Αρχείο 22/12/2011
Δεν ήταν έτσι πάντα ανήμπορη και μαζεμένη η γιαγιά. Κάποτε υπήρξε κι αυτή μια νέα και δροσερή γυναίκα. Αν δεν υπήρχαν και οι ελάχιστες φωτογραφίες ως αποδεικτικά στοιχεία, αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή τούτη η εκδοχή του μύθου. Λιγόσωμη, μα ωραία σαν την ΄Ανοιξη ήταν κάποτε η κυρτωμένη βάβω μου μια φορά κι έναν καιρό. Οι ρυτίδες δε χάραζαν πάντα αμείλικτα το πρόσωπό της. Το καλύβι της αυτό δεν ήταν πάντοτε το σπιτικό της. Υπήρξε εποχή που ζούσε σ’ ένα σπίτι μεγάλο, απλό κι ευρύχωρο με μεγάλη σάλα, φωτεινά δωμάτια σπαρμένο σε πολύχρωμο περιβόλι. ΄Ενα δίπατο σπίτι είχε στεγάσει τα πρώτα της όνειρα για μια ωραία ζωή με την ευλογία του θεού. Τα σκεπαστά μπαλκόνια στην πρόσοψή του ήτα πνιγμένα στα λουλούδια και τα μεγάλα παράθυρα άφηναν το φως και τους αέρηδες να κατακτούν καθημερινά κάθε γωνιά του απλοϊκού όγκου του. Κάτω το υπόγειο έσφυζε πλημμυρισμένο από τρόφιμα, φρούτα και τα βαρέλια ξεχείλιζαν απ’ το νιόβγαλτο κρασί, το ντόπιο ξανθό λάδι και το κατσικίσιο τυρί. Πάνω τα δωμάτια για την οικογένεια έδειχναν την αρχοντιά τους στρωμένα με τσεβρέδες. Οι μεσάντρες έχασκαν φουλαρισμένες από χράμια, τσελτέδες και μεταξωτά, προίκα απ’ τα γονικά της. Αυτά κι άλλα τόσα θα τα έδινε στα δικά της παιδιά αν όλα πήγαιναν κατά το θέλημα του θεού. Στα παράθυρα έπεφταν καμαρωτά τα κεντητά κουρτινάκια κόντρα στο ζεστό ήλιο της Ανατολής, παιχνιδάκι του αέρα που λίκνιζε την καλοδουλεμένη τους ύφανση. Κι οι βασιλικοί να ομορφαίνουν τα περβάζια σκορπώντας άρωμα μεθυστικό. Από κάτω κείτονταν μια χωμάτινη αυλή, σπαρμένη εδώ κι εκεί με μπόλικα γεράνια σε μια μοναδική χρωματική ποικιλία. Τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα αυγάτιζαν την ευωδιά που εύρισκε διέξοδο σ’ όλο το μαχαλά.
—Μάς λίγωσες, κυρά Δέσποινα, με τις μυρουδιές τ’ Απρίλη, τής φώναζαν οι γείτονες και χαμογέλαγε η γιαγιά και κορδωνόταν για το κατόρθωμα της ζήσης της.
Πιο πέρα απλώνονταν μεγαλόπρεπα και ήρεμα κάθε λογής καρποφόρα δέντρα. Τι κυδωνιές, τι ροδιές, τι κερασιές, και παρέκει εκτείνονταν τα συκοπερίβολα. Ευλογημένη γη! Λουσμένη στο φως. Γη τραγουδισμένη απ’ το πιο γλυκό στόμα έκρυβε στα σπλάχνα της του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά! Γη που μια μέρα χάθηκε άδικα μέσα στα πιο σκοτεινά μπουντρούμια του μίσους. Κι έγινε ο Παράδεισος μια άραχλη Κόλαση γεμάτη από αναστεναγμούς και θρήνους!
—Κι εμένα μού αρέσουν τα λουλούδια, γιαγιά… της είπα με νόημα.
—Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει, κόρη μου, ευτυχώς…Να ‘σουν από μια μεριά να αγνάντευες τι μπορεί να φτιάξει το ανθρώπινο το χέρι όταν δεν το σκιάζει η φοβέρα και δεν τα πλακώνει σκλαβιά…
Κι άντε ξανά από την αρχή να μολογάει μπρος μου η γιαγιά με μάτια ορθάνοιχτα που οπωσδήποτε έβλεπαν τώρα πολύ πιο μακριά, έξω από την καταθλιπτική παράγκα της Ιωνίας ένα άλλο τόπο που ήταν ολότελα φτιαγμένος με την αξιοσύνη των χεριών τους:
—Οι γαζίες έγλυφαν με λατρεία τον τοίχο της κρεβατοκάμαράς μας. Ο κισσός πάλι πολύ γρήγορα δε δίστασε να σκαρφαλώσει ως πάνω ψηλά και να αγκαλιάσει προστατευτικά την μπροστινή βεράντα μας. Οι τριανταφυλλιές μπουμπούκιαζαν κάθε άνοιξη κι ανέδιδαν οι ευλογημένες λες θυμίαμα στο δημιουργό τους. Τρύπωνε όμως κι αρκετό μέσα στα ανθρώπινα σωθικά. ΄Ετσι ήταν τα πλιότερα σπιτικά στον τόπο μας, κόρη μου, έτσι, αμή; Ευρύχωρα, απλά, ανοιχτά στον ήλιο και τους αέρηδες. Ανοίγαμε τα παράθυρα κι όρμαγε μέσα στα δώματά μας η μυρωδιά της χιονάτης πασχαλιάς. Κι η ψυχή μας γελούσε απ’ την ομορφιά της απλής ζωής. Ποιος δε χαμογελά στον Παράδεισο; Ποιος δεν αναγαλλιάζει σαν βρεθεί να στριφογυρίζει αμέριμνος μέσα στο περιβολάκι του ουρανού; Αρώματα και ήχοι σε ένα χαρμάνι ομόρφαιναν τη ζωή μας λίγο πριν φωνάξουμε από πόνο. Στις αυλές μας κόνευε ο ζηλιάρης ο γκιώνης, φρουρός ακοίμητος της πρωτινής ευτυχίας μας. Κάποιος θα τον λάβωσε για να μάς σπείρει τόσο κακό, Δεσποινιώ μου. Μέσα στο σπίτι μας τότες αντηχούσαν κλάματα μωρών, χάχανα, αστεία, πειράγματα. Η ζωή η ίδια! Και τα βράδια κούναγα δυο μωρά, το θείο σου τον Μπάμπη και τον πατέρα σου, τον μικρό μου το Στρατάκο μέσα σε δυο όμορφες πελεκητές κούνιες δώρο του νούνου τους. Τούς τραγουδούσα γλυκά αμέριμνη, ενώ περίμενα να ‘ρθει ο κύρη μου απ’ τα χωράφια τσακισμένος απ’ τη δουλειά, μα ποτέ κακοκαρδισμένος. Κοίταγα τα βλαστάρια μου, έγερνα το κεφάλι, τα ταχτάριζα αναπαμένη:
Κοιμήσου και παρήγγειλα
Στην Πόλη τα προικιά σου
Στη Βενετιά τα ρούχα σου
Και τα διαμαντικά σου…
Κάποτε ερχόταν και τα κλάματα, ίσως και λίγοι μικροκαβγάδες, μα όλα τα παράσερνε η αύρα του μικρασιάτικου δειλινού. Οι εαρινές καμπανούλες τρεμοπαίζανε ναζιάρικα στο αεράκι της καλοκαιρινής νυχτιάς κι άρχιζαν να ψάλλουν μελωδικά, σταλάζοντας βάλσαμο στην ήσυχη ατμόσφαιρα λίγο πριν ευφρανθούν τα σωθικά μας. Κανείς δεν έβαζε με το μυαλό του πως ηχούσαν προειδοποιητικά την κακή μας τη συφορά!
—Μια φορά κι έναν καιρό ήμαστε κι εμείς στα σπίτια μας νοικοκυραίοι άνθρωποι και μη σου φαίνεται παράξενο. ΄Εχει ο καιρός γυρίσματα. Τι νόμιζες πως όλα κυλάνε πάντα ήρεμα; Αμ άμα ήταν έτσι, θα ήταν μια χαρά! Ξεσπάει κι η μπόρα κάποτε στα καλά καθούμενα. Μα αυτή η καταιγίδα που μάς χτύπησε δε μάς άφησε τίποτα. Μάς ρήμαξε, μάς αφάνισε.
—Μένατε μαζί με τη προγιαγιά;
—Ναι, θεός σχωρέσοι την. Μαζί μας έμενε η πεθερά μου, η θεια Μερσώ. ΄Ετσι την ήξερε όλος ο μαχαλάς και τη φώναζε κάθε άρρωστος να του δώσει μια χρήσιμη συμβουλή, ένα φάρμακο να περάσει ο πόνος, να κλείσουν οι πληγές. Ο πεθερός μου είχε συχωρεθεί από χρόνια. ΄Ισα που πρόλαβα να πάρω την ευχή του δυο μήνες νυφούλα. ΄Ενας πυρετός τον πέταξε στο κρεβάτι και σε μια βδομάδα μας άφησε χρόνους. Ούτε στη κηδεία του δε με άφησαν να πάω, καθώς ήμουν νιόπαντρη. Μα εγώ τον έκλαψα με την ψυχή μου μέσα στην κάμαρη τη νυφική κοιτάζοντας την Παναγιά τη βρεφοκρατούσα. ΄Ετσι η θεια Μερσώ ήρθε με δική μου απαίτηση να ζήσει κοντά μας. Τα σπίτια χωρίς τους ανθρώπους τους ερημώνουν. Όταν κουβάλησε τα πράγματά της στο σπίτι μας θάρρεψα πως θα είχα ένα χέρι σπλαχνικό κοντά μου, μια έμπειρη γυναίκα να πω ένα λόγο όσο ο παππούς βρισκόταν έξω στη δουλειά ή στο παζάρι. Την είχαμε από τότε μαζί μας ως τη μέρα που πήραμε τα μάτια μας για τη μητέρα Ελλάδα κι ούτε κουβέντα δεν αλλάξαμε. ΄Αγια γυναίκα. Να πέσει φωτιά να με κάψει αν πω πως δε με είχε πιο πάνω από πραγματική της θυγατέρα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της» έκανε το σταυρό της κοιτάζοντας τα εικονίσματα.
Το βλέμμα της είχε λάβει μια άλλη, υπερκόσμια έκφραση. Ταξίδευε η γιαγιά. Ταξίδευε κάθε τόσο στη χαμένη ευτυχία της. Μεταφερόταν νοερά στη χαμένη της νιότη, έπαιρνε την ανάσα της κι αυτό ήταν το καλύτερο γιατρικό της. Ξαναζωντάνευαν μπροστά της πρόσωπα αγαπημένα, έστηνε ολόκληρες καταστάσεις σκληρές, πικρές μα κι όμορφες κι όλα αυτά με τη θέρμη της νοσταλγίας. Ακόμα κι όταν μιλούσε για αυτούς που μόλεψαν το σπιτικό τους ήταν φανερό πως είχε δώσει κιόλας συχώρεση στους δήμιούς της. Στην αρχή πάλεψε πολύ με φαντάσματα, δράκους και θεριά. Κάποτε όμως κατάλαβε πως δε φταίνε σε τίποτα οι μαριονέτες αν από ψηλά τους κινούν τα νήματα χαλασμένα μυαλά που διψούν για την εξουσία. ΄Αναβε κερί για τους πεθαμένους της, παρακάλαγε το θεό της και για όσους βάλθηκαν να ξεριζώσουν την πίστη τους από μέσα τους. «Απ’ το κεφάλι βρομάει το ψάρι» έλεγε συχνά κι έτσι μπόρεσε να δει τα πράγματα αλλιώς. Μεγάλη ψυχή, ζηλευτή. Θέλει στ’ αλήθεια να κρύβεις μέσα σου μεγάλη δύναμη και καλοσύνη για να μπορέσεις να σβήσεις το μίσος. Την άκουγα να μιλάει για εκείνους και λαχτάραγα να τη σφίξω στο στήθος μου. Αν δεν είναι αυτό ειρηνικός ηρωισμός, τότε τι είναι;
—Πες μας, γιαγιά για τους γειτόνους σας. Πώς ήταν η σχέση σας στους καλούς καιρούς σας» την παρακάλεσε μια μέρα ο ξάδερφός μου, ο Μπάκης, ο μεγάλος γιος του Νάσου της.
—Τι να σας πω και τι να σάς μολογήσω. Δε θα το πίστευε άνθρωπος πως λίγα μερόνυχτα πρωτύτερα ζούσαμε μια κοινή ζωή με τα καλά κι τα άσχημά της. Και πώς να μη ζούμε, αφού καρσί στο σπίτι μας βρίσκονταν τα υποστατικά των Τούρκων σε κακή κατάσταση, εργάτες μας υποταχτικοί. Πείναγαν οι έρμοι και παραπονιούνταν που το κράτος τους είχε πεταμένους να στενάζουν λες κι ήταν τα ζα τους κι όχι δικοί τους. Δεν τούς κακοκαρδίζαμε εμείς. Ακούγαμε τους στεναγμούς και θέλαμε να τους δώσουμε ένα χέρι βοήθειας να μην πεθάνουν της πείνας. «Ο θεός κι ο γείτονας» λέγαμε και παντοίο τρόπο κάναμε να τους δώσουμε κουράγιο. Είχαμε ζυμώσει τη ζωή μας αντάμα. Μας φαινόταν κομμάτι από τη δική μας ζωή. Σαν εχθρούς δεν τούς είδαμε ποτέ. Ακούγαμε πως οι Τούρκοι μοχθούν να μάς ξεσπιτώσουν, μα το μυαλό μας δεν το ‘βανε πως θα ‘φθαναν τα πράγματα εκεί που φθάσανε μια μέρα. Ζούσαμε ούλοι αγαπημένοι σαν αδέρφια. Δεν είχαμε τίποτις να μοιράσουμε. Απ’ το περίσσευμά μας βγάνανε το μερτικό τους. Κι απ’ το υστέρημά μας πάλε θα τούς δίναμε. Αφήνεις τον αδερφό σου να πεινάει, τον παρατάς να τυραγνιέται; ΄Ημασταν ένα σε μια αυλή. Ανθρώποι πονεμένοι ήτανε και του λόγου τους κι εμείς ανησυχάγαμε μη μάς πετάξουν οι «από πάνω» μας σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι. Κοινός ο καημός. ΄Ιδιος ο πόνος. ΄Ετσι ο ένας βοήθαγε τον άλλο. Σ’κώναμε το κεφάλι ψηλά, τηράγαμε το θεό, φωνάζανε τον Αλλάχ αυτούνοι κι ο χρόνος κύλαγε ποτάμι φουσκωμένο εναντιά μας.
—Καλημέρα, αρκαντάσηδες»(=φίλοι) τούς λέαμε κάθε πρωί που ανέβαινε ψηλά ο ήλιος να αναθαρρήσουνε οι μαύροι.
—Καλή μέρα, τζάνε’ μ» μάς απαντούσαν κι αυτοί και ζεσταίνονταν οι καρδούλες μας μέσα σε τόση παγωνιά.
—Σεϊτάν μελέτι μάς ονομάτιζαν οι «συντρόφοι» μας. ΄Επιναν νερό στ’ όνομά μας»
Μια μέρα ο παππούς σου μού κάθονταν στο σκαμνί στην αυλή κάτω απ’ την
αγριοσυκιά κομμάτι σεκλετισμένος. Πήγα κοντά του να τον ξεψαχνίσω μπας και σηκώσω καμιά πέτρα που βάρυνε την καρδιά του. Τον κοίταξα στα μάτια
—Τί συλλογάσαι, Χαραλάμπη μου» τού ‘κανα απορημένη.
Δε μίλησε, μα κατέβασε τα μάτια σαν κορίτσι που το πιάνανε στην αταξία πάνω οι δικοί του. Αμ δε με ξέρεις καλά εμένα, όμως. Εκεί του ‘γινα σκνίπα αμέτ μουχαμέτ να μάθω πού ταξίδευε ο λογισμός του άντρα μου κι εμένα μ’ άφηνε έξω απ’ το καράβι του.
—Θα μου πεις, καλέ, τι σε τυραννάει ή… επέμενα εγώ, η καλή σου.
—Άσε με ωρή Δέσποινα, για θα σκάσω απόψ’… αναστέναξε βαριά ο κύρης μου.
—Μπα σε καλό σου, κύρη μου, τι ‘ναι και μ’ έβαλες κι εμένα στην έννοια την κακή; Τον ρώτησα ξαφνιασμένη απ’ το φέρσιμό του το παράξενο.
Γύρισε και με κοίταξε με κείνα τα μάτια του που σαν έπεφταν πάνω μου μ’ έσφαζαν όμοια με δίστομα λεπίδια:
—Τι να’ χω, κυρα, τι να ‘χω;» έστριψε τσιγάρο ξεγλιστρώντας ξανά με σκόρπια λόγια
Απηύδησα, θες, τρόμαξα, πες πάντως το ‘βαλα σκοπό να μην τον αφήσω το δόλιο σε χλωρό κλαρί:
—Δεν μπορώ, Χαραλάμπ’ να σε βλέπω σα χαμένο. Τα μισά της οκάς πεντακόσια…» του ‘πα χαμογελώντας.
Δε γέλασε καθόλου. Κοίταξε μόνο πέτρα κατά τα περιβόλια μας κι είπε πολλά βαργιομισμένος:
—Θα μάς καταπιεί τ’ άδικο, κυρά μου, θα μάς φάνε οι μπαμπέσηδες κι έχουμε παιδιά στην αγκαλιά μας… έκοψε τη φράση μου μισή κι έπεσε ο ουρανός να με πλακώσει εμένα τώρα.
Πώς βρήκα ακόμα λόγο να του δώσω δύναμη ούτε πού ξέρω:
—Σώπα, χριστιανέ μου, μην κακομελετάς» του είπα τάχα αδιάφορα «και σαν έχουμε παιδιά έχουμε και χέρια να τα προστατέψομε έχουμε και πλάτες ν’ ακουμπήσουν απάνω μας, μη χολοσκάς και μού μαραίνεσαι… τον στήριξα όσο μπορούσα η έρμη.
Φαίνεται πως ο Χαραλάμπης έβλεπε πολύ μακριά. ΄Ισως είχε κι ακούσει περισσότερα από μένα. Κλεισμένη όλη μέρα στο σπίτι με δυο μικρά είχα μάλλον ‘ξομείνει πίσω απ’ όσα γινόταν γύρω μας. Μα τόσο κοιμόμουνα τον ύπνο του δικαίου η δόλια; έλεγα στον εαυτό μου. ΄Εβγαινα νύχτα σαν κοιμότανε όλοι στο παράθυρο και τήραγα απέναντι το κονάκι των Τούρκων φίλων μας. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε πάντα. Δέκα όρκους έπαιρνα, η καψερή πως δε συντρέχει λόγος ανησυχίας. Δεν έβαζα στο ξερό μου το μυαλό πως μπόραγε να αλλάξουν έτσι τα πράματα. Κι όμως έπεσα έξω. Γρήγορα αποδείχτηκε πως αυτοί που κοιμόνταν πλάι μας έκρυβαν στο μυαλό του θηρία μοναχά που θα κατασπάραζαν αδιάκριτα ακόμα κι όσους τούς έδωναν μέχρι ψες ένα κομμάτι ψωμί. Σαν τούς έδωσαν το φιρμάνι προκειμένου να μ χαθούν ε λόου τους, πετάχτηκαν όξω κι άρχισαν να τρώνε σάρκες αδερφικές μουγκρίζοντας. Κατάρα θεϊκή; Ανθρώπινα λάθη; Ποιος ξέρει την απάντηση;
«Ο παππούς όμως φαίνεται πως δεν τούς συμπαθούσε, γιαγιά. Κάτι είχε πάρει χαμπάρι. Τόση συλλογή μαρτυράει πως ήταν άνθρωπος που έψαχνε τους πάντες και τα πάντα!»
«Υποψίες τον θέριζαν. Σίγουρος δεν ήταν. ΄Εβλεπε όμως τα κακά σημάδια κι είχε χάσει τον ύπνο του από καιρό. ΄Επεσε σε μεγάλη συλλοή κι άλλαξε απότομα. ΄Εβγαινε και στον καφενέ, σχεδόν αμίλητος, έπιανε τ’ αυτί του τούτο και τ’ άλλο, μα απέφευγε να πει κουβέντα. Δε γελάστηκε ο μαύρος ο κύρης μου. Μα πάλι το ‘φερνε κι αλλιώς …Ξέρω ‘γω, κόρη μου, μια φορά τούτη την εξέλιξη κι ο πονηρός νους δε θα μπορούσε να τη χωρέσει…»
Την έβλεπα πως σκοτείνιαζε κι αλλοιωνόταν το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο και μ’ έπιανε πανικός μην πληρώσει την εμμονή μου να σκαλίσω παλιές πληγές που αιμορραγούσαν χρόνια μέσα της. ΄Επρεπε να κάνω μια προσπάθεια να «ξαλεγράρει», όπως έλεγε, το μυαλό της.
—Ε, δεν μπορεί, θα περάσατε κι όμορφες στιγμές με τον παππού, γιαγιά, δεν μπορεί… άλλαζα τροπάρι να ξανασάνει λίγο.
Αμέσως ξαστέρωνε ο ουρανός με ένα χαμόγελο από καρδιάς:
—Αμή, τι νόμιζες πως μόνο στα σεκλέτια είμαστε βουτημένοι; Δε βγαίνει η ζωή μόνο με τα αχ και τα βαχ, Δεσποινάκι μου.
΄Αστραφτε ξανά το βλέμμα της γυρνώντας στην ιερή ώρα του γάμου της:
—Κάποτε ήρθε η ώρα η καλή κι η ευλογημένη να βάλουμε στεφάνι με τον παππού Χαράλαμπο.
—Κυρά μου, έλα να φτιάξουμε το σπιτικό μας με γερά υλικά» μού είπε όλο σιγουριά ο δόλιος κι εγώ τον ακολούθησα γιατί ήταν ντόμπρος και καθαρός σαν το γάργαρο νεράκι. Μαζέψαμε όσες μπορούσαμε καλές ελπίδες, τις σφιχτοδέσαμε με φλογάτα όνειρα, στρώσαμε κι από πάνω ένα γερό στρώμα κατανόησης κι αυτό ήταν. Ταχιά τηράγαμε αντάμα το οικοδόμημά μας και δε χορταίναμε ομορφιά και πάστρα. Θαρρούσαμε πως κανείς δε θα μπόρειε να μάς το χαλάσει το κονάκι μας όσο είχαμε αγάπη μεταξύ μας. Αγάπη και συνεννόηση. Τα πιο γερά θεμέλια είχαμε ρίξει. Τι να φοβηθούμε! Πράγματι ο πρώτος καιρός πέρναε όμορφα μες στη χαρά και τα γέλια.
΄Εμπορος καπνών εκείνος τα ‘φερνε βόλτα μ’ όλο το ανθρώπινο μωσαϊκό της Ανατολής. ΄Ηταν ακάματος δουλευτής, μα και καταφερτζής απ’ τους πρώτους. Τούς έφερνε βόλτα κι όλοι τον αγαπάγανε ΄Ηξερε κι έκανε σεμπριά ο σ’χωρεμένος με διαφορετικούς ανθρώπους. Λογάριαζε με τους Αρμένιους, εμπορευότανε με τους Οβραίους, έκανε σερμαγιά ακόμα και με τους Λεβαντίνους. Μωρέ ακόμα κι οι Τούρκοι τον ‘μπιστευότανε κι όλα κύλαγαν ήρεμα κι ωραία. ΄Ηταν απ’ τη φύτρα του «άνθρωπος του πάρε και του δώσε». ΄Αξιος άντρας, ντόμπρος και μπεσαλής-, διάολου κάλτσα τον θεωρούσανε-, θέ μου σχώρα με…΄Εμπορος μ’ ένα λόγο. Εκείνη την εποχή το εμπόριο ήταν σε υπόληψη μεγάλη κι όσοι έμποροι είχαν μυαλό και αξιοσύνη έβαζαν και στην μπάντα μπόλικες χρυσές να υπάρχουν και να βρίσκονται για την αναποδιά σε δύσκολους καιρούς που μπορεί να έρχονταν. Ο παππού σας ήταν ικανός στο αλισβερίσι αλλά και καλός οικογενειάρχης. «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γην» μού ‘λεγε από την πρώτη μέρα που στεφανωθήκαμε. «Θα κάνουμε πολλά παιδιά, Δεσποινιώ μου. Τώρα που ‘μαστε νέοι», μα εγώ φοβόμουνα κομμάτι.
—Δε θα τούς λείψει τίποτις» έλεγε σαν μ’ απόθετε τον παρά στην ποδιά μου να το φυλάξω. «πρέπει το γένος μας να καρπίσει. ΄Εχουμε χρέος απέναντι σε θεό κι ανθρώπους.
—Τί να τους λείψει με σένα, ήλιε μου και τρισήλιε μου και γοργοφτέρουγε αϊτέ μου, ήθελα να του πω, μα από ντροπή στον κύρη μου, κοκκίνιζα σαν παπαρούνα κι έτρεχα να ασφαλίσω τον παρά σε κρυφή κρυψώνα που εμείς οι δυο ξέραμε μονάχα. Αργότερα την έμαθε κι η πεθερά μου σαν εκείνος…»
Ξανά χάλαγε η διάθεσή της παίρνοντας την όψη ευτυχισμένου ανθρώπου που μια ημέρα των ημερών έχασε τα’ αυγά και τα πασχάλια μέσα απ’ τα γερά χέρια του.
—Τι είναι, γιαγιά κι έχασες τα χρώμα σου, τη ρώτησα σε μια τέτοια κακή στιγμή μετά από μια τόσο ευχάριστη αναδρομή
—Κύκλος τα ανθρώπινα, μπρε εγγόνα , παραδέχτηκε η γιαγιά.
—Δηλαδή; Την τσίγκλησα εγώ να μη με αφήσει στα κρύα του λουτρού.
—Τι δηλαδή! Τα πράγματα πήραν σιγά- σιγά να μπλαβίζουν. Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. Μάς ζώνανε τα φίδια τα φαρμακερά μέρες τώρα. Και τις τελευταίες νύχτες περνάγαμε ξάγρυπνοι χωρίς να μιλάμε για τι θα μας ξημερώσει. Η καρδιά μου έτρεμε σαν της άτολμης παιδούλας που περιμένει τον γαμπρό να κρούσει τη θύρα ο νυμφίος που έχει ακούσει πως δεν είναι κατά την προτίμησή της. Αυτός ο νυμφίος θα αριβάριζε ως κατακτητής μαυροφορεμένος. Από μακριά θα έσκουζε σαν αγρίμι που έρχεται να κατασπαράξει την αμόλυντη κοπέλα! Το προσμέναμε το κακό, το ξέραμε πως βρισκόταν απ’ όξω από τα σπιτικά μας. Μα, κανείς δεν τολμούσε να κάνει τόσο άσχημη μαντεψιά για το μέλλον μας. Ως κι οι πιο σκεφτικοί θαρρούσανε πως αν υπάρχει συνεννόηση, όλα βρίσκουν μια ανθρώπινη λύση. Νύχτα και μέρα γονατιστοί προσευχόμαστε στο θεό να δώσει να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας. Φωτίζαμε τα κονίσματα και χαμογελάγαμε στους καρντάσηδες απέναντι. Δεν μπορεί να αλλάζει έτσι ο άνθρωπος. Μετά από τη λιακάδα θα ‘ρχόταν τέτοια μπόρα; Κ αν ο καιρός μεταβάλλονταν έτσι, οι άνθρωποι αδύνατον να γίνουμε από φίλοι οχτροί. Ποιος ρωτάει τα πρόβατα σαν έρθει η κακιά η ώρα να τα σφάξουν; Πρόβατα επί σφαγής είχαμε πάρει πια να ανηφορίζουμε στο πιο κακοτράχαλο μονοπάτι μας.
—Γιατί δε φύγατε πιο γρήγορα, γιαγιά; Γιατί μείνατε ως το τέλος; τη ρώτησα με απορία.
—Δεν το πιστεύει κανείς πόσο μπόσικοι γινήκαμε από την καλή μας την καρδιά! Σού είπα, τυφλωθήκαμε, Δέσποινα. Δεν περιμέναμε, δεν το βάζαμε με το νου μας. Τούτο το κακό ήταν απ’ τ’ άγραφα. Πίστεψέ το κόρη μου, πίστεψέ το. Δεν έχει ματαδεί άνθρωπος τέτοιο ξεριζωμό. Κι ούτε να τον αξιώσει να ξαναζήσει παρόμοιο κατατρεγμό…
—Σε πιστεύω, γιαγιά, μη συγχύζεσαι, της είπα και της έπιασα τα παγωμένα χέρια της.
Τέντωσε λίγο τα ποδαράκια της εκείνη που είχαν μουδιάσει απ’ τη ξάπλα τόση ώρα. Τα μάτια της είχαν γεμίσει με το πηχτό υγρό που τής θόλωνε συχνά την αδύναμη όρασή της. ΄Επιασε μια χαρτοπετσέτα από το κάτω συρτάρι του κομοδίνου της και το πέρασε από το βλογιοκομμένο της πρόσωπο. ΄Επειτα έβγαλε έναν πνιχτό αναστεναγμό. Ανησύχησα:
—Πως αισθάνεσαι; τη ρώτησα ανήσυχη.
—Μια χαρά είμαι, μη στενοχωριέσαι για μένα, αντέχω πιότερο απ’ ότι μπορείς να βάλεις με το νου σου.
—Αν θέλεις, θα τα ξαναπούμε μια άλλη φορά…
Δεν παραιτήθηκε από τον αγώνα που μόλις είχε αρχίσει:
—Κάτσε, ντε…κάτσε ν’ ακούσεις και να φρίξεις…να μάθεις… να μάθετε…όλοι σας…όλοι…
Δεν είχα άλλη επιλογή. ΄Οχι πως δε δίψαγα να ακούσω τις περιπέτειες, και τα πάθια μιας ολόκληρης γενιάς. Κάθισα πιο αναπαυτικά στην ψάθινη καρέκλα και στύλωσα τα μάτια μου πάνω της κάνοντάς τη να πει και να πει και να πει ώσπου να χορτάσει την επιθυμία της.
«Όταν κρέμασα τα στέφανά μας νυφούλα δίπλα στους Αγίους, ευχήθηκα να τα ξεκρεμάσουν τα παιδιά μας μόνο μετά το θάνατό μας. ΄Ετσι γινότανε τότε. Τα παιδιά σαν θα πάνε στα δικά τους σπιτικά θα έχουν μαζί τους την ευχή μας κι ετούτα τα στεφάνια από ξεραμένους λεμονανθούς να φυλάνε την εστία τους. Θα τα ‘παιρναν κοντά τους για ευλογία. Που να ‘ξερα, τρομάρα μου, πως το κακό παραμόνευε και δε θα αργούσε να μας γκρεμίσει όσα με τόσο κόπο χτίζαμε πέτρα την πέτρα;
—Κι η ευτυχία δεν κράτησε πολύ! Σχολίασα κόβοντας την αφήγησή της.
—Δε βάσταξε, παιδάκι μου, δεν βάσταξε πιότερο από ένα ολόγιομο φεγγάρι. Τόσο μετράω τα καλά τα χρόνια αν υπολογίσω τα μαύρα κι άραχλα. Μετά την Πανσέληνο ήρθε η χάση. ‘Οσο γλυκιά ήταν η φεγγαράδα, τόσο πίκρανε τα χείλη μας το χέρι τ’ άσπλαχνο! ΄Εσβησε μια νύχτα τα χρυσά όνειρά μας. Δεν σου ‘χει τύχει να βυθίζεσαι μέσα στον ύπνο σου, να ταξιδεύεις ξαποσταμένη μέσα σε φωτεινά χρώματα και μενεξεδένιους κόσμους και ξαφνικά να γίνεται μία…οπ! και να νιώθεις πως πέφτεις, πέφτεις όλο πέφτεις και πιο κάτω. ΄Ολα τα όνειρα που σε είχαν ταξιδέψει πέρα, μακριά απ’ τα βάσανα της ζωής τα σκορπάει δεξιά κι αριστερά ένα ζουλιάρικο χέρι.
Κούνησα το κεφάλι. Μέτρησα αρκετές τέτοιες στιγμές που έμεινα απογοητευμένη να αναπολώ μια χαμένη ονειρική ευδαιμονία λουσμένη στον ιδρώτα πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια μου. Δε μίλησα. Δεν υπήρχε λόγος να φρενάρω την αφήγηση που ανάβλυζε κατευθείαν από την ψυχή της. Τώρα μόνο άκουγα. ΄Ακουγα και δε χόρταινα. Η γιαγιά εξακολούθησε ρίχνοντας και μια ματιά έξω από το παραθυράκι της μην τύχει κι έρθει κανείς από το σόι και χάσει τον ειρμό της:
—Η δική μας ονειροφαντασιά αφανίστηκε στο κακό σκοτάδι. Τη σκέπασε η καταχνιά μέσα σε αχό όπλων και απαρηγόρητων στεναγμών. Ακόμα θαρρώ ακούω τα πονεμένα βογκητά αδύναμων γυναικών, τα κλάματα τρομαγμένων παιδιών, τις φωνές απελπισμένων αντρών…΄Ολα ένα κουβάρι, ένας θρήνος που σου τρύπαε τα αυτιά, κι έδινε σουβλιές φαρμακερές στα άμαθα τα στήθια…
Πήρε μια ανάσα πριν προχωρήσει στα «ενδότερα».
***
Σεϊτάν μελέτι= όμορφη φυλή
…
Copyright © Διονύσης Λεϊμονής
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.