Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Η γέμιση

 

Φινάλε χριστουγεννιάτικου έργου

 ουζίνα προσεγμένου σπιτιού κάπου στα ακριβά προάστια. Η κυρία τριγυρνάει κόβοντας, επιθεωρώντας, δοκιμάζοντας, τακτοποιώντας. Πάντα στο πλάι της ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Το δωμάτιο είναι στολισμένο με λαμπιόνια και ακροβάτες Άγιους Βασίληδες που ισορροπούν επιδέξια παρέα με τον σάκο τους στην μεσιανή κολόνα. Όλα γυαλίζουν και όλα αστράφτουν και όλα παραμένουν με τόση επιμέλεια στην θέση τους. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και η Εύα – αυτό είναι το όνομα της καθώς πρέπει Αγγλίδας κυρίας – , κάνει ότι μπορεί για να αντέξει την μελαγχολία και την αθεράπευτη μοναξιά της. Σε κάποιο διπλανό δωμάτιο ακούγονται γέλια, φασαρίες, ποτήρια που τσουγκρίζουν, ευχές και σύντομα, χορευτικά βήματα που μεταφράζουν ως επιτυχημένη την βραδιά που οργάνωσε η Εύα. Όσο για εκείνη, νιώθει στους ολόλευκους ώμους της που απομένουν γυμνοί, όλο το βάρος του μολυβένιου κόσμου.]

 ΓΥΝΑΙΚΑ: (βιαστικά επαναλαμβάνει ορισμένες περιττές κινήσεις. Πάντα στο πλάι της το κόκκινο κρασί που χύνεται εδώ και εκεί και αφήνει λεκέδες από ψεύτικο αίμα) Τα ποτά είναι έτοιμα, η μουσική εντάξει, τα ορεκτικά εξαιρετικά, η νύχτα παγωμένη, Θεέ μου, τόσο παγωμένη! Ήρθε η ώρα της γέμισης, αυτό είναι λοιπόν, η πιο κρίσιμη ώρα!

 (Ακούγονται φωνές από το σαλόνι, οι καλεσμένοι γελούν με την καρδιά τους, η Εύα γελάει και εκείνη ολομόναχη μες στην μοδάτη κουζίνα της, πίνοντας κατακόκκινο, γλυκό κρασί που της θολώνει το μυαλό. Η Εύα γελάει μα πίσω από τα μάτια της κυλούν καταρράκτες, όχι μαργαριταρένιοι, ποτέ μαργαριταρένιοι. Το σκίσιμο πάνω από το μάτι της αρχίζει να σταλάζει αίμα. Η Εύα μιλά.)

 Οι παλιές πληγές δεν κλείνουν ποτέ, έτσι δεν είναι; Οι παλιές πληγές ανοίγουν όποτε το θελήσουν ή μάλλον δεν κλείνουν. Τις νύχτες ξαφνικά ανοίγουν και μερικοί κόμποι αίματος πέφτουν στα σεντόνια σου. Μα ποιος νοιάζεται για τις πληγές αφού ποτέ δεν πρόκειται να κλείσουν; Απόψε η νύχτα ανήκει στην γέμιση! Θα πρέπει να είμαι τόσο μα τόσο προσεκτική. Οι αναλογίες θα πρέπει να τηρηθούν. Μια χούφτα κουκουνάρι και μια ιδέα κάστανο και μερικά μυρωδικά, θα κάνουν την δουλειά. Και έπειτα μισή ώρα στον φούρνο σε άπειρους βαθμούς. Θα πρέπει να διαθέτει μια αίσθηση βελουτέ και κανείς να μην ξεχωρίζει το σκόρδο που νοστιμίζει κάπως το μείγμα. Αν τάχα δεν είναι έτσι όπως πρέπει, τότε θα θυμώσει και η παρέα θα νιώσει αμήχανα καθώς θα με σέρνει με θυμωμένες κινήσεις στο μέσα σπίτι. Η παρέα θα παραμείνει σιωπηλή καθώς θα ακούγονται οι φωνές και τα κλάματα από τον διάδρομο. Και τίποτε δεν θα αλλάξει όταν σπεύσω ολότελα αδειασμένη από αξιοπρέπεια για να φροντίσω τα αδειανά μπουκάλια, με ένα δάκρυ που είναι περισσότερο αγωνία μην τύχει και καταλάβουν πως έκανα λάθος στην γέμιση, πως δεν πέτυχα την υφή και άφησα να παραστρατήσει ένα τόσο σημαντικό έδεσμα. Θα φύγω γρήγορα, θα πιω λίγο κόκκινο κρασί, η παρέα θα ξαναβρεί τον ρυθμό της, θα έρθει βιαστικά για  να με φιλήσει πατρικά στο μέτωπο, ζητώντας μου συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη. Αν βάλω στην σειρά όλες αυτές τις αδειανές λέξεις, τότε θα μπορώ να ολοκληρώσω ένα τέλειο μυθιστόρημα. (τα χέρια της βουτηγμένα στο μείγμα, δίπλα της ένα γυαλισμένο μαχαίρι με παράξενα μεγάλη λάμα)

 Τίποτε δεν θα πάει στραβά! Τώρα όμως είναι το δύσκολο κομμάτι. Θα πρέπει να γεμίσω αυτό εδώ το πουλερικό με μπόλικη γέμιση, δεν πρέπει να φανώ φειδωλή γιατί τότε με κάθε δίκιο θα επαναληφθεί η σκηνή του διαδρόμου. Χρειάζεται υπομονή, (παραγεμίζει την κοιλιά του πτηνού με την γέμιση, μεγάλες κουταλιές από κουκουνάρι και κάστανο και μυρωδικά και αγάπη χριστουγεννιάτικη γεμίζουν με ευτυχία το νεκρό πουλί.) Λίγο ακόμη, θαρρώ πως θα χρειαστεί μα ιδέα δενδρολίβανο, λένε πως κάνει τόσο μα τόσο καλό στην μνήμη. Ορίστε! Τόσο είναι αρκετό! Και έπειτα λίγα ακόμη μπαχαρικά, έτσι άδεια που είναι η ζωή μας, μπορούν να κάνουν την διαφορά στην μονότονη γεύση αυτού εδώ του κόσμου. Τέλεια, να και εδώ χωράει λίγη από την γέμιση, και τριγύρω από τον λαιμό, θα πρέπει κανείς να πνίξει την ζωή του με γέμιση, θα πρέπει να βρει τα συστατικά που απαιτούνται για ένα τέλειο, γευστικό αποτέλεσμα. Ίσως προσθέσω και κάτι ακόμη. (ξαφνικά σκοτεινιάζει και μια λύπη πέφτει σαν σκιά πάνω στο τέλειο μακιγιάζ της που κρύβει την αλήθεια)

 Κάτι από τα παλιά, ευτυχισμένα χρόνια, τότε που όλα ήταν έρωτας. Και έπειτα τις προσβολές, τα χτυπήματα, τις κλειδωμένες νύχτες σε σκοτεινά δωμάτια, την αξιοπρέπεια που πεθαίνει στους νερόλακκους των δρόμων, λίγο αίμα από το σκίσιμο πάνω ακριβώς από το μάτι. Και πριν το ξεχάσω, μια ιδέα κατακόκκινο κρασί. Αυτό είναι. Τώρα είναι μια τέλεια γέμιση, μια απόλυτα προσωπική ιδέα.

(Το φαγητό είναι στον φούρνο. Η παρέα διασκεδάζει, όλοι τους είναι πια τόσο μεθυσμένοι. Τα κορίτσια γίνηκαν κάπως ελαφριά και πίσω από το ακριβό κοστούμι κάθε θεληματικού άνδρα μπορείς να δεις παιδιά που πονούν. Η Εύα δεν μένει πια εδώ. Περπατάει στον έρημο δρόμο, με το μαχαίρι της που λάμπει κάτω από το φεγγάρι και με το ποτήρι της στο χέρι. Με την παγωνιά πλάι της και μια νύχτα έναστρη που ποτέ άλλοτε δεν επαναλήφθηκε. Τώρα η Εύα είναι για πάντα μεθυσμένη και τριγυρνάει στις όχθες του ποταμού που την καθρεφτίζει όπως η λάμα του μαχαιριού της.

Το άλλο πρωί, ανήμερα των Χριστουγέννων, η Εύα με το φουστάνι της, βρεγμένη ως το κόκαλο, με σπασμένα τα τακούνια της και το μαχαίρι στο χέρι της, θυμίζει μια κούκλα πλαστική με μια ιδέα κόκκινο κρασί απάνω στο φόρεμά της, στο ύψος της καρδιάς. Η σκηνή τελειώνει με τον ήχο της βαλβίδας του πουλερικού που είναι έτοιμο, έτοιμο, έτοιμο. Η Εύα δεν είναι πια εδώ. Είναι ένα σκίσιμο στο μάτι του κόσμου μας. )

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→