
κρύα και τεράστια η μοναξιά
του χρόνου που τελειώνει
Κάθισε στην ίδια θέση. Σταύρωσε τα χέρια του, κοιτάζοντας μυστικά μην τύχει και τον δει από καμιά γωνιά. Η μητέρα επέμενε με όλα αυτά τα πράγματα. Μια λάθος εκτίμηση, ένα άστοχο φέρσιμο θα μπορούσε να την βγάλει εκτός εαυτού. Έπειτα μια αλυσιδωτή αντίδραση πυροδοτούσε μια ευφάνταστη τιμωρία που μέχρι τότε κανένας νους δεν είχε σκαρφιστεί. Το σταύρωμα των χεριών, οι αγκώνες πάνω στο τραπέζι και κάτι άλλα τελείως απρόσμενες επισημάνσεις, πλούτιζαν με κάτι σαν μεταφυσική τη ζωή του. Τότε, όμως, τότε.
Έγνεψε για το ίδιο, σήκωσε το γιακά του παλτού του και περίμενε. Ένιωσε καλά βαλμένο το σώμα του μες σε εκείνο το ρούχο. Για μια στιγμή ξύπνησε κάτι σαν ζεστασιά μέσα του, μα ήταν εφήμερο, ένα τίποτε, σκιά που λένε. Ήπιε μια γουλιά και έβγαλε ένα παλιό, τριμμένο σημειωματάριο. Ο μπάρμαν άναψε τη λάμπα φθορίου πάνω από τα κεφάλια τους και αυτό ήταν το τελευταίο που είπαν μεταξύ τους.
Επειδή τώρα ο Τζον, λογιστής με αξιοζήλευτη καριέρα, ακριβό αυτοκίνητο και έξοχες προοπτικές επιδίδεται σε εκείνη τη συνήθεια που του φύτεψε η μητέρα. Πάλι εκείνη, μια λέξη που δεν θα χρειαστεί να την ξαναπεί, αφού εκείνη πέρασε στην ιστορία. Μια ζωή τροχιοδεικτική, σήμερα το μακρινό, παράδοξο άστρο. Μα κυρίως αυτό, μια λέξη που δεν θα χρειαστεί να ξαναπεί. Όπως μπαμπάς, Σταύρος, Αριστοτέλους και τόσες άλλες.
Το πράγμα είχε ως εξής. Κατά τη διάρκεια της μέρας, όλοι στην οικογένεια σημειώνανε σε μικρά καρνέ με εντυπωμένες, πολύχρωμες γελοιογραφίες εκείνα που δεν κατόρθωσαν. Και όσα πάλι γίνηκαν πραγματικότητα, με άλλα λόγια όσα χρειάστηκε να χάσουν και πάλι αυτά που κέρδισαν κατά τη διάρκεια ενός αληθινού αγωνίσματος όπως είναι να βγάζει κανείς πέρα το δρόμο αντοχής μιας ολόκληρης χρονιάς.
Ορίστε λοιπόν, κύριε Τζον, πετυχημένε λογιστή με όλες τις πόρτες του κόσμου ανοιχτές, κύριε περιζήτητε εργένη, εμπρός. Ξέρασε τα όλα.
Χαμογέλασε μονάχος, η λάμπα του φθορίου για λίγο έχασε την αυτοκυριαρχία της, έπειτα από μια παύση επανήλθε. Δεν ήταν τίποτε, δεν ήταν τίποτε.
Η αλήθεια είναι πως κύριε Τζον δεν βρήκατε την αγάπη της ζωής σας. Όχι, όχι δεν τα καταφέρατε και ας προσπαθήσατε με αγχώδη ραντεβού σε στιλιζαρισμένα μπαρ του κέντρου. Πάντοτε τέλειωνε άδοξα εκείνη η νύχτα με σας κύριε Τζον μισομεθυσμένο να παλιώνετε λίγο ακόμη, λίγο ακόμη κύριε Τζον, ώσπου να αποτελέσετε και εσείς μια αρχαιολογία πρώτης τάξεως. Όσο για την αγάπη, μήτε που την πλησιάσατε κύριε Τζον. Παρέμεινε ο θησαυρός που δεν ανακαλύψατε. Ακόμη και να περνούσε από μπροστά σας, ακόμη και αν φυσούσε τον καπνό της στο πρόσωπό σας, δεν θα την αντιλαμβανόσαστε. Και ξέρετε γιατί, κύριε Τζον. Επειδή, λέει, το πιο αγαπημένο σας πρόσωπο, σε όλο αυτόν εδώ τον κόσμο, δεν είναι άλλο από τον ίδιο σας τον εαυτό. Αν λέω ψέμματα, πείτε μου κύριε Τζον, αν όλα αυτά αφορούν ανακρίβειες, πείτε μου σας παρακαλώ. Και το μεγάλο σας βιβλίο, ούτε αυτό το κατορθώσατε. Κύριε Τζον, δεν πιάνουν καθόλου δυο τρεις λέξεις, μια ιστορία, λίγη επιείκεια, λίγη ελεημοσύνη. Χρειάζεται όλο σας τον εαυτό κύριε Τζον, που σημαίνει να αφήσετε για λίγο τους αριθμούς μονάχους, να αφήσετε κύριε Τζον την προσήλωσή σας στην επιστήμη της στατιστικής. Δεν χρειάζεται τίποτε να αναλύσετε πια κύριε Τζον, μόνο να γράψετε επιτέλους εκείνη την παλιοιστορία που σας δυσκολεύει τη ζωή, κάτι σαν κόμπος στο λαιμό, νύχτα μέρα, δίχως σταματημό, να κάπου εδώ, στη βάση του λαιμού σας κύριε Τζον. Ακριβώς εκεί, στο σημείο του ρόγχου κύριε Τζον, εκεί που γεννιέται η φαντασία.
Και σε εκείνη δεν πήγατε παραπάνω από δυο φορές και ας λέγατε. Είναι μια κάποια δικαιολογία η απόσταση, μα περισσότερο μετράει πια αυτή που ρίζωσε ανάμεσά σας. Δεν υπάρχουν πολλά να πούμε κύριε Τζον, είστε από παντού εκτεθειμένος. Οι καλές σας πράξεις δεν ήταν παρά μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, τα ψέμματα σας, ξέρω, ξέρω κύριε Τζον. Κατά συνθήκη, αν μπορούσατε να κάνατε αλλιώς τότε ασφαλώς θα πράττατε αναλόγως, μα υπάρχουν τόσες και τόσες περιστάσεις στην καθημερινή ζωή που χρειάζεται να σκαρφιστούμε ένα επιχείρημα, μια ιστορία που θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση. Κύριε Τζον, δεν υπάρχουν πολλά να πούμε, πράξατε πολύ λιγότερα από όσα θα θέλατε, πολύ λιγότερα κύριε Τζον, σχεδόν τίποτε.
Συμφώνησε μονάχος του. Ο εαυτός του είχε δίκιο και ας είχε παραζαλιστεί με το ουίσκι δεύτερης ποιότητας του μαγαζιού. Μπορούσε ακόμη να προβεί σε παρόμοιες παραδοχές. Για κάποιον παράξενο λόγο δεν το αλλάζει με τίποτε αυτό το καταγώγιο. . Το σκούρο ξύλο της μπάρας, τα σκαμνιά, το άγκιστρο κάτω χαμηλά για το παλτό και την ομπρέλα του, οι θαμώνες του, άνθρωποι νησιά που απλά γερνούνε ή πάλι έχουν περάσει κιόλας στις τάξεις της αιωνιότητας, οπότε ό,τι και να πούμε θα ´ ναι μια χαμένη υπόθεση.
Συμφώνησε πέρα από κάθε αμφιβολία και ήταν πια καιρός να επιστρέψει. Στο σταθμό του ραδιοφώνου έπεσε ένα θλιμμένο τραγούδι, όσο πρέπει μελαγχολικό για τη στιγμή. Κάτι πλήγωνε την καρδιά του και ήξερε περί τίνος πρόκειται. Το πιο απλό πράγμα του κόσμου αυτός δεν το δικαιούται. Ίσως να πηγαίνει κάτι τόσο μα τόσο στραβά μαζί του, ίσως πάλι να μην θέλει να συναντήσει τους φίλους του και απόψε να του αρκεί η ευγένεια των ξένων.
Στάθηκε για λίγο στη σκάλα με τους πλαστικούς ερωτιδείς που στολίζουν σε όλο το μήκος της την κουπαστή. Το τραγούδι ερχόταν από την εποχή του ‘70, η φωνή του κοριτσιού που τραγουδούσε – δεν θα την ξεχάσει ποτέ – είχε μια σοβαρότητα, κάτι τ’απόμακρο, την πίκρα και την ελπίδα μαζί, την ατέλειωτη φωνή της πόιησης.
Προχώρησε τα λιγοστά σκαλιά και βγήκε έξω. Κάτω από τον βραδινό ουρανό βρήκε κάπως τον εαυτό του, το ποτό δεν του ‘κανε τίποτε. Κοίταξε ψηλά στα μπαλκόνια. Μια ολόκληρη στρατιά από αναμμένους, αγιοβασίληδες σκαρφάλωναν στην Αθήνα του ‘60. Η αιτία που τους έκανε να παραμένουν ακίνητοι, σαν τάχα να κρατούν την ανάσα τους πάνω στο μπετόν της αντιπαροχής που δεν πεθαίνει ποτέ σαν την ίδια τη χώρα, θα παραμείνει ανεξιχνίαστη. Σε μια γωνιά, πλάι στον κάδο των σκουπιδιών, ένας σορός από καπέλα με ραμμένο το 2025 πάνω από το γείσο. Ακριβώς από πάνω. Βρήκε τη θυσία απολύτως δικαιολογημένη, αφού τα χρόνια περνούν. Τουλάχιστον θα έπρεπε να τα κρατήσουν φυλαγμένα μερικές μέρες ακόμη προτού τα πετάξουν.
Σαν να διάβασε τη σκέψη του ο νεαρός έτρεξε ως εκεί και τ’αγκάλιασε. Έπειτα χάθηκε και αυτό ήταν όλο. Στο πλάι του η βιτρίνα, σκοτεινή εδώ και δέκα χρόνια πάνω κάτω, έχει πάνω της κολλημένες αφίσες. “Κάιρο Σίτυ”, “Ντεζιρέ”, “μαγευτικές κρουαζιέρες” θα έπρεπε ακόμη να λέει μα είχε χαθεί πια όλη η μαγεία από εκείνη την αφίσα και έμεναν μονάχα δυο γράμματα να στηρίξουν το θαύμα.
Ξέρω κύριε Τζον, την χρονιά που έρχεται θα ταξιδέψετε. Και αυτή τη φορά δίχως αναβολή.
Χαμογέλασε και είδε τον εαυτό του στο βάθος του γυαλιού. Έμοιαζε εκείνη τη στιγμή με τον Κανένα. Μόνο που αυτός δεν ήταν ένας Κύκλωπας, αυτός είχε χάσει από τα μάτια του τα πιο σημαντικά και έτσι ήταν τυφλός, πάει να πει σε θέση πολύ χειρότερη από ότι θα μπορούσε να τον καταστήσει μία ραψωδία.
Ακούστε κύριε Τζον, μην το βάζετε κάτω. Κάντε το ακριβώς όπως ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, θέλω να πω, ίσως πάντα τη νύχτα να διανύουμε από την αρχή τη διαδρομή που καλύψαμε κάτω από τον ήλιο ενός μεσημεριού. Δοκιμάστε το, κύριε Τζον και μην λυπάστε, ξέφρενα τα χρόνια θα περνούν, χοροί με υφάσματα χρωματιστά και τεράστια. Πρέπει να τα καταφέρετε κύριε Τζον, καίγοντας μεγάλα δεμάτια νοσταλγίας για να ζεσταθείτε.
Και εκεί ανάμεσα στις ρόδινες αποχρώσεις της φωτιάς, η ζωή σας κύριε Τζον που θα μαστίζεται από τη χαμένη σας αθωότητα. Ξέρουν όλοι, κύριε Τζον, έτσι και αλλιώς ξέρουν όλοι.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.