Αρχείο 20/03/2014
Ίσως ο λόγος που γράφω γι’ αυτόν να είναι τα μάτια του, γυάλινα μαύρα λυπημένα μάτια εντόμου και κάπου εκεί βαθιά μέσα η ψυχή. Έτσι άψυχο ήταν και το υπόλοιπο πρόσωπο, πραγματικά ανέκφραστο τον περισσότερο καιρό ακόμη κι όταν επιχειρούσε να τραγουδήσει. Γιατί τραγουδούσε ο Αριστείδης και μάλιστα αρκετά καλά παρά τις κοροϊδίες και τα γέλια των υπολοίπων. Είχε μια εντυπωσιακή βρετανική προφορά για τ’ αγγλικά τραγούδια αλλά έλεγε κι άλλα, ιταλικά, εξίσου καλά στον πάγκο του προθαλάμου, μόνος ακόμη και με την παρέα άλλων. Μιλούσε και τραγουδούσε πάντα σαν να απευθύνεται στον εαυτό του ή σε κάτι βαθύτερο και ξεχασμένο. «Έλα ρε Αριστείδη πες μας κανένα τραγούδι». Είχε δέκα μέρες κάποτε να κάνει μπάνιο. Οι άλλοι τον πείραζαν όποτε το επιχειρούσε, τον έφτυναν πάνω απ’ την πόρτα της ντουζιέρας, του πετούσαν νερά κι έτρεχαν στο διάδρομο σαν παιδιά. Θα μπορούσες ίσως να τους συγχωρέσεις γι’ αυτό το τελευταίο, υπήρχε κάποια αθωότητα μέσα σ’ όλα αυτά όσο και να πεις, αίθουσες του δημοτικού κι αυστηροί δάσκαλοι. Δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση που πωλούσε οικοδομικά υλικά. Εγώ τον πίστευα, έλεγε την αλήθεια άσχετα απ’ το αν η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Γι’ αυτόν ήταν η αλήθεια, η αλήθεια του. Δεν ισχυρίζομαι ότι αγκάλιασα με τις πατρικές φτερούγες μου αυτόν τον τρελό, πολλές φορές ένιωσα την επιθυμία να τον λιώσω τέτοιο έντομο που ήταν παρατηρώντας την ταμπέλα με τα στοιχεία μου σαν αλογάκι της παναγίτσας καμουφλαρισμένα ακίνητος κουνώντας σαν ευχαριστημένος ή τουλάχιστον σαν να εγκρίνει ή να επιβεβαιώνεται που και που το κεφάλι. Ήταν πραγματικά γελοίος και μες στη γελοιότητά του ενέπνεε φόβο, κι ας μην το παραδέχονταν οι άλλοι. Θυμάμαι μετά από μια τελετή εξευτελισμού του που ο ανώτερος μπήκε για να κάνει παρατηρήσεις κι ένας γκρίνιαξε πως δεν τον θέλει να κοιμάται δίπλα του, πού ήξερε αυτός αν δεν του την βαρούσε κατακέφαλα ένα βράδυ του τρελάρα και τον έπιανε απ’ το λαιμό, αν τον στραγγάλιζε, τον σκότωνε δηλαδή. Άσε που ήταν και μέρες σκατωμένος. Μέχρι εκεί όμως, η ιστορία δεν προχώρησε παραπέρα, τον χρειάζονταν τον Αριστείδη και πόσο θλιβερός ήταν αλήθεια έτσι όπως έστεκε εκείνη την ημέρα των ασκήσεων στη μέση του χορταριασμένου λοφίσκου και γύρω-γύρω άπλα ζαλισμένος, εμείς γεμάτοι μυρμήγκια να τρέχουν άνετα στους λαιμούς και τα στέρνα μας απ’ το καθισιό στην εξοχή, «δεν μπορώ να κάτσω κάτω, θα λερωθώ» είπε κάποιος, ρε για δείτε τα παλληκάρια της Ελλάδας της μικροεπανάστασης για τους τύπους, « ε όχι και να μας πούνε λούγκρες δηλαδή», ίσως θα έλεγε ο ίδιος αργότερα, ο Αριστείδης λοιπόν αφυδατώθηκε ζητούσε νερό αλλά όχι φωναχτά, μάλιστα δεν το καταδέχτηκε όταν κάποιος του πρόσφερε το μπουκάλι του ούτε δέχτηκε να καθίσει, είχε πεισμώσει αληθινά, μόνο πολύ αργότερα, ίσως επειδή φοβήθηκε ότι αλήθεια θα λιποθυμούσε και θα τον κορόιδευαν οι άλλοι, μόνο τότε κάθισε και μας κοίταζε από κάτω, δεν ξέρω αν κοίταζε εμάς είχε ήλιο στο βλέμμα και υγρασία της ζέστης είχε χαθεί ο Αριστείδης μια για πάντα και κανείς δεν μπορούσε να τον τραβήξει έξω από εκείνα τα μάτια, τη φυλακή του, που πολλές φορές αναρωτήθηκα τι να είχαν δει, «από μεγάλη στενοχώρια έγινα έτσι» μας είπε κάποτε πάλι μιλώντας μόνος του άστοχο λοιπόν το «μας» πάλι, κι ας έσπαγα το κεφάλι μου εγώ, δεν μπορούσα να φανταστώ, μα αλήθεια αυτός δεν έμοιαζε με τρωκτικό όπως οι υπόλοιποι γιατί παρατηρούσα πολύ τους ανθρώπους τότε και σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξα, ούτε με τσακάλι όπως κάποιοι άλλοι, εκείνου το πρόσωπο ήταν ξεχασμένο, ούτε ένα τσάκισμα της μοίρας δεν μπορούσα ν’ ανιχνεύσω πάνω του κι ας ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγε καλά στη μοιρασιά, πως το κρααατς !- είχε ακουστεί και κανείς ίσως δεν το πήρε χαμπάρι όπως τα χιλιάδες μυρμήγκια που ζουλάμε και τσακίζουμε καθώς περπατάμε χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, μόνο το σκληρό κέλυφος εμπόδιζε τους χυμούς του να χυθούν στο πάτωμα εμπρός στα μάτια μας και κάποιος να πει « ε και λοιπόν τι έγινε; » και ίσως να τα σφουγγάριζε κιόλας γιατί τα χυμένα ανθρώπινα ζουμιά δεν είναι και κάτι ευχάριστο, η στάμπα του κουνουπιού στον τοίχο ενοχλεί, θυμίζει, κι αν μείνει σε κάποια σελίδα αγαπημένου βιβλίου γιατί άλλο πρόχειρο όπλο δεν είχες και τα χέρια σου δεν ήθελες να τα λερώσεις, γρήγορα τη διαβάζεις τοποθετώντας προσεκτικά τα δάκτυλα και τα μάτια σου πάνω της μην αγγίξουν το ΣΗΜΕΙΟ τη μαύρη τρύπα που θα ρουφήξει όποιον κοιτάξει και μάλλον κάπως έτσι έγινε, ο Αριστείδης κοίταξε και λούφαξε μες στο μαύρο των ματιών του.
©Αλέξανδρος Σάντο
photo©Ruth Thorne-Thomsen, 1983 -Adapted by staxtes.com
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.