Τζαίημς Τζόυς «Έβελιν», Μετάφραση Άρης Μπερλής [2014]

Αρχείο  24.9.14

fav-3

Καθόταν στο παράθυρο και κοίταζε το σούρουπο να εισβάλλει στο δρόμο. Το κεφάλι της ακουμπούσε στην κουρτίνα και στα ρουθούνια της είχε τη μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Ήταν κουρασμένη.
Οι διαβάτες ήταν λιγοστοί. Ο άντρας που βγήκε από το τελευταίο σπίτι, πέρασε γυρίζοντας στο δικό του· άκουσε τα βήματά του να ηχούν ξερά στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο κι έπειτα να κριτσανίζουν στο μονοπάτι με τα τζένερα, μπροστά από τα καινούργια κόκκινα σπίτια. Κάποτε εκεί ήταν χωράφι και τα βράδια έπαιζαν με τα παιδιά των άλλων οικογενειών. Ύστερα κάποιος από το Μπέλφαστ αγόρασε το χωράφι κι έχτισε σπίτια – όχι σαν τα δικά τους καφετιά σπιτάκια αλλά λαμπερά σπίτια από τούβλο με στέγες που άστραφταν. Τα παιδιά του δρόμου έπαιζαν όλα μαζί σε εκείνη την αλάνα – οι Ντιβάιν, οι Γουώτερ, οι Νταν, ο μικρός Κίοου ο σακάτης, εκείνη και οι αδελφοί της και οι αδελφές της. Αλλά ο Έρνεστ δεν έπαιζε ποτέ· ήταν μεγάλος πια. Ο πατέρας τους συχνά τους έδιωχνε από την αλάνα, κυνηγώντας τους με τη χοντρή μαγκούρα του, αλλά συνήθως ο μικρός Κίοου κράταγε τσίλιες και τους προειδοποιούσε όταν τον έβλεπε να έρχεται. Κι ωστόσο, ήταν ωραία εκείνα τα χρόνια. Ο πατέρας δεν ήταν τόσο κακός τότε· κι έπειτα, η μητέρα ζούσε. Αυτά, εδώ και πολλά χρόνια· εκείνη και οι αδελφοί της και οι αδελφές της ήταν μεγάλοι πια και η μητέρα τους ήταν πεθαμένη. Ο Τίζυ Νταν ήταν επίσης πεθαμένος και οι Γουώτερ είχαν γυρίσει στην Αγγλία. Όλα αλλάζουν. Τώρα κι εκείνη θα έφευγε, όπως κι οι άλλοι, θα άφηνε το σπίτι της.
Το σπίτι της! Κοίταξε ολόγυρα το δωμάτιο, τα οικεία πράγματα που τα ξεσκόνιζε μια φορά τη βδομάδα τόσα χρόνια κι αναρωτιόταν πώς στο καλό μαζευόταν τόση σκόνη. Ίσως δεν θα δει ποτέ ξανά αυτά τα οικεία πράγματα τα οποία ποτέ δεν φαντάστηκε ότι κάποτε θα τα αποχωριζόταν. Αλλά όλα αυτά τα χρόνια, ποτέ δεν έμαθε το όνομα του ιερέα, που η κιτρινισμένη φωτογραφία του κρεμόταν στον τοίχο, πάνω από το σπασμένο αρμόνιο, δίπλα στην έγχρωμη λιθογραφία της Οσίας Μαρίας Μαργαρίτας Άλακοκ. Ήταν συμμαθητής και φίλος του πατέρα της. Όποτε έδειχνε τη φωτογραφία του σε έναν επισκέπτη, ο πατέρας της έλεγε με φωνή κάπως αδιάφορη:
«Είναι στη Μελβούρνη τώρα.»
Είχε στέρξει να φύγει μακριά, να αφήσει το σπίτι της. Ήταν αυτό φρόνιμο; Προσπάθησε να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά. Στο σπίτι της έτσι κι αλλιώς είχε τροφή και στέγη· είχε τους δικούς της, που είχε περάσει όλη της τη ζωή μαζί τους. Βέβαια, ήταν αναγκασμένη να εργάζεται σκληρά, και στο σπίτι και στη δουλειά. Τι θα έλεγαν στο Εμπορικό όταν θα μάθαιναν ότι το ’σκασε με έναν άντρα; Μπορεί να λέγανε ότι είναι ανόητη· και θα βάζανε μιαν αγγελία και τη θέση της θα την έπαιρνε κάποια άλλη. Η δεσποινίς Γκάβαν θα χαιρόταν ιδιαίτερα. Δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί, ιδιαίτερα μπροστά σε κόσμο.
«Δεσποινίς Χιλ, δεν βλέπετε τις κυρίες που περιμένουν να εξυπηρετηθούν;»
«Λίγη ζωντάνια δεν βλάφτει.»
Δεν θα ’χυνε πολλά δάκρυα που θα ’φευγε από το Εμπορικό. Αλλά στο νέο της σπίτι, σε μια μακρινή χώρα, δεν θα είναι έτσι. Θα είναι παντρεμένη – αυτή, η Έβελιν. Θα είναι κυρία, θα την αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Δεν θα της φέρονται όπως φέρονταν στη μητέρα της. Ακόμη και τώρα, που είχε κλείσει τα δεκαεννιά, μερικές φορές ένιωθε ότι κινδύνευε από τη βιαιότητα του πατέρα της. Ήταν βέβαιη πως αυτό της προκαλούσε τις ταχυπαλμίες. Όταν ήταν παιδιά, δεν άπλωνε χέρι πάνω της, όπως με τον Έρνεστ και τον Χάρρυ, γιατί ήταν κορίτσι· όμως τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να την απειλεί κι έλεγε τι θα της έκανε, αλλά δεν το ’κανε για το χατίρι της μακαρίτισσας της μητέρας της. Και τώρα δεν είχε κανένα να την προστατεύσει. Ο Έρνεστ είχε πεθάνει και ο Χάρρυ, που εργαζόταν στη διακόσμηση εκκλησιών, έλειπε σχεδόν πάντα κάπου στην επαρχία. Ακόμη, οι συνεχείς καβγάδες για λεφτά τα σαββατόβραδα την είχαν κουράσει. Αυτή έδινε πάντα στο σπίτι ό,τι έβγαζε –εφτά σελίνια την εβδομάδα– και ο Έρνεστ έστελνε ό,τι μπορούσε, αλλά με τον πατέρα της υπήρχε πρόβλημα. Έλεγε ότι εκείνη σπαταλούσε τα λεφτά, ότι δεν είχε ντιπ μυαλό, ότι δεν θα της έδινε τα λεφτά του, που τα κέρδισε με μόχθο, για να τα πετάξει εκείνη στο δρόμο, και άλλα τέτοια, γιατί συνήθως γινόταν πολύ κακός τα σαββατόβραδα. Στο τέλος έδινε τα χρήματα και τη ρώταγε αν είχε σκοπό να ψωνίσει τίποτα για να φάνε την Κυριακή. Και τότε έτρεχε να κάνει τις αγορές της, κρατώντας σφιχτά το μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι στο χέρι της, ανοίγοντας δρόμο μέσα από το πλήθος, γυρίζοντας αργά στο σπίτι φορτωμένη με τις προμήθειες. Δούλευε σκληρά για να κρατάει το σπίτι και να φροντίζει ώστε τα δυο παιδιά που είχε την κηδεμονία τους να πηγαίνουν τακτικά σχολείο και να τρώνε κανονικά. Σκληρή δουλειά –σκληρή ζωή– αλλά τώρα που ήταν έτοιμη να φύγει, δεν έβρισκε τη ζωή της τόσο πικρή.
Ήταν έτοιμη να αρχίσει μιαν άλλη ζωή με τον Φρανκ. Ο Φρανκ ήταν πολύ καλός, ανοιχτόκαρδος, σωστός άντρας. Θα έφευγε μαζί του με το βραδινό πλοίο, για να γίνει γυναίκα του και να ζήσει μαζί του στο Μπουένος Άιρες όπου είχε ένα σπίτι που την περίμενε. Πόσο καλά θυμόταν την πρώτη φορά που τον είδε· έμενε σε ένα σπίτι που εκείνη επισκεπτόταν συχνά, στην κεντρική οδό. Σαν να είχαν περάσει εβδομάδες μόνο. Στεκόταν στην εξώθυρα, το κασκέτο του ανασηκωμένο και τα μαλλιά του πεσμένα μπροστά πάνω από το ηλιοκαμένο πρόσωπό του. Έπειτα γνωρίστηκαν καλά. Την περίμενε έξω από το Εμπορικό κάθε βράδυ και τη συνόδευε σπίτι. Την πήγε να δουν την Τσιγγάνα κι αυτή συνεπάρθηκε που καθόταν μαζί του σε μια καλή σειρά του θεάτρου. Του άρεσε πολύ η μουσική και τραγουδούσε και λίγο. Ο κόσμος το ’ξερε ότι τα είχαν φτιάξει, κι όταν αυτός τραγουδούσε το τραγούδι για το κορίτσι που αγαπάει έναν ναύτη, εκείνη ένιωθε μιαν ευχάριστη αναστάτωση. Τη φώναζε Μικρούλα για πλάκα. Στην αρχή της άρεσε που είχε φίλο κι έπειτα άρχισε να της αρέσει ο ίδιος. Της έλεγε ιστορίες για μακρινές χώρες. Είχε αρχίσει σαν μούτσος με μισθό μια λίρα το μήνα σε ένα πλοίο της Εταιρείας Άλαν που πήγαινε στον Καναδά. Της είπε τα ονόματα των πλοίων που είχε μπαρκάρει και τα ονόματα των διάφορων δρομολογίων. Είχε περάσει τα Στενά του Μαγγελάνου και της αφηγήθηκε ιστορίες για τους φοβερούς Παταγόνες. Έπιασε την καλή στο Μπουένος Άιρες και γύρισε στην πατρίδα έτσι για διακοπές. Φυσικά, ο πατέρας της ανακάλυψε ότι τα είχαν και της απαγόρευσε να τον ξαναδεί.
«Τους ξέρω αυτούς τους ναυτικούς», είπε.
Μια μέρα ο πατέρας της καβγάδισε με τον Φρανκ, και μετά ήταν υποχρεωμένη να βλέπει τον φίλο της κρυφά. Το σούρουπο βάθαινε στο δρόμο. Οι δυο λευκοί φάκελοι στην ποδιά της έγιναν δυσδιάκριτοι. Το ένα γράμμα ήταν για τον Χάρρυ, το άλλο για τον πατέρα της. Ο Έρνεστ ήταν ο αγαπημένος της, αλλά και τον Χάρρυ τον αγαπούσε. Είχε προσέξει ότι ο πατέρας της είχε ξαφνικά γεράσει τον τελευταίο καιρό· θα του έλειπε. Μερικές φορές ήταν πολύ καλός. Δεν πάει καιρός που ήταν γριπιασμένη και έμεινε στο κρεβάτι μια μέρα, κι εκείνος της διάβασε μια ιστορία με φαντάσματα και της έψησε φρυγανιές στη φωτιά. Μια άλλη μέρα, όταν η μητέρα της ζούσε ακόμη, πήγαν όλοι εκδρομή στο λόφο του Χάουθ. Θυμόταν που ο πατέρας της έβαλε το καπελάκι της μητέρας της για να γελάσουν τα παιδιά.
Η ώρα περνούσε αλλά συνέχισε να κάθεται στο παράθυρο, με το κεφάλι ακουμπισμένο στην κουρτίνα, εισπνέοντας την μυρουδιά του σκονισμένου κρετόν. Άκουσε από μακριά το οργανάκι. Ήξερε τη μελωδία. Τι παράξενο που περνούσε κάθε βράδυ για να της θυμίζει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα της να κρατήσει το σπίτι όσο περισσότερο μπορούσε. Θυμόταν την τελευταία νύχτα της μητέρας της· ήταν ξανά στο σκοτεινό δωμάτιο στην άλλη πλευρά του διαδρόμου και άκουσε απέξω τη μελαγχολική ιταλιάνικη μελωδία. Είπαν στον οργανοπαίχτη να φύγει και του έδωσαν έξι πένες. Θυμόταν που ο πατέρας της μπήκε κορδωτός στο δωμάτιο της άρρωστης και είπε:
«Βρωμοϊταλιάνοι! Ίσαμε δω φτάσανε!»
Και καθώς συλλογιζόταν, η θλιβερή εικόνα της ζωής της μητέρας της στοίχειωσε στα κατάβαθα του είναι της – μια ζωή καθημερινών θυσιών που κατέληξε στην τρέλα. Ανατρίχιασε καθώς άκουσε ξανά την παραλοϊσμένη φωνή της μητέρας της να επαναλαμβάνει συνεχώς με έμφαση:
«Ντερεβάουν σεράουν! Ντερεβάουν σεράουν!»
Σηκώθηκε πάνω πανικόβλητη. Να φύγει! Πρέπει να φύγει! Ο Φρανκ θα τη σώσει. Θα της δώσει ζωή· μπορεί και αγάπη. Θέλει να ζήσει. Γιατί να είναι δυστυχισμένη; Έχει δικαίωμα στην ευτυχία. Ο Φρανκ θα την πάρει στην αγκαλιά του, θα τη σφίξει στην αγκαλιά του. Θα τη σώσει.

Στεκόταν ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος στο σταθμό του Νορθ Γουώλ. Κρατούσε το χέρι της και καταλάβαινε ότι της μιλούσε, της έλεγε κάτι για το ταξίδι, ξανά και ξανά. Ο σταθμός ήταν γεμάτος στρατιώτες με καφετιούς σάκους. Πέρα από τα κάγκελα είδε τον σκοτεινό όγκο του πλοίου στην αποβάθρα, τα φωτεινά φινιστρίνια. Δεν του απάντησε. Ένιωσε τα μάγουλά της χλωμά και κρύα· στην αγωνία της, προσευχήθηκε στον Θεό να την οδηγήσει, να της δείξει ποιο είναι το καθήκον της. Η σειρήνα του καραβιού ακούστηκε, ένα παρατεταμένο, πένθιμο σφύριγμα στην ομίχλη. Αν φύγει, αύριο θα είναι στο πέλαγος με τον Φρανκ, με προορισμό το Μπουένος Άιρες. Είχαν κλείσει εισιτήρια. Πώς μπορούσε να κάνει πίσω όταν αυτός έκανε τόσα γι’ αυτήν; Η αγωνία της τής έφερε κάτι σαν ναυτία και συνέχισε να κινεί τα χείλη της – μια σιωπηλή θερμή προσευχή.
Ένα καμπανάκι χτύπησε πάνω στην καρδιά της. Ένιωσε να της αρπάζει το χέρι.
«Έλα!»
Όλες οι θάλασσες του κόσμου χύθηκαν στην καρδιά της. Ο Φρανκ την τραβούσε εκεί, θα την έπνιγε. Πιάστηκε και με τα δυο χέρια από τα κάγκελα.
«Έλα!»
Όχι! Όχι! Όχι! Ήταν αδύνατον. Τα χέρια της είχαν γραπώσει το σίδερο φρενιασμένα. Μέσα απ’ τις θάλασσες έβγαλε κραυγή οδύνης.
«Έβλιν! Εύη!»
Όρμησε πέρα απ’ τα σίδερα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Του έλεγαν να βιαστεί αλλά εκείνος ακόμη της φώναζε. Τον κοίταζε – το πρόσωπό της άσπρο, ανέκφραστο, σαν αδύναμο ζώο. Τα μάτια της δεν του έδωσαν κανένα σημάδι αγάπης ή αποχαιρετισμού ή αναγνώρισης.

*

© Μετάφραση Άρης Μπερλής –Πρώτη δημοσίευση στην Athens Review οf Books, τεύχος 22, Οκτώβριος 2011 –την οποία και ευχαριστούμε για την ευγενή παραχώρηση.