Τασούλα Γεωργιάδου: Αληθινές – παλιάς κοπής, μιας άλλης εποχής, σαν τις γιαγιάδες, τις μητέρες ή τις θείες μας, από τις εκδόσεις ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, 2021
Κριτική παρουσίαση της
Θώμης Μανάφη*
Στο κείμενο της Γεωργιάδου μέσα από μια εξαιρετικά γλαφυρή αφήγηση στην εξέλιξη του 20ου αιώνα, αποκαλύπτονται ζητήματα ιστορικά, που κυρίως αφορούν την θέση της γυναίκας. Της ελληνίδας γυναίκας. Με αριστοτεχνικό τρόπο συνδέονται τα ιστορικά γεγονότα με την διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, με τα ήθη και τα έθιμα της εποχής εντοπίζοντας κυρίως τον ρόλο της γυναίκας μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Οι γυναίκες αυτές, οι «ΑΛΗΘΙΝΕΣ» όπως πολύ εύστοχα ονομάζονται είναι οι γιαγιάδες μας οι μητέρες μας οι θείες που έζησαν στην σκιά των ανδρών, που έζησαν την προσφυγιά την εργατιά, τον ξενιτεμό, για να φτάσουμε στις μέρες μας να τις θυμόμαστε και να τις μνημονεύουμε με τρυφερότητα νοσταλγία και με ανάμικτα συναισθήματα λύπης και υπερηφάνειας. Γιατί αυτές οι ΑΛΗΘΙΝΕΣ γυναίκες μας μεγάλωσαν μας ανέθρεψαν με τα λιγοστά γράμματα που κατάφεραν να μάθουν, όσες τα κατάφεραν και να διαμορφώσουν τις σημερινές γενιές γυναικών, που έμαθαν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους στην ζωή, στην εργασία, που μας έμαθαν να υψώνουμε το ανάστημά μας και να κρινόμαστε σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας με ίσους όρους.
Το κύριο ενδιαφέρον μου, μέσα από το πρίσμα της ιδιότητας μου ως ψυχοθεραπεύτριας, εστιάστηκε όχι τόσο στα ιστορικά γεγονότα των διηγημάτων, αλλά στα στοιχεία εκείνα της κοινωνικής θέσης της γυναίκας σε εποχές δύσκολες.
Παρατήρησα στη γραφή της Γεωργιάδου να γίνεται μια πολύ έξυπνη διαχείριση του χρόνου. Περιγράφοντας πολύ οικείες καταστάσεις που όλοι και όλες θυμόμαστε, την εποχή της ποδιάς για τα κορίτσια και του πηλήκιου με την κουκουβάγια για τα αγόρια γίνεται εύστοχα και ομαλά μια σύνδεση με γεγονότα ιστορικά που εξηγούν την διαμόρφωση της κοινωνίας. Η Ιστορία έτσι κι αλλιώς αποτελεί το στίγμα όλης μας της ύπαρξης, και όποιος την μελετά με σεβασμό, μπορεί να την κατανοήσει και να την αποκωδικοποιήσει με ευκολία, ερμηνεύοντας και τις καταστάσεις του σήμερα.
Στην “Μαθητεία” θίγονται ένα σωρό ζητήματα που ακόμα μας επηρεάζουν και μας καθορίζουν. Π.χ. το γεγονός ότι μετά την φοβερή δεκαετία του ‘40 «οι άνθρωποι που επιβίωσαν δεν ήθελαν να μιλήσουν και να σκαλίσουν τον πόνο»
Το συλλογικό εθνικό τραύμα οι Αληθινές το έκρυψαν βαθιά μέσα τους και οπλίστηκαν με υπομονή για να στεριώσουν μια ζωή καλύτερη. Ο πόλεμος και τα δεινά του ήταν ακόμα παντού, τα τραύματα στην ψυχή και στο σώμα ακόμα ορατά, αλλά οι «Αληθινές» τα θάβουν μέσα τους και τα πασπαλίζουν με αγάπη.Ο άνθρωπος θυμάται και οι μνήμες αφήνουν τα αποτυπώματά τους που μας καθορίζουν. Ο άνθρωπος συσσωρεύει εμπειρίες και αναμνήσεις που λειτουργούν με έναν υποδόριο τρόπο και διαμορφώνουν τις αντιδράσεις και τις αποφάσεις μας . Αυτές τις μνήμες οφείλουμε να τις περάσουμε στα παιδιά μας χωρίς φανατισμό και μισαλλοδοξία γιατί είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν στέρεες αξίες γνωρίζοντας τις ρίζες τους.
Αυτό το συλλογικό τραύμα που χαρακτηρίζει τα έθνη μετά από μεγάλες καταστροφές το συναντάμε ιστορικά σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα . Η συλλογική μνήμη μας καθοδηγεί όμως είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως υπάρχει στις πονεμένες και τραυματισμένες ζωές και ένας μηχανισμός αυτοΐασης, που τελικά γίνεται η κινητήρια δύναμη για να προχωρήσουμε παρακάτω, όπως παρατηρούμε στο “Εκδρομή στον δυτικό Ταΰγετο“:
Ήρθε στα πόδια της η Αρετή και ζήτησε συγνώμη για ό,τι έκανε ο πατέρας της εκλιπαρώντας. Σπάραζε. «Ήμαρτον, σχώρα με. Έχω τριάντα πέντε χρόνια να κοινωνήσω.» Η μάνα μου γονάτισε και την αγκάλιασε, κλαίγανε με τις ώρες. Δεν μπορώ να σου περιγράψω την ένταση της σκηνής. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Έκτοτε έγινε ο φύλακας άγγελος του σπιτιού. Επέβλεψε όλες τις επισκευές, φροντίζει τα πάντα, την καθαριότητα, το περιβόλι, τις ελιές. Νιώθει την εξιλέωση, την κάθαρση, το’ χει ανάγκη. Και μεις την αγαπάμε.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα παγκόσμιου τραύματος είναι η πανδημία. Περάσαμε καταστάσεις που δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε , μάθαμε από αυτή την εμπειρία πιεστήκαμε δεν την ξεχνάμε αλλά όμως με μια αυτόματη άμυνα και έναν αυτόματο μηχανισμό αυτοπροστασίας μόλις λίγους μήνες ξεπεράσαμε την εποχή του εγκλεισμού και του φόβου.
Κάτι άλλο που βγαίνει πολύ όμορφα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και εξελικτικά φτάνει στις μέρες μας είναι η σημασία και η αξία των προσωπικών σχέσεων στις μικρές κοινωνίες. «Οι γείτονες είναι πάντα περίεργοι με τις ζωές των άλλων» λέει στην “Κατίνα”. Αυτός ο κοινωνικός ιστός που αποτελούνταν από την οικογένεια, το σόι, την γειτονιά, και ευρύτερα το χωριό ή την πόλη στήριξε την κοινωνία σε όλες τις δυσκολίες.
Εκεί οι σχέσεις ήταν απόλυτα οριοθετημένες. Ο σεβασμός στην ιεραρχία, η σεμνότητα, η σύνδεση και η αγάπη των μελών της οικογένειας, στοιχεία που μερικά από αυτά μπορεί να μας φαίνονται παλιομοδίτικα, ήταν αυτά που έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους ανθρώπους για να επιβιώσουν και να προχωρήσουν. Ο άνθρωπος ζει σε ομάδες και οι ομάδες για να λειτουργήσουν έχουν τους δικούς τους ηθικούς κανόνες. Αλλιώς δεν θα επιβίωναν.
Η ανυπακοή προς τους μεγαλύτερους δεν ήταν αποδεκτή και η απόλυτη ελευθερία δεν ήταν πάντα με θετικό πρόσημο. Σήμερα αυτό που μας δυσκολεύει και στην κοινωνική συναναστροφή και στις προσωπικές σχέσεις είναι η δυσκολία μας να θέσουμε όρια. Η ξεκάθαρη περιγραφή του ζωτικού μας χώρου, και ο καθορισμός της έννοιας της ελευθερίας είναι τα πιο χρήσιμα εργαλεία για την σχέση μας με τα παιδιά μας με τους συντρόφους μας με το εργασιακό μας περιβάλλον.
Στο εκπαιδευτικό περιβάλλον της εποχής που αναφέρεται το βιβλίο, υπήρχε μια αυστηρότητα που πολλές φορές έφτανε στην υπερβολή αλλά υπήρχε μια σοφία και μια ισορροπία που καθόριζε τα όρια και αυτό λειτουργούσε πολύ βοηθητικά στην διαμόρφωση στιβαρών χαρακτήρων. Μόνο μέσα από την τήρηση των ορίων ο άνθρωπος γίνεται δυνατός και ελεύθερος.
Στα διηγήματα αυτά θίγονται και πάρα πολλά άλλα ζητήματα, όπως η καταπιεσμένη σεξουαλική ζωή των γυναικών, η απόλυτη κυριαρχία της οικογένειας στην απόφαση για τον γάμο της κόρης, οι νύφες που ταξίδευαν στα πέρατα του κόσμου για να συναντήσουν τον γαμπρό που κάποιο άλλοι είχαν επιλέξει, για να ακολουθήσουν ότι «ήταν πρέπον και ηθικό» όπως στην “Αμερικάνα”: Της ήρθε να τσιρίξει, κρατήθηκε με κόπο. Είπε ένα «καλώς ορίσατε» μεσ’ απ’ τα δόντια, ζήτησε συγνώμη και έτρεξε στο υπνοδωμάτιο. Έπεσε με τα μούτρα στο κρεβάτι της να πνίξει ένα λυγμό. Αναζήτησε τη φωτογραφία που ’χε στείλει ο Περικλής. Πράγματι, ήταν και ο παχούλης μέσα, ούτε που τον είχε προσέξει ξανά. Ξαναμέτρησε. Κι αυτός τρίτος ήταν… τρίτος από τα δεξιά. Ούτε που πέρασε από το νου της να ζητήσει διευκρίνιση, από πού να μετρήσει. Τo βλέμμα είχε κολλήσει στον άλλον, τον όμορφο, τον ερωτεύτηκε κι ούτε πήγε το μυαλό της να προβληματιστεί. Τι ανόητη που ήταν!
Παρά τις δυσκολίες της εποχής και τα δεινά του έθνους αυτό που μου μένει ως επίγευση από την ανάγνωση του βιβλίου είναι ότι σταλάζει μέσα στην ψυχή του αναγνώστη την γλύκα μιας γενιάς που θυμάται αλλά στέκεται όρθια με γενναιοδωρία ψυχής και προχωρά.
✳︎
Η ©Θώμη Μανάφη είναι Φαρμακοποιός και Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
❀

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.