Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Για όλα φταίει ο Ρίτσαρντ Κάριγκτον*

Richard Christopher Carrington

Έργο με τέλος πικρό μα και δίκαιο, 
όπως οι μεγάλες ιστορίες της αγάπης

εράντα σπιτιού κάπου στο μακρινό Σαντιάγο της Χιλής. Ο πατέρας στην πολυθρόνα του, η μητέρα λίγο πιο πέρα σε έναν πάγκο κυκλωμένο από ανθισμένα, εποχιακά φυτά. Στα ξύλινα σκαλοπάτια καθισμένο ένα κορίτσι, όχι πάνω από είκοσι χρονών. Οι τρεις του είναι ντυμένοι φτωχικά μα με τον πιο αξιοπρεπή τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί ένας άνθρωπος της εποχής μας. Η οροφή της σκηνής αναπαριστά τον απογευματινό ουρανό του Σαντιάγο. Απόψε είναι κατακόκκινος, τα άστρα φαίνονται με γυμνό μάτι, ακόμη και τα πιο μακρινά. Ένα φαινόμενο σαν εκείνα τα απόκοσμα, χρωματικά νερά που σχηματίζει το βόρειο σέλας χιλιάδες μίλια από το Σαντιάγο της Χιλής, μονοπωλεί το ενδιαφέρον του κοινού. Οι τρεις του είναι ανήσυχοι. Το κορίτσι περισσότερο από τους υπόλοιπους. Σκουπίζει με το μαντήλι το πρόσωπό της και κάθε τόσο ανοίγει το ραδιόφωνο στον τοπικό σταθμό, αλιεύοντας ότι καινούριο μπορεί για αυτήν την απόκοσμη κατάσταση. Μα είναι την ίδια ώρα φανερό πως κάτι άλλο την απασχολεί, κάτι άλλο είναι εκείνο που ανάβει την αγωνία της. Είναι ίσως έρωτας, μια μεγάλη αγάπη ή μια μεγάλη προδοσία για την Μαρία του Σαντιάγο.]

Μαρία: (γυρίζει στους γονείς της. Ο πατέρας την κοιτάζει με αγωνία.] Ο εκφωνητής είπε ακριβώς, [κοιτάζει κάτι χαρτιά με ζωγραφιές και σημειώσεις] πως έχει ένα δικό του ξεχωριστό όνομα. Φαινόμενο Κάριγκτον.

Πατέρας: [κοιτάζει τριγύρω] Εγώ ξέρω πως κάτι πείραξε τον Θεό και βάφει με αίμα τον ουρανό. Ο αιδεσιμότατος έχει την απάντηση στην καρδιά του. Όλοι μας, Μαρία.

Μαρία: Μα δεν καταλαβαίνεις! 

Μητέρα: Μαρία!

Πατέρας: Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνω;

Μαρία: Πως ακόμη και αν το ‘θελε, δεν μπορεί να μου γράψει. 

Πατέρας: [κάθεται στην πολυθρόνα του, στρέφει αλλού το βλέμμα του] Πάνε τρεις μήνες τώρα. Θα μπορούσε να είχε γράψει, να έχει στείλει κάτι, δυο λέξεις. Το τηλεγράφημα δεν κοστίζει παρά…

Μητέρα: [με χαμηλή φωνή] Δεν είναι τέτοιο παιδί, ο Λεονάρδο έχει χρυσή καρδιά και θα κάνει ευτυχισμένη την Μαρία μας.

Πατέρας: Πάψε!

Μαρία: Οι τηλέγραφοι έχουν δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Ο εκφωνητής είπε…

Πατέρας: Εκείνο που δεν είπε ο εκφωνητής Μαρία, είναι πως ο Λεονάρδο δεν θα γυρίσει ποτέ. Είμαι σίγουρος Μαρία. Σίγουρος, με όση δύναμη μου δίνει ο Θεός κόρη μου. 

Μαρία: …πως κάθε τηλεγράφημα καίγεται, προτού σταλεί, πως οι χειριστές πολλές φορές δίχως να χρησιμοποιήσουν τις μηχανές, αντικρίζουν σπινθήρες. Σε μερικά μέρη ξέσπασαν τρομερές πυρκαγιές!

Μητέρα: [κοιτάζοντας τον κατακόκκινο ουρανό] Δώσε Αγία Αγνή να περάσει όλο τούτο το κακό. Συγχώρεσε μας, Θεέ μου! [κλείνει τα μάτια και προσεύχεται, πάντα χωμένη σαν πορτραίτο ανάμεσα στα άνθη.]

Πατέρας: [σηκώνεται από την θέση του. Αποφασιστικά λέει] Αύριο θα έρθω με τον Γκιγιέρμε. Δουλεύει στον σιδηρόδρομο, κάνουμε καλή παρέα, του αρέσεις πολύ και δεν είναι λίγες οι φορές που μου είπε, δον, έχεις σπουδαίο κορίτσι, πώς κατόρθωσες να κρύψεις τέτοιο όμορφο μυστικό. Του έχω μιλήσει κιόλας. Μπορεί και απόψε, αν το θέλεις…

Μαρία: Μη! Σε μισώ! Ο Λεονάρδο είναι ο άντρας μου ,το ακούς; Ότι και αν κάνεις ο Γκιγιέρμε δεν θα μπει ποτέ στην κάμαρή μου. 

Μητέρα: [σηκώνεται βιαστικά] Τα σερβίτσια, το λινό τραπεζομάντιλο, τα καλά ποτήρια, ένα σωρό δουλειές. Και εσύ δεν λες τίποτε για τον Θεό. Και από παντού να πέφτει με τους κουβάδες το κόκκινο χρώμα. Πρέπει να βιαστώ! Ακούς εκεί να στέκω και να καθυστερώ. Μα είναι επειδή εσύ δεν μου είπες τίποτε! [ η γυναίκα φεύγει στο νοικοκυριό της.] 

[Από μακριά φθάνει ο ταχυδρόμος με το ποδήλατό του. Έρχεται από μακριά, μα ποτέ δεν φτάνει. Μοιάζει να διασχίζει τα χρόνια. Όσα χρειάστηκε για να προχωρήσει τούτο το έργο σε μια άλλη σελίδα, χρόνια μετά. Η Μαρία είναι γερασμένη, το βλέμμα της απλανές, στα ίδια εκείνα σκαλοπάτια όπως στην αρχή του έργου. Στην θέση του πατέρα δεν κάθεται κανείς. Και το κάδρο της μητέρας έχει διαλυθεί και μόνο ένα αναρριχητικό φυτό σκαρφαλώνει ως την υδρορροή. Ένας άνδρας βγαίνει στην βεράντα. Φορά την φόρμα των εργατών και τα ρούχα του είναι λασπωμένα. Τον λένε Γκιγιέρμε.] 

Γκιγιέρμε: Η νύχτα είναι γεμάτη υγρασία. Το παλιόσπιτο με πνίγει. Ίσως τραβήξω κατά το ποτάμι, ποιος το ξέρει.

Μαρία: [ανοίγει το ραδιόφωνο] Ο εκφωνητής είπε…

Γκιγιέρμε: Αλήθεια, πιστεύεις όσα λένε;

Μαρία: [τον κοιτάζει με μίσος] Είναι αλήθεια! Αλήθεια! Όλοι εκείνοι οι ανθρακωρύχοι θάφτηκαν κάτω από την γη Γκιγιέρμε. Τότε δεν είπαν τίποτε, τίποτε!

Γκιγιέρμε: [την χτυπά, εκείνη κουλουριάζεται στην βεράντα, στα σκαλοπάτια της.] Μονάχα έτσι καταλαβαίνεις, σωστά; 

Μαρία: Ναι, μονάχα έτσι. Χρειάζομαι σκληράδα, Γκιγιέρμε, μου αρέσει να μου  φέρονται σκάρτα, σκληρά, απάνθρωπα! 

Γκιγιέρμε: Δεν έπρεπε ποτέ να σε παντρευτώ. Ο πατέρας σου  με ξεγέλασε, μου είπε, είναι τρυφερό και καλό κορίτσι και ξέρει να σκύβει το κεφάλι. Ψέμματα, όλα ψέμματα!

Μαρία: [σηκώνεται εμπρός του] Σου είπε για τον Λεονάρδο; Πως τον αγάπησα με όλη μου την ψυχή; Πως με χτύπησε, πως έκανε κομμάτια την καρδιά μου. Εκείνες τις μέρες, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος 

Γκιγιέρμε, σκέτο αίμα, ο Λεονάρδο δούλευε στα ορυχεία έξω από την πόλη, θα μου έγραφε πως επιστρέφει, αγαπούσε τα λουλούδια, έκανε όνειρα, φαινόταν τόσο διαφορετικός. Γνώριζε τα άστρα με τα αρχαία τους ονόματα, κάθε νύχτα με μάθαινε και άλλα και μου έλεγε, είναι ατέλειωτα Μαρία, δεν φθάνει μια ζωή, πες μου αυτό Μαρία, και ο κόσμος χαμογελούσε, με μια έκφραση πικρή, γαντζωμένη από το τίποτε. Εκείνες τις μέρες, σκέτο αίμα, οι τηλέγραφοι έπαθαν ζημιά, δεν ταξίδευε κανένα μήνυμα, ατέλειωτα μίλια καλωδιώσεων πιάσανε φωτιά. Και τότε ήρθες Γκιγιέρμε, σίγουρος, βέβαιος πως αγοράζεις ένα σπάνιο και πιστό ζώο. Όχι, δεν ήθελα να έρθεις. Και τώρα χαίρομαι που θα πας στο ποτάμι γιατί θα μπορώ να συλλογιστώ τον Λεονάρδο, την ζωή που του έκλεψες. 

Γκιγιέρμε: Δεν ήξερα. Όμως και εγώ, και εγώ σε θέλω Μαρία. Μόνο που όταν θυμώνω…

Μαρία: Όταν θυμώνεις, δεν με αγαπάς, έτσι δεν είναι;

Γκιγιέρμε: Έπρεπε να το ξέρω! Είσαι μια τιποτένια, σου αξίζει κάθε περιφρόνηση. [την χτυπά και φεύγει για το ποτάμι. Εκείνη γελά.] 

[Από μακριά ακούγεται το ποδήλατο του ταχυδρόμου. Πέφτει σκοτεινιά στην σκηνή, δεν ακούγεται τίποτε έξω από τον αέρα και τους τροχούς του σιδερένιου ποδηλάτου που όλο έρχεται.

Τώρα ο ποδηλάτης φθάνει στην σκηνή. Είναι λουσμένος στα χαμόγελα, στο καλάθι του έχει ένα μπουκέτο ανεμώνες, ένα λιβάδι ντάλιες και μια μικρή, δειλή αγάπη. Η Μαρία, ντυμένη πρόχειρα, με ρούχα σκισμένα, γερασμένη, ντυμένη την στάχτη της ζωής της πλησιάζει. Κάθεται πίσω από τον ποδηλάτη και οι δυο τους κάνουν ατέλειωτες διαδρομές πάνω στην σκηνή. Η Μαρία γελά. Ο ποδηλάτης σταματά ξαφνικά. Είναι φυσικά ο Λεονάρδο.]

Λεονάρδο: Και όμως σου έγραψα Μαρία, χιλιάδες φορές και τα τηλεγραφήματα καίγονταν, καίγονταν, καίγονταν.

Μαρία: Το ξέρω Λεονάρδο. Για όλα φταίει βλέπεις, ο Ρίτσαρντ Κάριγκτον.

Λεονάρδο: Αγάπησες κάποιον άλλον έτσι δεν είναι;

Μαρία: Όχι, για τον θεό! Είσαι τόσο ανόητος, σε αγαπώ!

 [Οι δυο τους γελούν και διαγράφουν παράξενες τροχιές πάνω στο ποδήλατό τους. Μεμιάς κατεβαίνουν χέρι με χέρι την σκηνή και φεύγουν από το θέατρο. Και αυτό είναι ένα τέλος. Τελευταίο κάδρο, το Σαντιάγο της Χιλής, φωτισμένο μες στην νύχτα, μια πολιτεία στην άκρη του κόσμου.]

______________
[*] Ο Ρίτσαρντ Κάριγκτον την 1 Σεπτεμβρίου του 1859 μελετά τις ηλιακές κηλίδες. Πρόκειται για έναν ερασιτέχνη αστρονόμο. Το παράξενο φαινόμενο του έντονου λευκού φωτός στην επιφάνεια του ήλιου συνιστά την πρώτη καταγραφή ηλιακής καταιγίδας που τόσο σημαντικά επηρέασε τις τηλεγραφικές επικοινωνίες εκείνου του καιρού. Το φαινόμενο που περιγράφεται σε αντιστοιχία με το βόρειο σέλας απασχόλησε την διεθνή κοινότητα που αντιμετώπισε για πρώτη φορά ένα κολοσσιαίο κύμα ενέργειας. Το φαινόμενο πήρε το όνομα του Βρετανού μελετητή. 

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→