Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ο ωραίος Άλεξ

εργάκι από το λαϊκό ρεπερτόριο
που χωρεί μια δυο αλήθειες

κηνικό γιορτινού τραπεζιού. Εδέσματα, πιατέλες και γύρω ευτυχισμένοι οι καλεσμένοι. Οι κυρίες χαμογελούν και δοκιμάζουν με τρόπο το κρασί. Και οι άνδρες καθισμένοι όπως στο φρέσκο του μοναστηριού του Μιλάνου με το κέντρο να κυριαρχείται από τον πιο όμορφο, τον πιο λαμπερό από όλους τους παρευρισκόμενους. Γύρω του η οικογένεια και εκείνος ευτυχισμένος, σαν Ερωτόκριτος έξω από το δράμα του. Σε κάποιο άλλο δωμάτιο με το οποίο έχουμε οπτική επαφή ως θεατές μια γυναίκα στέκει εμπρός από τα σκεύη της που αφήνουν βρυχηθμούς ατμού. Θεέ μου, με τι θηρία θα πρέπει κανείς να τα βάλει μες στην κουζίνα που δουλεύει ακατάπαυστα στο όνομα της γεύσης.)

Ο Ερωτόκριτος αυτής της μοντέρνας όσο και τραγικής οπερέτας ονομάζεται Άλεξ. Και η γυναίκα μες στα νέφη είναι η Λάουρα. Οι υπόλοιποι είναι οι γονείς τους. Τα πρώτα Χριστούγεννα στο διαμερισματάκι τους σε κάποια εκατοστή των νεοϋρκέζικων δρόμων που βαρέθηκα να σας απαριθμώ, αφού ο κόσμος παραμένει μεγάλος και εμείς μια στιγμή που μας παρασέρνει ο χρόνος. Ντυμένοι γιορτινά και οι γηραιότερες κυρίες πολύ πιο έντονα, με κραυγαλέες ατέλειες, καρικατούρες του παλιού που ξοφλάει )

Άλεξ: Λάουρα, Λάουρα, για τον Θεό!

Λάουρα: Αμέσως!

Άλεξ: Ο πατέρας θέλει να τσουγκρίσει! Θα’ρθεις Λάουρα;

Πατέρας Άλεξ: (συνωμοτικά) πρέπει να της βάλεις όρια. Συλλογίσου το. Πέρασε μου τη γέμιση. 

Άλεξ: Αμέσως πατέρα. (εξίσου συνωμοτικά), ακούστε έχω λάβει ήδη τα μέτρα μου.

(ο πατέρας τον χτυπά στην πλάτη με καμάρι όσο η Λάουρα περνάει με το ψητό μες στο δωμάτιο. )

Άλεξ: Νόμισα πως είχες βγει για να το κυνηγήσεις (οι άλλοι ξεσπούν σε γέλια, η μητέρα της Λάουρα νιώθει τη βαρύτητα της στιγμής και διακόπτει απότομα τη διασκέδασή της και όλοι παγώνουν, την κοιτάζουν και αρχίζουν να τρώνε αργά, δίχως να παίρνουν το βλέμμα τους από πάνω της)

Λάουρα: (στη μητέρα του Άλεξ απευθύνεται αδιάφορα) Μπούτι, μητέρα; 

Μητέρα Άλεξ: Αφού τίποτε άλλο δεν μπόρεσες (την κοιτάζει με ειρωνεία) Ευχαριστώ κορίτσι μου. Τι νόστιμο που φαίνεται! Λίγο ψήσιμο μόνο ακόμη, μα του χρόνου πάλι θα έχεις την ευκαιρία σου.

Λάουρα: Τι καλά λόγια, σας ευχαριστώ!

Άλεξ: Επιτέλους Λάουρα! Θέλεις να αναλάβω μέτρα; (ο πατέρας τον σκουντάει με καμάρι και μια μπουκιά του κάθεται. Βήχει με τρόπο, πίνει κρασί και λύνει τη γραβάτα του.) Όταν λέω να ‘ρχεσαι, θα ‘ρχεσαι αμέσως. 

Μητέρα Άλεξ: Και το αντίστροφο χρυσέ μου, και το αντίστροφο, να θυμάσαι όσα σου έχει πει η μανούλα.

Πατέρας Άλεξ: Ανάθεμα, ένα κομμάτι λίπος μου στάθηκε στον λαιμό. Μα το κρέας χρειάζεται καθάρισμα χρυσό μου, τι νόμισες; ( απευθύνεται σε εκείνη και έπειτα συνωμοτικά στον Άλεξ) Να λάβεις μέτρα.

Λάουρα: Ναι πατέρα, θα το θυμάμαι. Η μητέρα μου είπε ότι έχω έναν ολόκληρο χρόνο να βελτιωθώ. 

(Στη θέση του ο πατέρας της Λάουρα κοιτάζει με τρόμο. Δεν έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του. Μόνον χτυπάει το πόδι του ρυθμικά και επαναλαμβάνει τη φράση «Λάουρα, μπορώ να σου πω» ξανά και ξανά, σαν μόνιμο δίστιχο. Η Λάουρα στην κουζίνα της ολομόναχη κλαίει.)

Μητέρα της Λάουρα: (την δικαιολογεί) Το καλό μου κάθεται μόνο του και κλαίει. Από μικρό, το πήγαμε σε τόσους ιατρούς μα τίποτε, τίποτε, μόνο που κάναμε το σπίτι φαρμακείο. Τώρα τα πουλάμε κοψοχρονιά μαζί με γενναία δεμάτια ελπίδα. Έχουμε κάνει την τύχη μας.

Λάουρα: (σιγανά, σαν μονόλογος που δυναμώνει στα βάθη της κουζίνας της.) Μισό λεπτό πατέρα, μαμά μην μιλάς για μένα, δεν είναι ευγενικό, ω Άλεξ δεν μου είχες πει τίποτε για όλα αυτά, εγώ δεν είχα την παραμικρή ιδέα, την υποψία πως, ω Άλεξ κατάλαβε με, χρειάζεται να φύγω για ένα μικρό διάστημα, έρχομαι πατέρα και να ξέρετε πως έκανα τα πάντα, δούλεψα με το σώμα μου ως αργά τις νύχτες και κουρελιαζόμουν μες στα λεωφορεία και έφερνα στο νου μου τα πρόσωπά σας χαμογελαστά, σαν να λέτε «τα κατάφερε», πίστεψα πως έχω έναν λόγο, έχω εσάς. Και αν υπήρχε ένας γκρεμός θα ήταν η μόνη λύση, μισό λεπτό πατέρα, μισό λεπτό, στην περίπτωση που παρουσιαζόμουν ανήμπορη να συνεχίσω, επειδή το ψητό μου είναι μέτριο, μέτριο, μέτριο πατέρα και ένας κομμάτι λίπος στάθηκε εμπόδιο στη διασκέδαση σας, μισό λεπτό πενήντα χρόνια τώρα , σαν να μιλάω στο κενό. Και έτσι θα ‘ναι όταν θα έχεις φύγει και είναι η μοναξιά μου ένας μικρός θάνατος, μια επανάληψη, χρησμοδοσία μες στ’αρχαίο θάλαμο, επίκληση στο τίποτε. Πατέρα δώστε μου μισό λεπτό, όχι περισσότερο και ύστερα θα είμαι δική σας , δική σας.

(Φοράει το παλτό της, αρπάζει την τσάντα της, περνάει από την τραπεζαρία, ανακατώνει λίγο τα μαλλιά του Άλεξ, όλοι μαζί φωνάζουν «να λάβεις μέτρα, Λάουρα αυτό ήταν, δεν μπόρεσες, μπορώ να σου πω» και η έντασή τους που δυναμώνει. Αφήνει πίσω της μισάνοιχτη την πόρτα και χάνεται εδώ και εκεί μες στα λαμπιόνια της γειτονιάς που την δείχνουν σπασμωδικά. Και έρχονται από παντού οι παλιές της φίλες, μέσα από τα σπίτια βγαίνουν, δεκάδες γυναίκες, που περπατούν στη σκηνή, διαγράφοντας κύκλους. Αργότερα, όλες τους θα κατηγορηθούν για εγκατάλειψη συζυγικού τραπεζιού και θα τιμωρηθούν αυστηρώς με πολυετή παραμονή μες στο δωμάτιο της υπηρεσίας ανάμεσα σε τηγάνια και χύτρες με το μεγάλο βιβλίο των συνταγών της μοντέρνας μας ζωής που πάντα συμβουλευόμαστε ορθάνοιχτο.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης