Μια ιστορία σαν όλες τις άλλες.
Με έρωτες αδέξιους με φιλίες προδομένες,
με ένα περιγιάλι στο φόντο
…[Στο θολωμένο μου μυαλό
ο κόσμος είναι μια σταλιά,
κάτι σκιές απ’ τα παλιά και
κάποιο πάθος μου τρελό…]
Άκης Πάνου
Θα’ρθώ να σε πάρω. Αυτό της είπε και ήταν ο τρόπος του, σίγουρος, τελειωτικός. Τ’άλλο πρωί φόρτωσε στο λεωφορείο τα πράγματα και έφυγε. Φίλησε τον πλάτανο και δεν κοίταξε πίσω του. Πώς να τ’άντεχε να ‘ βλεπε την Κρινιώ να κλαίει και να πονεί, την Κρινιώ του που την αγάπησε ως τα βάθη, που την κράτησε μες στην καρδιά του, όπως κάνουν με τα εικονίσματα και με τα πράγματα της ειδικής της αξίας.
Έπειτα το πλοίο, μήνες ολόκληρους, μια πολιτεία απάνω στο νερό, για πού τραβά, τι να’βρει ψάχνει; Άμα πιάσανε στο Περθ ρίχτηκε στη δουλειά. Στο λιμάνι, τη λάντζα, στο χαλίκι, πρώτος ήταν ο Αλέξανδρος και δεν του’βγαινε κανείς στην καπατσοσύνη και την προθυμία. Γρήγορα τον προσέξανε, κάτι δικοί μας με λεωφορεία για το Σίδνεϊ και του πιάσανε την κουβέντα. Να πάρεις το χαρτί βρε παιδί μου. Και ύστερα να ανέβεις στο τιμόνι, εύκολη είναι η δουλειά. Θα πηγαίνεις φορτωμένος και θα’ρχεσαι πούπουλο, με το κέρδος σου στην τσέπη. Τ’ακούς; Στην τσέπη. Το ζύγισε ο Αλέξανδρος, θα πάω είπε και σε έξι μήνες μόστραρε με το κοστουμάκι του εμπρός από το επονομαζόμενο και πούλμαν. Στο παρμπρίζ είχε κολλήσει κάτι φωτογραφίες από το χωριό του το Περιγιάλι, από την Κρινιώ, ανήμερα του Σταυρού κάτω στα βράχια. Τι όμορφη που’ταν, του κόπηκε η ανάσα που την είδε, θαύμα ήταν και δεν θα το ξεχάσει όσο ζει.
Είχε και του φίλου του, του αδελφικού κάποιο ενσταντανέ από τον καιρό της θητείας. Είχανε πιαστεί ο ένας από τον άλλον και είπανε πως θα τη βγάλουνε πέρα ετούτη την περιπέτεια. Πότε παγωνιά και άλλοτε κάτι καλοκαιρινά μεσημέρια στο πεδίο βολής. Αχώριστοι γίνανε οι δυο τους και έπειτα στο χωριό, τα’πανε, τα συμφωνήσανε. Θα συνεταιριστούν, θα φέρουν νερό από τα υψώματα και θα ενώσουν τα χωραφάκια τους.
Μα τον Αλέξανδρο τον έτρωγε το φευγιό, ο τόπος δεν τον χωρούσε. Είπε στον φίλο του, τα παίρνω πίσω όλα, να ξέρεις. Εγώ θέλω να φύγω, είμαι πουλί εγώ, με τους χειμώνες παίρνω δρόμο. Ο Λιάκος δεν το πήρε καλά, του θύμωσε, ανταλλάξανε βαριές κουβέντες. Και πόσοι δεν τους πιάσανε τ’απολείτουργο, πόσοι δεν προσπαθήσανε να τους ταιριάξουν και πάλι τις ζωές; Μα είχε ραγίσειπια το γυαλί και είχαν κυλήσει τα κομμάτια.
Έτσι ψυχραμένο τον θυμάται τον Λιάκο στο περίφημο fondalle ετούτης της ιστορίας να τον αποχαιρετάει. Ο Αλέξανδρος του’γραψε, μα μία απόκριση μονάχα πήρε. Πάνε είκοσι χρόνια που δεν έμαθε νέα του, μα πού καιρός πια για τις λέξεις. Κάθε χάραμα, το βαρύ λεωφορείο παίρνει εμπρός, οι ταξιδιώτες επιβιβάζονται, άλλος μ’ελπίδα στο πρόσωπό του και άλλος με την απελπισία του τέλους. Τώρα ο Αλέξανδρος φοράει παλτό και έχει ταμπάκο δικό του και με τα ναύλα που κέρδισε μπήκε συνέταιρος στα πούλμαν. Και τώρα στα ύφαλα του βαριού οχήματος γράφει το όνομά του και ο ίδιος βρήκε μια θέση μες σε τούτο τον άγριο τον κόσμο.
Μα σήμερα το πήρε απόφαση. Εμπρός του ατέλειωτα τα χιλιόμετρα, μα η απόφασή του δεν έπαιρνε από λόγια. Θα γυρίσει στο Περιγιάλι, τους λογαριασμούς του να τους κλείσει. Να πάρει και την Κρινιώ, να δει και εκείνη τι σόι πράγμα είναι ετούτη η ζωή με τις ομορφιές και με τ’ατέλειωτα της, τα όμορφα τα ερωτηματικά και τ’ανεξήγητα. Την άλλη μέρα, μόλις ήρθε από την πόλη, αγόρασε το εισιτήριο και ενημέρωσε τους συνεταίρους. Να πας Άλεξ, να βρεις ότι έμεινε από τη ζωή σου. Εδώ πέτυχες, να πας.
Έρχεται μια ώρα και πιάνει τον ανάποδο σκοπό η ζωή μας. Το βαπόρι διαβαίνει αργά και ένδοξα τους ωκεανούς και τα πελάγη. Και ίσαμε το βράδυ, να ‘σου και ο Πειραιάς, με τους γερανούς και με τα καΐκια του και με την μπούκα του που τη φωτίζει όπως τότε, ο φάρος ο μικρός. Τα κλάματα έβαλε ο Αλέξανδρος, ράγισε η καρδιά του ή πάλι πέσανε χάμω τα φύλλα, ήρθαν φθινόπωρα ξαφνικά και φάνηκε το τραύμα του. Γεια σου Ελλάδα, ψιθύρισε. Ο διπλανός του τον κοίταξε, γέλασε και επανέλαβε τα λόγια σαν προσευχή σωσμένα. Κατέβηκε στον σταθμό, πήρε το λεωφορείο, η άνοιξη έμπαινε, το παλτό δεν το’θελε και το χάρισε σε έναν του δρόμου. Σάστισε ο άλλος, μα πού να φανταστεί τι γινόταν μες στην καρδιά εκείνου του άνδρα, τι σκόνη τρικυμισμένη σηκωνόταν, Θεέ μου, τι σκόνη.
Το γνώρισε το Περιγιάλι από μακριά. Αναγνώρισε τα σημάδια, το καμπαναριό, το κτήμα με τις τριανταφυλλιές που μάτωναν μεμιάς την ομορφιά τη συνηθισμένη. Άκουσε τη φωνή του οδηγού. Περιγιάλι. Δυο τρεις σηκωθήκανε, σταθήκανε και κοιτάξανε ο ένας τον άλλον. Δεν αναγνώρισαν τίποτε δικό τους και κατέβηκαν. Το λεωφορείο κόρναρε μια φορά και εχάθηκε μες στον μπουχό.
Πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Το ‘βρε ξεδοντιάρικο, να χάσκει, με κλειστά τα μάτια, τα πορτόφυλλα κλειστά. Ήταν ένα σπίτι, που λένε, πεθαμένο. Σαν να φύσηξε, σάλεψαν από μια ανασεμιά τα φύλλα και ύστερα τίποτε. Ξεκλείδωσε τη βαριά, τη σιδερένια πόρτα και του’ρθε της μάνας του η μυρωδιά. Όλα τα άλλα θαρρείς και θα σωριάζονταν σαν τ’άγγιζε. Στάχτες παντού τριγύρω της παλιάς του της ζωής τα μετρημένα πράγματα. Δεν τ’άντεχε.
Είπε να κατέβει στο καφενείο, μπας και βρει τον φίλο του τον αδελφικό. Του’χε λείψει, πονούσαν τα γράμματα που δεν ανταλλάξανε, τα γράμματα που δεν φτάσανε ποτέ, με τις λέξεις τις καρδιακές, τις ανομολόγητες. Αγριεύουν όσα ποτέ δεν είπες και κάποτε ζητάνε και εκείνα το μερτικό τους, να ξέρεις. Τον είδε, ήταν γκρίζα τα μαλλιά του μα θύμιζε ακόμη τον φίλο του τον παλιό. Ήταν κάτι που’μενε από την ξοδεμένη του τη νιότη, κάτι που δεν ήταν δανεικό από το χρόνο, ψεύτικο πια.
Κοιτάχτηκαν, βουρκώσανε, δεν είπαν τίποτε. Εκείνος, πλήρωσε το ούζο του και έφυγε. Τον πήρε στο κατόπι, ανθρώπινα πράγματα είναι τα φερσίματα και οφείλει κανείς να τα υπομένει, τ’ακούς;
Μα σαν φτάσανε έξω από το σπίτι του σταμάτησαν. Σαν να ‘πεσε ένας κεραυνός στ’ανάμεσά τους και όλα μεμιάς φωτίστηκαν. Ήταν η φωνή της, το κουράγιο του λιγόστεψε. Κάποιος περαστικός τον αναγνώρισε, πήγε να τον χαιρετήσει, αντίκρισε τα μάτια του και έκανε δυο βήματα πίσω, σαστισμένος από τη σκοτεινιά.
Τ’άλλα δεν τα θυμάται πια κανείς. Όλα γίνανε ξαφνικά. Παλέψανε και στο τέλος βγήκανε και οι δυο χαμένοι. Τους κηδέψανε μαζί και ήταν η Κρινιώ που’χε πια το κρίμα. Λίγοι της παραστάθηκαν και έπειτα από λίγες μέρες, ο ενωμοτάρχης της μήνυσε να λείψει για λίγο καιρό. Πως κάτι τέτοιο θα ήταν καλό για το χωριό που είχε βαλαντώσει με την ιστορία των δυο φίλων. Δεν τ’αρνήθηκε η Κρινιώ. Στην ξενιτιά πέθανε, μια πρωτομαγιά. Λένε πως παρήγγειλε να σκαλίσουν τα ονόματά τους πάνω στον μέτωπό της. Οι μαρμαράδες που παραστέκουν τον Χάρο, δεν τα περιφρονούν όλα αυτά και μπορεί να τους ακούσεις να πελεκίζουν εκείνο που θέλησε μια χαμένη πια ψυχή.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.