
Βαμμένα μαλλιά
είναι ωραία αυτά τα κόμικς με τις γυμνές· γιατι μιλάνε για έρωτα, ύστερα είναι ωραία ρομάντσα, γιατί αυτός τους σκοτώνει χωρίς να τους σκοτώσει· δεν μ’ αρέσει που νικάει πάντα ο Κίλινγκ, αλλά έχουνε και βεντέτες, τον χτυπάνε άμα τους πάει στην αστυνομία
εγώ ξύρισα τα μαλλιά μου γιατι τα’χα βάψει με οξυζενέ
η δασκάλα λέει ψέματα· σ΄άλλους λέει πως δεν είμαι κακός, πως διαβάζω, σε μένα λέει πως είμαι κακός· μάλωσα μαζί της και της πέταξα μια καρέκλα
είναι κι αυτός κακός, πειράζουμε τον κόσμο κι όταν πάμε σινεμά κάνουμε φασαρία, σπρώχνουμε τις γριές και μετά γελάμε
η μάνα μου μου’δωσε πενήντα δραχμές, πήγα και τα’βαψα κι ύστερα ήθελε να με σκοτώσει, και με κούρεψε έτσι με την ψιλή
(επιμένει πως είδε τον πατέρα του, χαμογελώντας· ο πατέρας του είναι στις μακρινές βιομηχανίες, δεν μπορεί να γυρίσει).
*
(από: Σωτήρης Κακίσης, Συσκευή του νεκρού ανθρώπου, εκδόσεις Ερατώ 1984
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.