Μίλαν Κούντερα, Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

Μίλαν Κούντερα, Ο ακρωτηριασμός της Δύσης, μετάφραση: Γιάννης Η. Χάρης, Εστία 2022

Παρουσίαση

«Ο ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ Ή Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ Ευρώπης» δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Le Debat τον Νοέμβριο του 1983, μεταφράστηκε αμέσως στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, και είχε αντίκτυπο αντιστρόφως ανάλογο με τη συντομία του. Είκοσι σελίδες οι οποίες έδωσαν το έναυσμα για πλημμυρίδα αντιδράσεων, συζητήσεων και πολεμικών, κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας και της Ρωσίας. Ενώ στη Δύση συνέβαλαν, σύμφωνα με μια διατύπωση του Ζακ Ρούπνικ, «στην αναδιαμόρφωση του πνευματικού χάρτη της Ευρώπης» πριν από το 1989. Την εποχή που η Δύση έβλεπε την Κεντρική Ευρώπη σαν μέρος του ανατολικού μπλοκ, ο Κούντερα της υπενθύμιζε με σφοδρότητα ότι η Κεντρική Ευρώπη πολιτισμικά ανήκε ολόκληρη στη Δύση και ότι, στην περίπτωση αυτών των «μικρών εθνών» που δεν είχαν απολύτως εξασφαλισμένη την ιστορική και πολιτική ύπαρξή τους (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία), η κουλτούρα ήταν και παρέμενε το ζωτικό κέντρο της ταυτότητάς τους. [από την Παρουσίαση του Πιερ Νορά]
Σήμερα το ιστορικό αυτό κείμενο τίθεται στη διάθεση του αναγνώστη, ενώ, κατά δραματική σύμπτωση, λίγους μήνες από την πρώτη έκδοσή του σε βιβλίο (εκδ. Γκαλλιμάρ, Νοέμβριος 2021), με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία γίνεται τραγικά επίκαιρο και αποκτά νέες διαστάσεις.
Στην έκδοση προτάσσεται ένα άλλο ιστορικό κείμενο, σχεδόν άγνωστο, η εναρκτήρια ομιλία του νεαρού Κούντερα στο Συνέδριο των Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων το 1967, έναν χρόνο πριν από τη ρωσική εισβολή, που κατέλυσε την περίφημη Άνοιξη της Πράγας και την ανεξαρτησία της χώρας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

*

Η κρίση του βιβλίου από τον ©Θανάση Γιαλκέτση στην efsyn.gr

Η υπεροχή της κουλτούρας

Ο Μίλαν Κούντερα σημείωνε το 1983 ότι, σε μια Ευρώπη διαιρεμένη σε δύο αντίπαλους συνασπισμούς, σε Ανατολή και Δύση, το δράμα των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης ήταν ότι το πολιτικό τους σύστημα τις τοποθετούσε στην Ανατολή, ενώ η πολιτισμική τους ιστορία ήταν μέρος της ιστορίας της Δύσης. Και η Ευρώπη δεν κατανοούσε το δράμα τους, επειδή δεν αντιλαμβανόταν την ενότητά της ως πολιτισμική ενότητα, αλλά μόνο ως κοινή αγορά. Σύμφωνα με τον Κούντερα, όχι μόνον το κύρος ενός έθνους, ιδίως αν είναι μικρό, αλλά η ίδια η επιβίωσή του εξασφαλίζεται από τον βαθμό εκπαίδευσης των πολιτών του.

Ενα πρωινό του 1975, η αστυνομία ερεύνησε το διαμέρισμα του Τσέχου φιλοσόφου Κάρελ Κόσικ και κατάσχεσε ένα χειρόγραφο χιλίων σελίδων, που ήταν καρπός δεκαετούς εργασίας. Επειτα από λίγες ώρες, ο Κόσικ βημάτιζε στους δρόμους της Πράγας παρέα με τον φίλο του Μίλαν Κούντερα. Αστειευόταν καθώς φανταζόταν τους αστυνομικούς να προσπαθούν να βγάλουν άκρη με τη μάλλον ερμητική φιλοσοφική του γλώσσα, αλλά κυριαρχούσε το άγχος του επειδή έχασε εκείνο το έργο, του οποίου δεν διέθετε κανένα αντίγραφο. Οι δύο φίλοι σκέφτηκαν να στείλουν μιαν επιστολή σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή προσωπικότητα. Σε ποιον να απευθύνονταν όμως;

«Ξαφνικά, καταλάβαμε πως τέτοια προσωπικότητα δεν υπήρχε. Ναι, υπήρχαν μεγάλοι ζωγράφοι, θεατρικοί συγγραφείς και μουσικοί, αλλά δεν κατείχαν πλέον στην κοινωνία την προνομιακή θέση των ηθικών αυθεντιών που θα αποδεχόταν η Ευρώπη ως πνευματικούς αντιπροσώπους». Ο Κούντερα θυμίζει αυτό το επεισόδιο σε ένα περίφημο άρθρο του με τίτλο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης», που δημοσιεύτηκε το 1983 στο περιοδικό Le Débat. Το βιβλίο με τον ίδιο τίτλο περιλαμβάνει και την εξίσου περίφημη ομιλία του Κούντερα στο συνέδριο των Τσεχοσλοβάκων συγγραφέων το 1967. Ο περίπατος στην Πράγα κατέληξε στη διαπίστωση ότι η κουλτούρα «δεν υπήρχε πια σαν πεδίο όπου υλοποιούνταν υπέρτατες αξίες».

Η επιστολή στάλθηκε έπειτα στον Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος απάντησε στην εφημερίδα Le Monde, συμβάλλοντας έτσι στην επιστροφή του χειρογράφου. Σε μια μεταγενέστερη σημείωσή του, ο Κούντερα έγραφε ότι τη μέρα της κηδείας του Σαρτρ σκέφτηκε πως η επιστολή του φιλοσόφου φίλου του δεν θα έβρισκε πια κανέναν παραλήπτη. Ο Σαρτρ ήταν βέβαια εκείνος ο τύπος στρατευμένου διανοούμενου που, σύμφωνα με τον Κούντερα, είχε ευνοήσει «την παραίτηση της κουλτούρας από τη θέση της αυτόνομης, ιδιαίτερης, ανυπέρβλητης δύναμης». Τα πάντα πράγματι μπορούν να λεχθούν για τον Κούντερα, εκτός του ότι είναι υποστηρικτής της στράτευσης στη λογοτεχνία.

Αντίθετα μάλιστα είναι σκληρός αντίπαλός της. Μπορεί να φανεί παράδοξη αυτή η κριτική του αποστασιοποίηση, αν σκεφτούμε ότι ο Κούντερα, αμέσως μόλις έφτασε στη Γαλλία, έγινε –με τη μετάφραση του «Αστείου»– η ενσάρκωση του διαφωνούντος. Στα δύο γραπτά του 1967 και του 1983, αυτή η αποστασιοποίηση από την πολιτική μπορεί να φανεί ακόμα πιο παράδοξη, δεδομένου ότι σε αυτά ο Κούντερα αναπτύσσει έναν λόγο ουσιωδώς πολιτικό, για να διεκδικήσει την υπεροχή της κουλτούρας, της λογοτεχνίας, της τέχνης. Δηλώνει με συγκινητική βεβαιότητα: «Κάθε παρεμβολή στην ελευθερία της σκέψης και την ελευθερία της έκφρασης –όποια κι αν είναι η μέθοδος και η ονομασία αυτής της λογοκρισίας– αποτελεί σκάνδαλο τον 20ό αιώνα». Σοβαρή πολιτική είναι αυτή που «δίνει προτεραιότητα στα ουσιώδη οφέλη απέναντι στα άμεσα».

Και ποιο είναι το πρωταρχικό ουσιώδες όφελος; Σε μια δραματική στιγμή για τη χώρα του, ο Κούντερα δεν έχει αμφιβολίες: το μεγαλείο της κουλτούρας. Σε αυτή την πρώτη παρέμβασή του στις παραμονές της Ανοιξης της Πράγας, ο Κούντερα τοποθετείται αποφασιστικά με το μέρος των «μικρών εθνών της Κεντρικής Ευρώπης, διεκδικώντας το πολιτισμικό πρωτείο τους εναντίον κάθε παρέμβασης των «βανδάλων» της ιδεολογίας και της γραφειοκρατίας. Οχι μόνον το κύρος ενός έθνους, ιδίως αν είναι μικρό, αλλά η ίδια η επιβίωσή του εξασφαλίζεται από τον βαθμό εκπαίδευσης των πολιτών του, από τη δύναμη με την οποία η γλώσσα του τροφοδοτεί τη λογοτεχνία.

Καμιά κατάκτηση δεν είναι ποτέ οριστική για τους Τσέχους, όπως και για τους Πολωνούς ή για τους Ούγγρους, επειδή τα μικρά έθνη είναι «μη αυτονόητα» και ως τέτοια οφείλουν πάντα να κατακτούν μιαν ύπαρξη, χωρίς ποτέ να παύουν να συναισθάνονται την ευαλωτότητά τους. Θα φροντίσουν σύντομα τα σοβιετικά τανκς να τον φιμώσουν, αλλά στο μεταξύ θα προλάβει να πει ότι αν οι τέχνες μας ακμάζουν σήμερα, αυτό οφείλεται μόνο «στην πρόοδο της ελευθερίας του πνεύματος». Το καίριο ερώτημα που ο Κούντερα θέτει στη χώρα του είναι σκληρό: «Η πολιτισμική αξία του λαού μας είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξή του;». Οχι τα όπλα επομένως, αλλά η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η τέχνη μπορούσαν να αντιταχθούν ή ακόμα και να καταλύσουν ένα καταπιεστικό πολιτικό σύστημα.

Η ζωτικότητα εκείνης της «χρυσής εποχής» των τεχνών, σύμφωνα με τον Κούντερα, θα αντιπροσώπευε τη θεμελιώδη προϋπόθεση της Ανοιξης της Πράγας. Ας είμαστε ειλικρινείς, πόσοι από μας σήμερα θα ήμασταν διατεθειμένοι να προσυπογράψουμε την πεποίθηση που εκφράζει ο Κούντερα το 1967, χωρίς να πέσουμε στον πειρασμό να τον θεωρήσουμε καλοπροαίρετα αφελή, όταν ισχυρίζεται ότι για την επιβίωση του λαού του η μεγαλύτερη ευθύνη πέφτει στην ποιότητα της τσεχικής λογοτεχνίας: «Από το μεγαλείο της ή την ασημαντότητά της, από το σθένος της ή τη δειλία της, από τον επαρχιωτισμό της ή την παγκόσμια εμβέλειά της εξαρτάται κατά κύριο λόγο η απάντηση στο ερώτημα ως προς την επιβίωση αυτού του λαού». Ισως ο ίδιος σήμερα ξαναδιαβάζοντας αυτά τα λόγια θα χαμογελούσε απογοητευμένος.

Εξάλλου, ήδη το 1983 όλα σχεδόν είχαν αλλάξει. Ο Κούντερα βρισκόταν εδώ και οχτώ χρόνια εξόριστος στο Παρίσι και σκεφτόταν αυτά που θυμίσαμε για την περίοδο μετά τον Σαρτρ. Και ωστόσο, ακόμα και σε εκείνη την εποχή, ο Κούντερα επιβεβαίωνε την πεποίθησή του για την πολιτισμική αξία της Κεντρικής Ευρώπης, όπου επικρατεί «η μεγαλύτερη δυνατή ποικιλομορφία στον μικρότερο δυνατό χώρο», σε αντίθεση με τη Ρωσία που βασίζεται στον αντίθετο κανόνα: στη μικρότερη δυνατή ποικιλομορφία στον μεγαλύτερο δυνατό χώρο. Το 1956, ο διευθυντής του Ουγγρικού Πρακτορείου Ειδήσεων, λίγα λεπτά προτού ισοπεδωθεί το γραφείο του από το σοβιετικό πυροβολικό, έστειλε με τέλεξ σε ολόκληρο τον κόσμο ένα μήνυμα που τέλειωνε με τα λόγια: «Θα πεθάνουμε για την Ουγγαρία και για την Ευρώπη». Γιατί για την Ευρώπη; Ηταν μια επίκληση στην ιστορική κληρονομιά και στην πολιτισμική ταυτότητα της χώρας του. Θα ήταν βέβαια ενδιαφέρον να μαθαίναμε από τον Κούντερα αν όλα αυτά ισχύουν ακόμα και στο φως της Ουγγαρίας του Ορμπαν. […]