Ποιήματα Ασημίνας Λαμπράκου, «Έως επτά» ―από τον Κώστα Π. Δάρμο

Ασημίνα Λαμπράκου, Έως επτά. Ιδιωτική έκδοση, 2022, 72 σελ.

56 μικρά ποιήματα, σχεδόν όλα μέχρι 7 στίχους, με την εξαίρεση εννιά από αυτά που είναι λίγο μεγαλύτερα. Αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, που γράφεται εδώ και 8 χρόνια, από την οποία αποσπάστηκαν και έφτιαξαν μια συλλογή «αφιερωμένη-στο σύνολό της-στον πατέρα», συνοδευμένη με πολλά σκίτσα της ποιήτριας, όπως δικό της είναι και το εξώφυλλο, όλα με ένα ευδιάκριτο προσωπικό στυλ.

Το μικρό αυτό σημείωμά μου αναφέρεται σε μερικά από αυτά, η επιλογή είναι άκρως υποκειμενική και σε καμία περίπτωση δεν διεκδικεί τον τίτλο της αντιπροσωπευτικής, άλλωστε πάντα οι προσωπικές επιλογές κινδυνεύουν να αδικούν το όλο έργο.

Από το πρώτο κιόλας ποίημα, «η σκιά του ανθρώπου», μια χρονικά μεταγενέστερη παραλλαγή του οποίου θα κλείσει τη συλλογή, θα κλείσει αντιλαμβάνεσαι πως πρόκειται για μια πολύ αισθαντική στιχοπλοκή, συχνά αινιγματική που φτιάχνει μια ατμόσφαιρα με εικόνες, συμβολισμούς και συναισθήματα, τροφοδοτώντας τη φαντασία του αναγνώστη με βάση τις δικές του σκέψεις και τα βιώματα.

Η σκιά του ανθρώπου, το εισαγωγικό ποίημα έρχεται κατ’ευθείαν από τη φύση με τα στοιχεία της, άνεμο και δένδρα, που παραπέμπουν στον άνθρωπο και στην αλληλεγγύη, όπως άλλωστε το λέει και ο τίτλος.

«Μη λυγίσεις
είπε το κυπαρίσσι
κι ευθύς έγινε πεύκο
να στηρίζει με τον κοντό κορμό του
τον πλάτανο από τους ανέμους
που ανέβαζε ο κάμπος».

Το ψηλό δέντρο αυτοθυσιάζεται, συρρικνώνοντας το ύψος του, για να στηρίξει ένα άλλο κι όποιος μπορεί και θέλει σταματά για λίγο να δει και να αναλογιστεί τα προβλήματα της ανθρώπινης καθημερινότητας, που ενσκήπτουν αναπάντεχα εκεί που πιστεύεις πως η γαλήνη σου είναι σίγουρη, όπως στα ψηλά μέρη που φτάνουν θύελλες και στήριγμα έρχεται η αναπάντεχη βοήθεια του καλού ανθρώπου, γείτονα ή διαβάτη.

Στο αμέσως επόμενο τετράστιχο, «η μέρα που πλάγιασε» κι «η νύχτα στο κατώφλι που μυρίζεται όπως σκυλί τον θάνατο», σου φέρνει στο νου τις απαισιόδοξες σκέψεις που συχνά βαραίνουν τον άνθρωπο όταν φύγει το φως της ημέρας. Λίγο παρακάτω ο ανασφαλής «περιπλανητής», μια γυναίκα, «συλλέκτης τηλεφώνων, φιλιών και βλεμμάτων» περπατά ξυπόλητη στην πόλη πάνω στο βάρος των παπουτσιών της. Εδώ υπάρχει μα ελευθεριότητα, το φύλο αλλάζει από λέξη σε λέξη αντιστρέφεται και η φορά της βαρύτητας και μαθαίνεις πως δεν είσαι ο μόνος που έχεις νιώσει φορώντας παπούτσια να νιώθει ξυπόλητος.

Παρακάτω η ποιήτρια ξαναπιάνει το σκύλο, θα τον δούμε σε κάμποσα ποιήματα ακόμη, που κοιμάται βλέπει όνειρα και πάσχει από εισολκή των πλευρών που τον κάνει να βλέπει «ονειράκια». Η εισολκή, από όσο ξέρω στον άνθρωπο προκαλεί δύσπνοια, στο σκυλί του ποιήματος φέρνει πόνο, κι αυτό τον «δαγκώνει» «ακρόπρωρα». Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; «όλα τα σκυλιά έχουν ανάγκη μάννας», που πάει να πει αγάπης, όπως ακριβώς και τα ανθρώπινα πλάσματα, όπως κάποιο πονεμένο ανθρώπινο ον σε άλλη σελίδα, που είχε τόση ανάγκη «να χαϊδευτεί», που εύχεται «κάνε με σκύλο».

Το μικρό ποιηματάκι που τιτλοφορεί «παραίτηση» ο αισιόδοξος αναγνώστης μπορεί να το δει και σαν προσωπική επανάσταση ή αξιοπρεπή αναχώρηση «θα βγάλω φτερά να πετάξω όπως το δέντρο που η γη δεν ήθελε», γιατί αυτό πρέπει να βρίσκει τη δύναμη να κάνει όποιος νιώθει πως κάπου είναι ανεπιθύμητος. Πιο κάτω κάποιος/α φοράει μάτια «που την αγάπη διώχνουν» για να σκηνοθετήσει «έναν αποχωρισμό να αντέχει».

Σε ένα ποίημα που ξεπερνά την οριακή γραμμή των 7 στίχων, το «από θέση έρωτα» γίνεται μια πολύ συμβολική αναφορά στο μύρο των δένδρων της «κάτω των ουρανών» πόλης. Αυτό το μύρο είναι σαν «Άγγελοι ταγμάτων στις σελίδες του Ανατόλ Φρανς», μια αντιστοίχιση που μπορεί να στρέψει τον διαβασμένο αναγνώστη να θυμηθεί την αναρχική «Ανταρσία των Αγγέλων» του Γάλλου ποιητή και συγγραφέα, όπου Άγγελοι δραπέτες κατεβαίνουν στην πόλη ερήμην του θεού τους, για να φέρουν τη βασιλεία του Εωσφόρου, όμως σοφότεροι πια από αυτή τη μετάβαση, ξεκινούν αγώνα να αλλάξει ο κόσμος. Όμως το ανθρώπινο πλάσμα που εκφράζεται στο ποίημα αυτό χαράζει αντίστροφη πορεία από τους αγγέλους του Φρανς, παρακαλά να το πάρει ο Θεός για να μην ερωτευτεί ξανά, προφανώς για αυτό ο έρωτας ήταν Κόλαση.

Πολύ παρακάτω, στη «φανέρωση παραδείσου», ένα μικρό ποίημα που αναδύει πολύ πόνο, μια γυναίκα απευθύνεται σε κάποιον Ροντιόν, ο αναγνώστης μπορεί εκεί να μπει στον πειρασμό να υποθέσει πως πίσω από το ρωσικό αυτό όνομα υποβόσκει μια αναφορά στην κλασική ρωσική λογοτεχνία, το πιθανότερο στον Ντοστογιέφσκι, που στο έργο του ο πόνος κυριαρχεί και μάλιστα στον Ροντιόν Ρασκόλνικοβ, τον πρωταγωνιστή στο «Έγκλημα και Τιμωρία»:

αν υπήρχε ο παράδεισος Ροντιόν
θα μου το φανέρωνες ακριβώς
όπως το έπραξες οδηγώντας το
δικό μου δάχτυλο βαθειά μέσα
στην ίδια μου την πληγή

Αυτά βέβαια μπορεί να είναι υποθέσεις ενός ευφάνταστου αναγνώστη, αλλά νομίζω πως η αξία της ποίησης είναι να πυροδοτεί και να γεννάει σκέψεις που μπορεί ούτε ο ίδιος ο ποιητής να μην τις είχε σκεφτεί ή ακόμη καλύτερα να υποβόσκουν μέσα του και να απελευθερώνονται και να εκφράζονται μέσα από το έργο του, συχνά ερήμην του.

Το αμέσως επόμενο πολύστιχο-για τα δεδομένα της συλλογής-ποίημα, μιλάει αμείλικτα για μια γυναίκα «σε ηλικία ακμάζοντος θανάτου» «με ανερμήνευτο χαμόγελο στα εκατό κιλά χυμένο», που ο ενθουσιασμός της δεν έχει ελπίδα «στην αγορά πέραν του γέλωτος» και την προτρέπει με στοργική σκληρότητα.

«όδευε στο θάνατο καλή μου και άφηνε το δρόμο
ελεύθερο, άφηνε…».

Μια πικρή σκέψη που φέρνουν οι στίχοι, είναι πως την προτροπή έρχεται καιρός να την ακούσουμε κι εμείς, όταν ο πανδαμάτωρ χρόνος μας φέρει σε άχαρη κατάσταση με την οποία οφείλουμε να συμφιλιωθούμε σαν έτοιμοι από καιρό, αντί να γελοιοποιούμαστε κυνηγώντας χίμαιρες που έχουν χαθεί οριστικά για μας.

Στο «προαπαιτούμενο», βρίσκει φωνή ο καημός ή το απωθημένο της γυναίκας που συντροφεύεται στη ζωή της από έναν «Μήτσο», που του φτιάχνει γεμιστά, μακαρόνια και κρέατα για να τρώει, ενώ αυτή άλλα ποθεί που θα μπορούσε να τα έλπιζε μόνο αν είχε δίπλα της έναν «…ας πούμε Ρόκκο, Χουάν, Τζέιμς ναι! Τζέιμς!».

………
α, ρε Μήτσο! Να μη σε λέγαν Τζέιμς!
Τουλάχιστον Τζέιμς!

Αν όμως ο αναγνώστης είναι άνδρας, μπορεί να σκεφτεί πως καμιά φορά ένας Μήτσος μπορεί να αποδειχθεί καλύτερα από έναν ελπιδοφόρο Χουάν ή Τζέιμς, βγαλμένος από ταινίες, μυθιστορήματα ή ποιήματα.

Στο προτελευταίο στιχούργημα την «υποθήκη» εκφράζεται ένα ερώτημα που πηγάζει μέσα από την πικρή πείρα της ζωής και της Ιστορίας. Ρωτιέται ο Θεός ( Ο «Κύριος» για την ακρίβεια) αν θα δεχόταν να υποθηκεύσει τη «φήμη» του, χάριν της απόδοσης του δικαίου, αλλά όμως μέσα από μια αδικία, όπως συνήθως γίνεται-«αδικώντας κατά τα πρότυπα».
Το τέλος είναι μια έκπληξη είναι η χρονικά ωριμότερη (2022), συνέχεια της «σκιάς του ανθρώπου» (2015) που σηματοδότησε την αρχή αυτής της συλλογής. Ο πλάτανος, αποκαλύπτεται πως είναι ο πατέρας.

Η σκιά του ανθρώπου
κι ο ίσκιος του πατέρα
α! που κάτω του εσύ
κυπαρίσσι κάποιο κάποτε
πια πευκάκι με τον κοντό κορμό σου
εκείνον έστερξες
-τον πλάτανο-
σ’ ανέμους να στηρίζεις

*

©Κώστας Π. Δάρμος