Στην κυριακάτικη φυλλάδα η εφημερίδα περιλαμβάνει ένα κεντρικό άρθρο για την στήλη του κινηματογράφου. Συνήθως οι αναφορές αφορούν δύο ή περισσότερα φιλμ ή ορισμένες από τις ξένες σειρές που μονοπωλούν το τηλεοπτικό μας ενδιαφέρον. Οι λάτρεις της μεγάλης οθόνης και όσοι παρακολουθούν σε βάθος κάθε νέα παραγωγή από όσες φιλοξενούν οι καινούριες πλατφόρμες βρίσκουν τις αναγκαίες οδηγίες. Και έτσι, κατ’αντιστοιχία με την υπόδειξη βιβλίων, γνώμης, ήθους και ύφους η στήλη του κινηματογράφου καθοδηγεί τον λάτρη στα φιλμ της επικαιρότητας. Αν εκείνος υπακούει, είπατε; Μα και βέβαια, η οθόνη λειτουργεί υπνωτιστικά και αφήνει λίγα περιθώρια ελιγμών, προσωπικών απόψεων και αντίστασης. Οπότε, ναι, αν αυτό είναι που ρωτάτε, ο λάτρης του σινεμά συμφωνεί και στον απογευματινό καφέ θα επιστρατεύσει και εκείνος τις εκφράσεις του αρθρογράφου που διαμορφώνει και ας μην το ξέρει, έναν ολόκληρο κόσμο.
Insider, τιτλοφορείται η καινούρια ταινία του Γουίλιαμ Νταφόε. Το φιλμ διαθέτει και μια ιδέα ελληνικού ενδιαφέροντος, αφού ο παραγωγής δηλώνει Έλλην και εμείς γυρεύουμε απεγνωσμένα κάποιον να μας βγάλει από την αθεράπευτη μετριότητά μας. Ένας κλέφτης έργων τέχνης «επισκέπτεται» ένα πολυτελές διαμέρισμα στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Το λοφτ διαθέτει χώρο, τεχνολογία, μπόλικη αφαίρεση και ασπάζεται πειθήνια την επικυριαρχία του γυαλιού και του χάλυβα. Στο βάθος η Νέα Υόρκη αναβοσβήνει σαν φωτεινός σηματοδότης που μας γνέφει από το μέλλον, γεμάτη στρας, φώτα και όνειρα. Ο κλέφτης θα βάλει τα δυνατά του, μα θα χρειαστούν μήνες προτού κατορθώσει να κάνει το οτιδήποτε. Μέχρι τότε κατοικεί αυτό το άγνωστο και απρόσωπο σπίτι, περιφέρεται στις γωνιές του, ολότελα αποκλεισμένος. Ένας προστατευτικός αποκλεισμός που θα μπορούσε να του ταράξει το νου. Η συνέχεια πάντα στο φιλμ του Έλληνα παραγωγού Γιώργου Καρναβά.
Διάβασε ξανά και ξανά το άρθρο. Το ‘πιασε από μια άλλη γωνιά, αναμετρήθηκε μαζί του, βάλθηκε να το κριτικάρει ώσπου να εκμαιεύσει την αλήθεια. Κοίταξε τριγύρω του το πανόραμα της πόλης, ένιωσε για λίγο τον ίλιγγο που σε κερνάνε οι κορυφές. Αισθάνθηκε κάπως ξεχασμένος και ίσως ανασφαλής παρά τις πελώριες πόρτες που σφράγιζαν πίσω του τα δωμάτια. Πρώτα ο κρότος και έπειτα το τραγούδι των ηλεκτρονικών κωδικών, αυτά τα μοντέρνα αηδόνια που μας παίρνουν το νου από το πρωί ως το βράδυ. Ειδοποιήσεις, υπενθυμίσεις, επισημάνσεις, στιγμή δεν μένουμε μονάχοι μας και είναι να απορεί κανείς που φερθήκαμε έτσι σκληρά στην άμοιρη την μοναξιά μας. Εκείνος νόμιζε πως οι άνθρωποι την αγαπούσαν κατά βάθος μα όλα αυτά τα ψηφιακά στολίδια σάρωσαν όλες τις πεποιθήσεις του.
«Θα μείνω εδώ ακριβώς που βρίσκομαι. Έτσι δεν θα μου συμβεί τίποτε κακό. Θα αποφύγω φωτιές, δυστυχήματα, χωρισμούς, θα αποφύγω την αληθινή ζωή. Γιατί αν τα καταφέρω τότε μες στο βασίλειό μου για πάντα θα ζήσω. Θα παρακολουθώ τις εξελίξεις, την κρίσιμη στιγμή θα μου πιστώνεται το θείο φιλοδώρημα, την κρίσιμη στιγμή θα γίνομαι θυσία εδώ και εκεί για να περάσει μια ολόκληρη χώρα από την άγουρη εφηβεία στην εποχή της ωριμότητας. Θα αφήνω τους βιαστές να έρθουν στο σαλόνι μου, θα τους δικάζω γρήγορα γρήγορα, δίχως ελαφρυντικά μαζί με τα θύματά τους. Μια γρήγορη παραγγελία – ελπίζω να βρέχει καταρρακτωδώς για να έχει η όλη διαδικασία μια κάποια αγωνία – και έπειτα πάλι εμπρός στον δέκτη μου να μετρώ τις σωρούς έξω από τα επείγοντα με γεμάτο από την αηδία στομάχι. Να κοιτάζω την δυστυχία των άλλων με σίγουρο τον εαυτό μου και μηδενικές τις απώλειες μου, τι αφέλεια! Μες σε ένα κάστρο από χάλυβα και γυαλί και μοναξιά θα μπορώ να περάσω την ζωή μου με ασφάλεια. Και την κρίσιμη στιγμή, με βέβαιο και αποφασιστικό βήμα, μόλις μου γνέψει το σύστημα που όλους τους έχει κερδίσει στο πλάι του, σίγουρος θα προχωρήσω. Να θυσιαστώ και εγώ στον μεγάλο εκείνο σκοπό που θα πάει ένα βήμα παραπέρα τούτο τον τόπο».
Ήπιε λίγο παραπάνω απόψε. Στο μεταξύ, το σήμα δεν έρχεται, κανείς δεν χρειάζεται την θυσία του. Και τότε, με απολύτως ξεκάθαρο νου, βγαίνει στους δρόμους. Τον συλλαμβάνουν, αρπάζουν την αξιοπρέπειά του και την κλείνουν σε ένα κελί με ελάχιστο φωτισμό. Όσο και να τους λέει για την θυσία που γυρεύει, εκείνοι δεν τον ακούνε και κάνουν ότι μπορούν για να τον βγάλουν σκάρτο. Κάπου κάπου νοσταλγεί το γυαλί και το χάλυβα, μα τίποτε δεν θα του κάνει εμπρός στην πιθανότητα που απλώνεται εμπρός του να γκρεμίσει την φυλακή του. Εκείνος θα περιμένει με αγωνία το κρίσιμο νεύμα και τότε θα μπορεί να ξεπληρώσει στους φίλους που δεν γνώρισε το χρέος που του ανέθεσαν.
Ασυναίσθητα είπε δυο στίχους παραφρασμένους ελαφρά, μα απόλυτα ταιριαστούς στην εθνική μας ταυτότητα. Είχε ησυχία και ίσως να ακούστηκαν λίγο μακρύτερα, ως εκείνο το υπαίθριο φως που τρέμει στο βάθος. Γύρω του καθόλου χάλυβας και γυαλί, μονάχα η αστική Ελλάδα του ‘ 60 που πεθαίνει καταδικασμένη σε αργό θάνατο. Επάνω της έχουν ακουμπήσει ένα μπουκέτο αξιοπρέπειας μα τι γρήγορα που μαραίνεται, τι γρήγορα. Και το παραφρασμένο τραγουδάκι, καλά κρατεί, καλά κρατεί με ένα μπαλέτο από μαριονέτες που κινούνται σπασμωδικά.
«Σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει την γη, σε γνωρίζω από την κόψη της λαμαρίνας την τρομερή. Απ’τα παράθυρα βγαλμένα των Ελλήνων τα ιερά, χαίρε ω χαίρε ζωή μου», όνειρό μου απατηλό.
Ακριβώς αυτό τραγουδούσε σχεδόν ψιθυριστά και ο χάλυβας με τα ψηφιακά του αηδόνια κρατούσαν το ίσιο, όσο η ζωή γλιστρούσε περιφρονώντας το ένα μετά το άλλο, τα κόκκινα, εκτυφλωτικά φωτοσήματα.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.