Κανονικά, έπρεπε να είναι ο τελευταίος που φεύγει από κει μέσα. Έπρεπε να περιμένει τον φύλακα που έρχεται λίγο πριν νυχτώσει και μετά μπορούσε να φύγει. Κανένα δεκάλεπτο το πολύ. Έξω απ’ την περίφραξη, μπροστά στο πάρκινγκ, τα φανάρια του δρόμου είχαν, μόλις, ανάψει. Ο Τζόρτζ έκανε ένα τσιγάρο στα γρήγορα και πριν έρθει ο φύλακας έβαλε μπρος και έφυγε. Μετά από τόσα χρόνια τα ίδια και τα ίδια δεν χρειαζόταν και τόση τυπικότητα κάθε μέρα. Ο Φλιν τα ήξερε τα κατατόπια. Ήταν κι ο Σαμ. Θα έκαναν τη δουλειά τους, θα κλείδωναν την αποθήκη με το λουκέτο και θα έφευγαν. Στην έσχατη περίπτωση, ο Σαμουήλ ο νυχτοφύλακας θα έκανε οπωσδήποτε ένα τσεκ τις αποθήκες.
Στην Γ η δουλειά με το σκέπασμα τους πήρε ένα τέταρτο. Ο Φλιν ευχαρίστησε τον Σαμ και τα παιδιά. Ο Σαμ ρώτησε αν ήθελε να περιμένουν έξω ώστε να φύγουν όλοι μαζί. Ο Φλιν είπε ότι δεν χρειάζεται και ζήτησε μόνο να τραβήξουν τις τεράστιες βαριές σιδερόπορτες βγαίνοντας, και να αφήσουν ένα μικρό κενό για να βγει ο ίδιος. Έτσι κι έγινε. Κύλησαν τις πόρτες πάνω στις ράγες τους κι άφησαν μόνο μια λωρίδα απ’ όπου έβλεπες πως το φως έξω είχε λιγοστέψει και λιγόστευε ολοένα ανά λίγα δευτερόλεπτα. Ο Σαμ καβάλησε το μηχανάκι του και έφυγε, πήγαινε ως το διπλανό χωριό. Οι νεαροί μπήκαν στο αυτοκίνητο και τράβηξαν για την πόλη. Απλώθηκε ησυχία. Ο απόηχος κάθε αυτοκινήτου που περνούσε, το ακολουθούσε για ώρα στη μεγάλη ευθεία μπροστά από τα καπνομάγαζα. Λίγο αργότερα ακούστηκε το αυτοκίνητο του Σαμουήλ, του φύλακα. Μπήκε στο πάρκινγκ και έσβησε. Ο Φλιν φορούσε την χημική του μάσκα και άνοιγε τα μικρά ασημοπράσινα σακουλάκια που είχε τοποθετήσει ολόγυρα στο κτίριο και σε κάθε γωνιά της αποθήκης. Τα σακουλάκια περιείχαν μια μάζα που απελευθέρωνε φωσφίνη. Το αέριο θα σκότωνε οτιδήποτε εκεί μέσα, γάτα, ποντίκι, έντομο και, κυρίως, μικρή ποσότητά του θα διαπερνούσε τα πλαστικά νάιλον και θα σκότωνε κάθε παράσιτο από τα φύλλα του καπνού. Όταν οι εργάτες θα τα ξανάνοιγαν για εκ νέου επεξεργασία, οι ψείρες θα ’πεφταν με τις χούφτες μέσα από τα παστάλια.
Ο Σαμουήλ βγήκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το σπιτάκι του φύλακα. Κουβαλούσε σε ένα τάπερ μπάμιες με κρέας που είχε φτιάξει στο σπίτι του, μια σοκολάτα και ένα μεγάλο θερμός με καφέ. Ήταν στα πρόθυρα της σύνταξης και δούλευε στην εταιρεία περίπου δύο χρόνια. Παρότι οι περισσότεροι εργάτες και κατώτεροι υπάλληλοι της εταιρείας ήταν παλιοί, και αυτό ήταν μια γενικότερη πολιτική της εταιρείας που επιζητούσε μια πιο μόνιμη σύνδεση με τους εργαζομένους της, η θέση του φύλακα δεν ήταν ποτέ σταθερή. Τα τελευταία δέκα χρόνια ο Σαμουήλ ήταν ο τρίτος φύλακας αποθηκών που προσλάμβανε η SOUTH DAKOTA TOBACCOS.
Άφησε τα πράγματά του πάνω στο γραφείο και είδε τον Φλιν να στέκεται στο κατώφλι της αποθήκης Γ. Έρχεσαι λίγο Σάμιουελ; του φώναξε εκείνος. Ο Σαμουήλ πλησίασε και στάθηκε πλάι του μπροστά στο άνοιγμα που έκαναν οι πόρτες. Ο Φλιν είχε βγάλει τη μάσκα του και την κρατούσε στο χέρι. «Μπορείς να κάνεις ένα δυο μέτρα μέσα και να μου πεις;» τον ρώτησε. Ο Σαμουήλ τον κοίταξε διστακτικά. Ο Σαμουήλ ήταν μια ταλαιπωρημένη περίπτωση. Είχε χάσει τον μοναχογιό του από ναρκωτικά και είχε χωρίσει μεγάλος, μετά τα πενήντα πέντε, και τώρα που βρισκόταν προ της σύνταξης έμοιαζε ένας γέρος μόνος. Ήταν δηλαδή η τέλεια περίπτωση, κανείς δεν θα ούρλιαζε για πάρτη του μέσα στα αστυνομικά τμήματα. Μόλις πλησίασε τον γκρεμό, μόλις έχωσε δηλαδή διστακτικά, στο πλάι, το σώμα του ανάμεσα στις σιδερόπορτες, ο Φλιν του πάτησε μια σπρωξιά και έκλεισε αστραπιαία τις πόρτες σφραγίζοντας και το λουκέτο που κρεμόταν έτοιμο. Δεν ακούστηκε σχεδόν τίποτα. Η γενικότερη έκταση –το χωράφι των αποθηκών– ήταν αχανής, ενώ μπροστά της περνούσε μια μεγάλη ευθεία, τουλάχιστον ενός χιλιομέτρου, όπου οι οδηγοί συνήθως γκάζωναν. Οι γροθιές του Σαμουήλ πάνω στην σιδερόπορτα και οι στριγγλιές του ήταν σύντομες. Ο Φλιν υπολόγιζε πως με την ποσότητα φωσφίνης που υπήρχε στην αποθήκη, μια έκθεση τριάντα δευτερολέπτων θα αρκούσε. Πήγε ως το σπιτάκι και πήρε τα κλειδιά του φύλακα. Γύρισε, φόρεσε τη μάσκα και άνοιξε μετά από δύο λεπτά αντικρίζοντας τον Σαμουήλ ανάσκελα μπροστά στη πόρτα. Τον έπιασε και τον έσυρε πέντε έξι μέτρα πιο μέσα. Ανάμεσα στις πρώτες ντάνες των καπνών που έμοιαζαν τώρα με τετράγωνα θερμοκήπια. Βγήκε, άφησε την πόρτα ελάχιστα ανοιχτή, όπως την είχε αφήσει ο Σαμ, και έβαλε το κλειδί του φύλακα πάνω στο λουκέτο.
Η θέση του νυχτοφύλακα στην SOUTH DAKOTA TOBACCOS ήταν και πάλι ανοιχτή και πρόσφερε δυόμιση χιλιάδες δολάρια τον μήνα.
*
©Θανάσης Κούρτης
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.