Μαρία Πετρίτση, Τι παράξενη κοπέλα είσαι συ;

Αρχείο 22/07/2013

Τις νύχτες έβλεπε όνειρα με σημεία στίξης και σύνθετες δασυνόμενες λέξεις. Νωρίς το πρωί προσπαθούσε να τα ερμηνεύσει όλα αυτά, γερμένη στο τελευταίο κάθισμα του αστικού λεωφορείου που την πήγαινε στη δουλειά της.

   Τα μεσημέρια, γύρω στις δώδεκα ή και λίγο πιο μετά, σχεδίαζε θερινά ταξίδια στο Νείλο ή στο Μισισιπή με ένα ποταμόπλοιο που έτριζε, και έγερνε κάπως, κι έτσι τρόμαζε τις ηλικιωμένες κυρίες που ζητούσαν κι άλλο, κι άλλο τζιν στο μαυριδερό καμαρότο, κι ύστερα γελούσαν δυνατά και ξεχνούσαν το φόβο.

   Η αγαπημένη της ώρα ήταν το απόγευμα, όταν έβγαινε στο το μπαλκόνι του ακάλυπτου με γυμνές πατούσες και καθόταν σε μια πλαστική σεζλόνγκ με πράσινες ρίγες κι έναν παλιό λεκέ από κουτσουλιά. Έπινε ουίσκι και κοιτούσε τα απέναντι διαμερίσματα να φωτίζονται σιγά σιγά. Ήταν η ώρα που μεταμορφωνόταν σε μεγάλη κυρία του πάλκου, σε λαϊκή ντίβα με φανατικό κοινό και τουλάχιστον πέντε πλατινένια σουξέ στο ενεργητικό της.
  Τότε έσκυβε, μαδούσε από τη γλάστρα τα γαρύφαλλα και τα εκτόξευε στον αέρα. Ψηλά, πολύ ψηλά, κάπου να φτάσουν. Με χάρη. Και μια μικρή, κρυμμένη λύπη. Όμως γλυκά, σαν το ρεμπέτικο που σιγομουρμούριζε μέχρι να μασήσει και το τελευταίο παγάκι του ποτού της απολαμβάνοντας τα χειροκροτήματα των οπαδών της.
   Της άρεσε να μετράει τα πλακάκια πάνω από το νεροχύτη καθώς ξέβγαζε με χλιαρό νερό τα πιάτα. Και τα πλακάκια του μπάνιου, όταν ξύριζε τα πόδια της. Και του διαδρόμου, που ήταν κεραμικά και στολισμένα με κάτι όμορφα κόκκινα σχέδια που την έκαναν να νιώθει πως ζει στο Μαρόκο. Μερικές φορές σκεφτόταν πως το υλικό, τα χρώματα και αυτή η ίδια η λέξη είναι πολύ όμορφα. Έλεγε πως γι’ αυτό θέλει κάποιος να τα κάνει όλα πλακάκια, σε διάφορες περιστάσεις της ζωής του, και κολλάει στις λεπτομέρειες παραβλέποντας την ουσία.
   Ένιωθε πως ανήκε σε μια γενιά-όμηρο. Σε μια γενιά που δεν είχε προλάβει να προδώσει τίποτε και κανέναν. Δεν είχε σοβαρές αμαρτίες ή σφάλματα να καταλογίσει στον περίγυρό της. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της ένιωθε μόνο αγάπη. Στο σχολείο αγαπούσε τους συμμαθητές της. Στην εφηβεία αγαπούσε τα αγόρια που της χάιδευαν τα μαλλιά και την κερνούσαν λεμονίτα με ανθρακικό και ροζ καλαμάκι. Όταν πέθαναν, κατάλαβε πως τη μεγαλύτερη αγάπη την ένιωθε για τους γονείς της. Τώρα πια, ενήλικη, αγαπούσε μόνο τα αδέσποτα σκυλιά των Αθηνών και τα παράξενα έντομα που φανταζόταν πως ζουν στις στέπες του Καζαχστάν ή στις σαβάνες της Βραζιλίας.
   Δεν ισχυριζόταν ποτέ και τίποτα. Προτιμούσε να κοιτάζει τους ανθρώπους στα μάτια και μετά να φτιάχνει φανταστικούς διαλόγους που της προσέφεραν μια παράδοξη, απόκρυφη χαρά. Η κοσμοθεωρία της ήταν πως η έλλειψη κοσμοθεωριών είναι αρετή και πως τη λύπη του ο άνθρωπος οφείλει να την κρατά καλά κρυμμένη. Από μικρή ένιωθε πως η στεναχώρια είναι προσωπική υπόθεση και πως μόνο μπροστά σε τέσσερις τοίχους αρμόζει να την απελευθερώνει κάποιος. Έτσι παραμένει αξιοπρεπής.
   Το μυστικό ίνδαλμά της ήταν η Μαρία Αντουανέτα, αυτή η αθώα βασίλισσα με τα ξανθά μαλλιά, που έπνιγε τη λύπη της στους κήπους των Βερσαλλιών και βάδιζε σκορπίζοντας ξωπίσω της ψιχουλάκια από παντεσπάνι για να μην χαθεί στην άβυσσο των βουλών του λαού της.
   Κάποια μέρα έλαβε ένα γράμμα που την έβαλε σε σκέψεις. «Τι παράξενη κοπέλα είσαι συ;», έγραφε στο κέντρο της λευκής κόλλας, κι από κάτω μια μικρή, άτεχνη καρδιά τρυπημένη με ένα ινδιάνικο βέλος. Έψαξε να βρει τον αποστολέα, όνομα όμως δεν υπήρχε πουθενά. Σκέφτηκε πως ήταν σίγουρα κάποιος ιθαγενής από τη ζούγκλα του Περού, που είχε έρθει για μία διανυκτέρευση στην πόλη. Και πως, από την πολλή μοναξιά, και για να μην γίνουν εφιάλτης αυτές οι είκοσι τέσσερις ώρες, βρήκε στον εαυτό του ένα παιχνίδι για να ξεχαστεί. Το άλλο πρωί θα επέστρεφε στο τροπικό του δάσος. Θα ξεχνούσε τα λιγοστά ελληνικά που έμαθε για μία νύχτα, και θα συνέχιζε να ζει τη ζωή του χωρίς να χρειάζεται μολύβι και χαρτί για να εκφραστεί.
   Την επόμενη φορά που κατέβηκε στο περίπτερο για να αγοράσει τσιγάρα και ένα πακέτο μπισκότα Παπαδοπούλου με γέμιση σοκολάτα – τα αγαπημένα της – ο νεαρός περιπτεράς την κοίταξε δειλά και αναρωτήθηκε μέχρι πού, μέχρι πού να φτάνει πια αυτή η απίστευτη, αγέρωχη παραξενιά της.
  Εκείνη δεν έδωσε σημασία στο βλέμμα του περιπτερά. Ήταν υπερβολικά απασχολημένη με το σχίσιμο της σκληρής ζελατίνας που την εμπόδιζε να απολαύσει γρήγορα, εντελώς βιαστικά, ένα μπισκότο που όπως πάντα θα το χώριζε στα δυο, για να γλύψει πανευτυχής πρώτα τη σοκολάτα από τη μέση.

*
© Μαρία Πετρίτση
Photo©Garry Winogrand 1981