Δημήτρης Σ. Δημηρούλης, Η Ανάγνωση του Ροΐδη, Ο Συγγραφέας ως Εξαίρεση [απόσπασμα]

Δημήτρης Σ. Δημηρούλης, Η Ανάγνωση του Ροΐδη, Ο Συγγραφέας ως Εξαίρεση. Εκδόσεις Gutenberg

1.

H σχέση του Ροΐδη με τα βιβλία, τις βιβλιοθήκες και την ανάγνωση είναι τρόπον τινά «ερωτική». Στη γραφή του εκβάλλει η «ηδονή» της εξάρτησής του από τον τυπωμένο λόγο, ενώ, παράλληλα, αναδεικνύεται μια εντυπωσιακή σοφιστική δεξιοσύνη που θα μπορούσε κανείς να την εκλάβει για υποκατάστατο άλλων ισχυρών ενορμήσεων. Σε όλη τη διάρκεια του βίου του αυτό που παραμένει αμετακίνητο είναι η περιπέτεια της ανάγνωσης, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά δίδυμη αδελφή της γραφής. Η ανάγνωση για τον Ροΐδη δεν είναι απλό διάβασμα αλλά ο μόνος τρόπος να κατανοεί τη γλώσσα του πραγματικού. Γι’ αυτό δεν μπορεί να γράψει χωρίς τα «δεκανίκια»[1] ενός σύμπαντος γεμάτου τυπωμένες σελίδες.

Σπάνια νεοέλληνας συγγραφέας ανέπτυξε με τέτοια υφολογική πανδαισία την ανάγνωση και το σκηνικό της ως περιεχόμενο της γραφής. Στον κόσμο του Ροΐδη δεν υπάρχουν η φύση ως ορίζοντας και η αυθορμησία ως κίνητρο, όπως δεν υπάρχουν ο συμβιβασμός και η κολακεία ως κοινωνικές συμπεριφορές. Η στάση του βασίζεται στη λογική της μαχητικής δυσπιστίας από την οποία εξαρτώνται τόσο η ρητορική του επιχειρήματος όσο και η κομψοέπεια της γραφής. Ως καλός μαθητής του Στερν και του Σουίφτ, αναπτύσσει μια πρώιμη αντίληψη, με την αντίστοιχη θεωρητική επένδυση, ότι δεν υπάρχει τίποτε εκτός του κειμένου. Υπό την έννοια ότι το κείμενο συνιστά συστατική εκδοχή του πραγματικού.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι φιλισταίοι του πνεύματος απεχθάνονται τον Ροΐδη. Ο λόγος είναι απλός: στο πρόσωπό του βλέπουν τον ασυμβίβαστο σαρκαστή που συνεχίζει από το μακρινό παρελθόν να τους θυμίζει ότι η γραφή είναι δίκοπο μαχαίρι και έχει συνέπειες. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι σκηνοθέτες του μελοδράματος με πρωταγωνίστρια την «ελληνική ταυτότητα» δεν αντέχουν τον Ροΐδη, αφού δεν μπορούν να τον χωρέσουν στους ιδεολογημένους οικτιρμούς τους. Είναι πολύ ψυχρός, αφόρητα ορθολογιστής, αδιανόητα επικριτικός για να ταιριάξει με τη συναισθηματική φόρτιση που συνοδεύει την ανάγκη για εξιδανικεύσεις στο πεδίο της συλλογικής μυθολογίας.

 2.

Ο Ροΐδης δεν είναι «Έλληνας του εξωτερικού» ούτε «εξευρωπαϊσμένος Έλληνας»,[2] αλλά εξόριστος στην ίδια του τη χώρα. Και δεν υπάρχει πιο δύσκολος και ψυχοφθόρος τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς το ζήτημα της καταγωγής. Ο Ροΐδης δεν απαρνείται την πατρίδα του, αρνείται την κοινωνία που έχει μπροστά του. Νιώθει ξένος με αυτό που βλέπει να γίνεται η Ελλάδα ως κρατική υπόσταση. Ο συγγραφικός του βίος θυμίζει πάντα το τεράστιο κόστος να διεκδικεί κανείς το δικαίωμα να είναι τόσο βαθιά ελληνικός με τέτοιον φαινομενικά μη ελληνικό τρόπο.

Αυτό σημαίνει να μην αποδέχεσαι, ως φυσικά φαινόμενα ή αυτονόητα δεδομένα, τους θεσμικούς προσδιορισμούς και τις επικρατούσες τάσεις. Ο Ροΐδης ενοχλεί, ακόμη και σήμερα, γιατί αρνείται να συμβιβαστεί με τις αγκυλώσεις της ελληνικής κοινωνίας ή να ενδώσει σε κατεστημένες προσδοκίες. Εξακολουθεί να προσφέρει, για εκείνους που διεκδικούν μιαν άλλη, ανύπαρκτη, Ελλάδα, το καλύτερο παράδειγμα: να κρατάς πάντα τον καθρέφτη της αυτοεξέτασης μπροστά σου και να καλλιεργείς τον κήπο της αυτογνωσίας για να μην υποκύψεις στα είδωλα του πτωχαλαζονικού αυτοθαυμασμού.

Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εγχώριοι διαχειριστές της εξουσίας του πνεύματος επιφυλάσσουν στους ενοχλητικούς υπονομευτές το κραυγαλέο ανάθεμα του κυνικού ανθέλληνα ή την υποχθόνια επίκριση του αλαζόνα ευφυολόγου. Οι υπονομευτές αυτοί θεωρούνται παρείσακτοι που αναστατώνουν τους καθιερωμένους τιμαριούχους και επισύρουν την οργή των εγχώριων σατραπειών. Και όμως: αν υπήρχε ελπίδα για συγκροτημένη ευρωπαϊκή πορεία της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα στο πεδίο της πολιτισμικής ανάπτυξης, αυτή την πρόσφεραν κριτικοί αντιρρησίες όπως ο δύστροπος και οξύχολος συγγραφέας της Πάπισσας.

 3.

Ο Ροΐδης δεν διαβάζει βιβλία ούτε κλείνεται στον αντισηπτικό χώρο του σπουδαστηρίου για να αποσυρθεί από τα κοινά. Αντίθετα, χρησιμοποιεί τη γνώση του για να κρίνει ως σκεπτόμενος πολίτης το κοινωνικό παρόν που συμπεριλαμβάνει πρωτίστως τον θεσμικό χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, χωρίς να αδιαφορεί για την τρέχουσα πολιτική και τις συμπεριφορές της εξουσίας που επιβιώνουν έως σήμερα στο νεοελληνικό κράτος. Στο πεδίο αυτό διοχετεύει το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής, κριτικής και διανοητικής του εργασίας. Το κείμενο που διαβάζει συστηματικά και με πάθος είναι η ίδια η ελληνική πραγματικότητα. Σπάνια συγγραφέας πήρε την απόφαση να συνδυάσει τη σταδιοδρομία του, δηλαδή τη σχέση του με τη γραφή, κάνοντας ένα τέτοιο επικίνδυνο μακροβούτι, στα τεκταινόμενα της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα

Μολονότι συχνά αναγνωρίζει το ανέφικτο της μεταβολής κατεστημένων νοοτροπιών και εμπεδωμένων συμπεριφορών, τοποθετείται απέναντι στην πολιτική κακοδαιμονία και στην κοινωνική παρακμή της εποχής με τρόπο επίμονα αντιρρητικό. Γίνεται ως εκ τούτου δραστήριος και επινοηματικός αναγνώστης. Δεν διαβάζει για να κρυφτεί στη φωλιά του αλλά για να βγει στον δημόσιο χώρο. Η ανάγνωση, μαζί με άλλες επεξεργασμένες επιφυλάξεις, τον εμποδίζει να προσχωρήσει στους αφελείς της γραφής, όπως άλλοι σύγχρονοί του. Εδώ έγκειται το παράδοξο: ο μοναχός της ανάγνωσης, ο έγκλειστος της βιβλιοθήκης, διεκδικεί το δικαίωμα της εμφάνισης στην καθημερινότητα, δηλαδή στο πεδίο του πολιτικού.

Οπότε η αντίδραση έρχεται από όλες τις εστίες του κατεστημένου: πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, ιερωμένοι, δικαστικοί, διανοούμενοι και άλλοι, παντοίας φύσεως και παντοίων καθηκόντων, νομείς της νεοελληνικής ασυναρτησίας, τον αποκηρύσσουν, συχνά με γελοίες προφάσεις. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση: ο Ροΐδης δεν είναι επαναστάτης της πολιτικής, είναι ένας αντισυμβατικός γραφιάς, ένας απρόβλεπτος ταραξίας-διανοητής.

 4.

Επιστροφή στον Ροΐδη είναι σαν επίσκεψη στην περίφημη σοφίτα του Μπένγιαμιν. Εκεί που έχει αποτεθεί το συλλογικό παρελθόν. Ψάχνει κανείς έναν τρόπο να κατανοήσει τον εαυτό του στον παρόντα χρόνο. Ανασκαλεύει παλιές ιστορίες και επιθεωρεί τα απομεινάρια της ιστορίας. Με ένα και μόνο σκοπό: να βρει τον δρόμο του στο σήμερα. Μια αληθινή επιστροφή στον Ροΐδη αιφνιδιάζει, γιατί όσα έχει αφήσει πίσω του μας συνδέουν ταυτόχρονα με το παρελθόν και με το παρόν. Δεν σημαίνει κάτι τέτοιο ότι το σχεδίασε ο ίδιος. Έτσι όμως το έφερε ο καιρός και η τύχη. Κανονικά θα έπρεπε να είχε ξεχαστεί, χαμένος στα κατάστιχα του 19ου αιώνα, όμως δεν σταμάτησε να επανέρχεται στην επικαιρότητα με διαφορετική κάθε φορά αμφίεση και απήχηση, παρά την κατά καιρούς καταδίκη του σε αφάνεια. Παραδόξως, από τη θέση του στον 19ο αιώνα, δεν μας συνδέει μόνο με τους προηγούμενους αιώνες αλλά και με ό,τι ήταν να έρθει· ακόμη περισσότερο: και με ό,τι έρχεται αυτή τη στιγμή ή είναι να έρθει.

Συχνά θυμίζει τον Μπόρχες, την τάση εκείνη ιδιαίτερα να γράφει κανείς πάνω σε άλλα κείμενα, να κατασκευάζει παραπλανητικά ίχνη, να δημιουργεί λαβυρίνθους παλίμψηστης γραφής, να χρησιμοποιεί την εγκυκλοπαιδική γνώση σαν χάρτη της φαντασίας, πάνω απ’ όλα: να ζει και να γράφει στο βασίλειο της βιβλιοθήκης, παρέα με την ατέρμονη ανάγνωση. Σε κάποιο διάδρομο αυτού του γραμμένου κόσμου ξεπροβάλλουν και οι φιγούρες του Καλβίνο και του Έκο. Περισσότερο όμως κάνουν αισθητή την παρουσία τους ο Καβάφης και ο Πεσσόα. Ο Καβάφης γιατί με τον δικό του μοναδικό τρόπο είναι ο ποιητής της βιβλιοθήκης, δηλαδή της ανάγνωσης, και ο Πεσσόα γιατί προτιμά τις μάσκες στη θέση της μονοκρατορίας του ενικού υποκειμένου.

Δεν πρόκειται για ομοιότητες ή συγγένειες αλλά για συσχετισμούς που τοποθετούν τον Ροΐδη σε εντελώς διαφορετική ιστορική προοπτική, προοπτική όμως που το ίδιο το έργο του είναι σαν να έχει προετοιμάσει τη δυνατότητά της. Ο Ροΐδης παραπλανεί σκόπιμα, όπως ο Μπόρχες, για να μας οδηγήσει στη γνώση, κρατά ειρωνική απόσταση από τη γραφή, όπως ο Καβάφης, για να αντισταθεί στον κυρίαρχο «λυρισμό», καταφεύγει σε κρυπτώνυμα (Σουρλής, Βαλσάμης, Θεοτούμπης και πολλά άλλα) σαν να θέλει να αποστασιοποιηθεί από το συγγραφικό υποκείμενο, συμπεριφορά που θυμίζει την επίμονη τακτική του Πεσσόα να κρύβεται πίσω από κατασκευασμένες συγγραφικές ταυτότητες με διαφορετικά ονόματα, τα γνωστά ετερώνυμά του.

 


[1] «Καθώς δεν ημπορώ να περιπατήσω χωρίς δεκανίκια, ούτω και χωρίς βιβλία αδύνατον μου είναι να συλλογισθώ», «Η Πάπισσα Ιωάννα και η ηθική. Επιστολαί ενός Αγρινιώτου», στο Η Πάπισσα Ιωάννα. Το αυθεντικό κείμενο του 1866 (εισαγωγή – επιμέλεια Δημήτρης Δημηρούλης), Μεταίχμιο, Αθήνα 2005, σ. 397.