Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Σέρμπουργκ 1822, δικαστικό ρεπορτάζ, παλιό Κακουργιοδικείο

Ανταπόκριση

δεν μπορεί να σταθεί συγνώμη σε μια στενή, μικρή καρδιά. Αυτό μόνο.

Ο ανταποκριτής μας μεταφέρει ορισμένες σκηνές. Ο αναγνώστης θα κρίνει.

«Η αίθουσα ήταν τόσο μικρή που οι ένοχοι μπλέκονταν με τους αθώους και σε λίγο κανείς δεν ήξερε ποιος έφταιγε και ποιος ήταν άμοιρος των εξόχως σοβαρών ευθυνών. Σε κάθε έδρανο στριμώχνονταν καμιά δεκαριά παλικαράδες. Και δεν φτάνει αυτό αλλά και στο ακροατήριο είχε συρρεύσει ένα πρωτόγνωρο πλήθος. Όλοι στοιβαγμένοι μες στην ομίχλη του καπνού. Ένας πλανόδιος που τα κατάφερνε να περνά με έναν παράξενο τρόπο, – θα είχε δουλέψει σαν ακροβάτης στην Μπρέσια, αλλιώς δεν εξηγείται – ,  πουλούσε την πραμάτεια του και αγνοούσε επιδεικτικά και έδρες και σεβασμούς.

Κάθε φορά που ένας μάρτυρας διατύπωνε μια προσωπική γνώμη για τους κατηγορούμενους σήμαινε η ώρα για τους παλικαράδες. Κάθε στρατόπεδο έβαζε τα δυνατά του και προκαλούσε τόση οχλαγωγία που ήταν αδύνατο και για την έδρα ακόμη να επιβάλλει την τάξη. Μόνον όταν οι αστυνομικοί έπαιρναν τον φταίχτη σηκωτό μέσα από το πλήθος οι άλλοι ηρεμούσαν. Ο πρόεδρος ανέπτυσσε ένα σύντομο λόγο για την αυθαιρεσία και το αντίθετό της που ακόμη παραμένει τόσο ασαφές και έπειτα συνέχισε την διαδικασία. Μερικοί κρεμιούνταν  από τα παράθυρα, κάθε τόσο πετούσαν αναμμένα στουπιά, η αίθουσα ντουμάνιαζε, οι αξιωματικοί εμφανίζονταν με σφυρίχτρες και γκλομπ, μερικοί αθώοι θα την πληρώναν και σήμερα.

Η κορυφαία στιγμή ήταν όταν ζητήθηκε από τους δικαστές να σηκωθούν οι κατηγορούμενοι ώστε να ακουστεί η ετυμηγορία. Δεν έκανε κανείς την παραμικρή κίνηση. Άπαντες παρέμειναν στην θέση τους και μια επίμονη ησυχία πλανήθηκε στην αίθουσα. Μια ησυχία σαν αυτή της ιστορίας που μας αφοπλίζει και μας καθηλώνει. Μια ησυχία που κάνει αυτά τα άγρια χρόνια να σωπάσουν. Ο πρόεδρος ρώτησε για άλλη μια φορά. Ένας παλικαράς έσβησε το τσιγάρο του στο πάτωμα και έφυγε βρίζοντας. Τον ακολούθησαν μερικοί άλλοι.

Στο βάθος του ακροατηρίου σηκώθηκε ένας νεαρός. Όλοι τον έδειξαν στον πρόεδρο και ζήτησαν να βεβαιωθούν πως εκείνος τον διέκρινε μες στον όχλο της κερκίδας. Μερικοί παλικαράδες σήκωσαν τα μανίκια και έκαναν χώρο μες στον κόσμο. Ο νεαρός φοβόταν πολύ τώρα πια και γύρω του είχε σχηματιστεί ένα κενό, κάτι σαν λίμνη πλατωνική. Οι παλικαράδες βλαστημούσαν δυνατά και ο νεαρός ήξερε πως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά. Ο πρόεδρος φώναξε από την έδρα, «να συλληφθεί, να συλληφθεί» όσο οι κατηγορούμενοι, ο ένας μετά τον άλλο εγκατέλειπαν την σκηνή, έτσι που να μείνουν μόνον οι αθώοι και μερικοί παρατρεχάμενοι, ένας δημοσιογράφος και ο αναγκαίος φωτογράφος που έπινε καφέδες και περίμενε μια καλή, όπως έλεγε πόζα με πειραγμένα νεύρα. Οι παλικαράδες τον άρπαξαν, εκείνος έκανε να μιλήσει. Όλα είχαν πια μια απόχρωση ταινιών του Ταραντίνο, ας πούμε ατμόσφαιρα reservoir dogs στο κέντρο της αίθουσας. Με το πλήθος να παραληρεί και να ζητάει την παραδειγματική τιμωρία, όσο ο νεαρός χλευάζεται και γονατίζει από τα χτυπήματα.

Δεν κατάλαβε ποτέ πώς έφτασε ως εδώ, συλλογιέται όσο πια χάνει τις αισθήσεις του από τα απανωτά χτυπήματα. Εκείνος γύρεψε μονάχα να πει δυο λόγια για εκείνη την βραδιά και σηκώθηκε από την θέση του όπως κάνουν στα αμφιθέατρα του πολιτισμένου κόσμου. Εκείνοι όμως τα λογάριασαν αλλιώς και κοίταξέ τον τώρα, ένας σκοτωμένος νεαρός. Θα χρειαζόταν ένας ποιητής τώρα για να πει δυο λόγια. Μα δεν υπάρχει και όσοι δηλώνουν την ιδιότητα κοιμούνται μακάριοι πάνω στις δάφνες τους και δεν πρέπει κανείς να τους γκρεμίσει το όνειρο. Κανείς δεν θα έχει ποτέ ένα τέτοιο δικαίωμα.

Ο πρόεδρος κάνει δηλώσεις. Γύρω του οι ένοχοι που μες στην απόσταση του καιρού τους γίνηκαν λησμονημένοι, όπως όλα τα άσχημα. Λέει πως το έργο ολοκληρώθηκε, πως ο ένοχος πλήρωσε. Πως δεν υπήρξε ίχνος ανθρωπιάς μα ο λαός, ο όχλος τον διόρθωσε κάποιος από το πλήθος, διαθέτει αλάθητο αισθητήριο. Οι αθώοι μπορούν απόψε να κοιμηθούν ξέγνοιαστα. Και εμείς ανερυθρίαστα καθώς ολοκληρώσαμε το έργο μας με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο. Μας προλάβανε τα γεγονότα μα έτσι είναι οι μηχανισμοί της ζωής. Άμεσοι, καταιγιστικοί, ακριβοδίκαιοι. Αυτές ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε.

Κάποιος άλλος στις δηλώσεις του φάνηκε περισσότερο ποιητικός. Δεν διασώζεται κανένα στοιχείο του. Για το ρεπορτάζ θα ονομάζεται ο παρατρεχάμενος αριθμός 43. «Ξέρετε, η μικρή αίθουσα του δικαστηρίου που δικάζει πρώτα τους αθώους, συνιστά μια μεταφορά. Μα πρέπει κανείς να σκύψει με περισυλλογή στο περβάζι του παραθύρου για να ακούσει μαρτυρίες για τον θάνατο και την ανθρώπινη τραγωδία. Πρέπει να προσπαθήσει αρκετά για να ξεχωρίσει του ενόχους και τους παλικαράδες. Η μικρή αίθουσα που λέτε είναι η πολιτεία μας και εμείς στο ακροατήριο ασχημονούμε, περιγελούμε την έδρα που με την σειρά της παριστάνει την τυφλή όπως το αφεντικό της. Μα δεν έχει ταλέντο και έτσι άκομψα φανερώνεται πάντα πως έχει άλλον σκοπό, ναι άλλο σκοπό και πως δεν πάσχει αληθινά. Σίγουρα ο κύριος πρόεδρος θα φροντίσει να βρεθεί μια κατάλληλη αίθουσα και οι ένοχοι θα λάμψουν.  Διαθέτει γνωριμίες και δεν θα είναι δύσκολο, έτσι σεβάσμιος που είναι. Και άλλωστε αν πάει κάτι στραβά ο κύριος δικαστής θα αποτανθεί στο κράτος. Και το θηρίο θα σαλέψει, ο Λεβιάθαν των βιβλίων. 

Μα μέχρι τότε όλοι νιώθουν γαληνεμένοι που πλήρωσε ο ένοχος. Απόρησαν μόνο σαν είδαν πως δεν τον είχαν συμπεριλάβει στο κατηγορητήριο. Τότε ο κλητήρας που ήταν χαλιναγωγημένος στις εύκολες λύσεις, ο διόλου καρτερικός  κλητήρας είπε πως δεν βάσταγε άλλο να γίνεται τόση φασαρία για το τίποτε. Πρόσθεσε το όνομα στο χαρτί και τους έδιωξε. Τώρα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν δίχως φόβο και πάθος, με όλη τους την χριστιανική καρδιά. Άραγε θα είναι μεγάλη η καινούρια αίθουσα, ικανή να χωρέσει αθώους, ενόχους και νεκρούς, άραγε θα είναι;

Κάτω από το Μάτι του ουρανού σκορπούσαν οι παλικαράδες, ήρεμοι για τους χειρισμούς τους και ειρηνεμένοι με την έκβαση των πραγμάτων.  Κάτω από το Μάτι του ουρανού περνούν και χάνονται αφήνοντας πίσω τους μια λεπτή, μια λεπτότατη μυρωδιά καμμένης ευκαιρίας.

Ο νεαρός που εγκαταλείπει την ιστορία δεν συνιστά το βασικό θέμα της ανταπόκρισης. Αυτό που θέλησα να πω είναι πως δεν μπορεί να σταθεί συγνώμη σε μια στενή, μικρή καρδιά. Αυτό μόνο.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

photo: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→