Όταν το ωφέλιμο συναντά το τερπνό

Αρχείο 19/12/2014  -Πέτρος Μαρτινίδης, Σύρριζα, Νεφέλη, Αθήνα 2014, σελ. 184

fav-3

Από τον ΛΟΪΚ ΜΑΡΚΟΥ (LOÏC MARCOU)

Mε το τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημα του Πέτρου Μαρτινίδη επανέρχεται το παλιό θέμα περί χρησιμότητας της λογοτεχνίας, γνωστό από την εποχή του Αριστοτέλη και του Οράτιου.[1] Στην προμετωπίδα του βιβλίου παρατίθεται η φράση που ο ιταλός ποιητής Τζιάκομο Λεοπάρντι απηύθυνε σε επιστολή προς τον μέντορα και φίλο του Πιέτρο Τζιορντάνι, στις 24 Ιουλίου 1828: «Έτσι το τερπνό μού φαίνεται περισσότερο ωφέλιμο από κάθε άλλο ωφέλιμο και η λογοτεχνία η πιο αληθινά και σίγουρα ωφέλιμη από όλες τις ξερές επιστήμες της πολιτικής και της στατιστικής». Δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη προμετωπίδα, δεδομένου ότι αυτό που χαρακτηρίζει το Σύρριζα είναι, ακριβώς, οι δυο σημαντικές αρετές της λογοτεχνίας: το τερπνό και το ωφέλιμο.

Στο Σύρριζα συναντάμε και πάλι τον Αλέξη Ολμέζογλου, ήρωα που ο θεσσαλονικιός συγγραφέας εμφάνισε στην τριλογία Θεατρικοί θάνατοι.[2] Ως άδολος και ελαφρά αφελής νεαρός, επιρρεπής στη γοητεία μοιραίων γυναικών που τον εμπλέκουν σε κακουργηματικές υποθέσεις (Κατερίνα, Μάρθα και Έλσα, αντίστοιχα), ο Ολμέζογλου εντάσσεται απολύτως στο πρότυπο του αντιήρωα που ο Μαρτινίδης επιλέγει να εμφανίζει στα αστυνομικά του μυθιστορήματα. Για ακόμη μία φορά, λοιπόν, ο αναγνώστης απολαμβάνει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του Αλέξη. Μεταπτώσεις που τον παρασύρουν, όπως συνήθως, στους μαιάνδρους μιας ιστορίας εγκληματικών ενεργειών και τον φέρνουν, οριακά, στο κατώφλι του θανάτου. (Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου, ο οποίος παρουσιάζει μια φιλοπαίγμονα ομοιότητα με το ακρώνυμο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.)

martinidis-syrrizaΣτο Σύρριζα, ο Αλέξης Ολμέζογλου έχει σαρανταρίσει. Έχει φτάσει δηλαδή σε μια ηλικία όπου κανείς δεν είναι «ούτε τόσο νέος για να περιμένει ούτε τόσο γέρος για να αποσυρθεί» (σ. 30), ενώ η οικονομική κρίση της χώρας τον αφήνει άνεργο. Παρά την κατοχή διδακτορικής διατριβής[3], την απόπειρα να γίνει κινηματογραφικός παραγωγός για χάρη μιας ωραίας ηθοποιού[4], τη σύντομη θητεία του στο ΑΠΘ, ως λέκτορα στο τμήμα ΜΜΕ[5], και την κάπως μακρότερη απασχόλησή του σε τοπική εφημερίδα[6], ο Ολμέζογλου αναγκάζεται πλέον να κερδίζει τα προς το ζην με το να γράφει γλυκανάλατα στιχάκια σε προσκλητήρια γάμων, διαπράττοντας ενίοτε λογοκλοπές από την Ντίκινσον, τον Ρίλκε, τις αδελφές Μπροντέ ή τον λόρδο Τέννυσον. Σε αυτό το πλαίσιο αναλαμβάνει να γράψει κι έναν επικήδειο για κάποιον Στέλιο Σεβαστίδη, πάμπλουτο εργολάβο της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, με όχι τόσο σαφή αίτια θανάτου. Γνωρίζεται έτσι με τη χήρα του, την Ραχήλ Σεβαστίδη, κι από εκεί ξεκινά μια νέα σειρά περιπετειών του.

Στην πραγματικότητα, ο αντιήρωας του Μαρτινίδη δεν αναλαμβάνει μία αλλά τρεις αποστολές. Αφενός, συντρέχει την χήρα, την οποία κατηγορούν τα παιδιά του Σεβαστίδη από προηγούμενο γάμο ότι δηλητηρίασε τον πατέρα τους ώστε να κληρονομήσει τη μεγάλη περιουσία του. Αφετέρου, αναλαμβάνει να βοηθήσει τον φίλο του Απόστολο, του οποίου η μνηστή γίνεται θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από τον καθηγητή της στο Τμήμα Βυζαντινών Σπουδών, τον Σέργιο Καρούμπαλο. Και σαν να μην αρκούσαν αυτά, ανταποκρίνεται και στην έκκληση της παλιάς του ερωμένης, της ηθοποιού Κατερίνας, να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από έναν βίαιο εραστή, υπεξαιρώντας έναν φορητό υπολογιστή με στοιχεία που την εκθέτουν και επιτρέπουν στον εραστή να την εκβιάζει και να την απειλεί. Πολύ ιπποτικά, ο Αλέξης αποδέχεται και την τρίτη αποστολή, παρά την πικρία που του έχει μείνει για την παλιά ερωμένη.

Έτσι όμως, εξαιτίας αυτής της τελευταίας αποστολής, ο ιπποτικός Αλέξης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ομάδα τρομοκρατών (κάποιο αόριστο παράρτημα των πραγματικών «Πυρήνων της Φωτιάς»), σε μια σύγκρουση που λαμβάνει χώρα στο εξοχικό ενός παλιού φίλου του πατέρα του, στον οικισμό των πανεπιστημιακών στη Βουρβουρού της Χαλκιδικής. Κι όπως το υπαινίσσεται και το τουρκικής προέλευσης επώνυμό του –Ολμέζ-ογλού (γιος του μη θνήσκοντος)– ο ήρωας περνάει σύρριζα από τον θάνατο, χωρίς να πεθάνει. Συνδυάζοντας θάρρος και κάποια τύχη, καταφέρνει και ο ίδιος να σωθεί μα και να σώσει την άφρονα Κατερίνα.

Όπως προκύπτει από αυτή τη σύντομη (και προφανώς ατελή) περιγραφή της πλοκής, ο Πέτρος Μαρτινίδης προσφέρει στους αναγνώστες του ένα ιλαρό θρίλερ. Αντίθετα με άλλους σύγχρονούς του έλληνες συγγραφείς αστυνομικών, όπως ο αθηναίος Δημήτρης Μαμαλούκας[7] ή ο κύπριος Κυριάκος Μαργαρίτης[8], οι οποίοι διακρίνονται σε ένα είδος υπερβίαιου θρίλερ, ο εκ Θεσσαλονίκης ακαδημαϊκός προτιμά το ανάλαφρο θρίλερ, έστω και αν η βία δεν είναι εντελώς απούσα στο Σύρριζα.[9] Σε αυτό το είδος θρίλερ βρισκόμαστε μακριά από την ανατριχίλα (το «thrill») που προκαλούν έργα όπως λ.χ. εκείνα των Μπουαλώ και Ναρσεζάκ ή της Πατρίτσια Χάισμιθ. Στα δικά του αστυνομικά, ο Μαρτινίδης επιμένει περισσότερο στο χιούμορ παρά στην ανατριχίλα. Διαβάζοντάς τα ξέρουμε πως ο όλο ευπιστία κι ευαισθησία πρωταγωνιστής θα αντιμετωπίσει απίστευτες καταστάσεις, στις οποίες τα θέματα του έρωτα (με τις μοιραίες γυναίκες) και του θανάτου (με τις in extremisσωτηρίες) έχουν τον πρώτο ρόλο. Ο αναγνώστης διασκεδάζει παρακολουθώντας τον Αλέξη να παίζει τον ερασιτέχνη αστυνομικό, ενώ ετοιμάζεται να βρεθεί στο στόμα του λύκου, ή να αποκαλύπτει συναισθηματικές αστάθειες που τον μετατρέπουν σε μοντέρνο Δον Κιχώτη, ηρωικό αλλά και καταγέλαστο.

Μπορεί ο Πέτρος Μαρτινίδης να ξεκινά γράφοντας ένα ανάλαφρο αστυνομικό, στην κατηγορία του ιλαρού θρίλερ, καταλήγει όμως σε ένα έργο υψηλής λογοτεχνικότητας. Ξέρουμε πως ο συγγραφέας είναι επίσης βαθύς γνώστης της λογοτεχνίας και ιδίως της αστυνομικής.[10] Τα μυθιστορήματά του βρίθουν από υπαινιγμούς ή αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά έργα. Στο Κατά συρροήν, λόγου χάρη, είναι η παραπομπή σε μια ρήση του Ηράκλειτου που οδηγεί την νεαρή αστυνομικό να αποκαλύψει μια πλαστοπροσωπία. Στο Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί, ομοίως, υπάρχουν αλλεπάλληλες αναφορές σε τραγωδίες του Ευριπίδη, όπως και σε τραγωδίες του Σοφοκλή στο Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

Επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση του Αντρέ Μαλρώ για το Ιερό του Ουίλιαμ Φώκνερ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι στα λογοτεχνικά έργα του Μαρτινίδη έχουμε «την εισβολή της αρχαίας τραγωδίας στο αστυνομικό μυθιστόρημα». Στο τελευταίο του έργο, ο Μαρτινίδης εξακολουθεί αυτό το παιχνίδι του πονηρού κλεισίματος του ματιού, της ευτράπελης συνενοχής με τον αναγνώστη. Οι λογοτεχνικές αναφορές στο Σύρριζα μοιράζονται, όπως και στα άλλα του έργα, άλλοτε εντασσόμενες στη λόγια κουλτούρα και άλλοτε σε μια πιο λαϊκή. Μολονότι οι λόγιες αναφορές υπερτερούν σαφώς, δεν λείπουν κι εκείνες προς λαϊκά περιοδικά, όπως τα Μάσκα και Μυστήριο, απ’ όπου τροφοδοτήθηκε η νεότερη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, ή προς έργα του Γιάννη Μαρή, του «πατριάρχη» του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος.[11]

Το θέμα της πλαστοπροσωπίας π.χ., με το οποίο ο Μαρτινίδης είχε αρχίσει τη συγγραφή αστυνομικών στο Κατά συρροήν (1998), το συναντάμε με έναν τρόπο και στο Σύρριζα, όπως και σε παραδοσιακά αστυνομικά. Βέβαια οι πλαστοπροσωπίες και οι παραλλαγμένες ταυτότητες στον Μαρτινίδη έχουν περισσότερο να κάνουν με πανεπιστημιακούς. Σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει επίσης τα «campus novel» του Ντέιβιντ Λοτζ, ο πανεπιστημιακός μικρόκοσμος σατιρίζεται συνεχώς. Ενίοτε και σε βαθμό που να δίνει την εντύπωση ότι η πλειονότητά του αποτελείται από απατεώνες κι εξουσιομανείς.

Όχι τυχαία, στο Σύρριζα συναντάμε τον χαρακτηρισμό «ταρτουφισμός», που παραπέμπει στον Μολιέρο όσο και στη διπλοπροσωπία ευρύτερα. Κι ακόμα, με ποικίλες ευκαιρίες, έχουμε παραπομπές στον βικτωριανό ποιητή Άλφρεντ Τέννυσον, στη φιλοσοφική αντίληψη του Χέγκελ περί ιστορίας, στις καταγγελίες του Εμίλ Ζολά για τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στη διάρκεια της «κομμούνας» στο Παρίσι του 1871, σε ρήσεις του Όσκαρ Ουάιλντ[12], σε στίχους του Μιχαήλ Αγγέλου[13], σε διηγήματα του Μπόρχες, έως και στη Βίβλο! Εάν κάποιες από αυτές τις παραπομπές γίνονται δωρεάν, εξαιτίας του «συνδρόμου του καθηγητή», οι περισσότερες δένουν άμεσα με την πλοκή. Χαρακτηριστική είναι η μνεία σε σημείωμα αυτοκτονίας που αφήνουν πίσω τους τέσσερις γηραιές αυτόχειρες, το οποίο παραπέμπει ευθέως στην Περαίωση, το δεύτερο βιβλίο από την «τριλογία της κρίσης» του Πέτρου Μάρκαρη.[14]Τέτοια κλεισίματα του ματιού παραμένουν συνήθη στα αστυνομικά μυθιστορήματα.[15]Κατά κανόνα, άλλωστε, το αστυνομικό μυθιστόρημα εξελίχθηκε μέσα από διαδοχικές αυτοαναφορές.

Ανάλογα λειτουργεί και η μνεία στη βιβλική φράση: «Ιδού γαρ οι υψηλοί ταπεινωθήσονται» (σ. 149). Αποδίδει κυριολεκτικά την κατάσταση του ήρωα, που από μια θέση σε ψηλότερο όροφο βρίσκεται αμέσως μετά πεσμένος στο πάτωμα του ισογείου και αιχμάλωτος τρομοκρατών. Αποκτά όμως και συμβολική χροιά, καθώς ο στόχος των τρομοκρατών υποτίθεται πως είναι να καταρρίψουν διάφορους από τις υψηλές τους θέσεις, μέσα στο ξέσπασμα ενός «Dies Iræ» – μιας ημέρας οργής.[16] Κι αυτό, εν τέλει, είναι το κυρίως πολιτικό ζήτημα που θέτει έμμεσα ο Μαρτινίδης στο συγκεκριμένο θρίλερ. Υπάρχει η δυνατότητα να βελτιωθεί μια έστω πάσχουσα δημοκρατία μέσω της ένοπλης πάλης; Είναι δυνατό η άγρια ριζοσπαστικοποίηση του ακαδημαϊκού όσο και του ευρύτερου κοινωνικού χώρου να οδηγήσει σε έξοδο από την τρέχουσα κρίση;

Δίνοντας περισσότερη έμφαση στην έκπληξη της τελικής αποκάλυψης, ο Μαρτινίδης μεταμορφώνει, όπως και ο Πέτρος Μάρκαρης στην «τριλογία της κρίσης», το αστυνομικό μυθιστόρημα σε σάτιρα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Σε κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα, ως γνωστόν, ο ερευνητής αναζητεί την αλήθεια, η οποία εγκλείει πάντα κοινωνικές παραμέτρους. Άλλοτε τη βρίσκει, άλλοτε περνά από δίπλα της, όπως στην Αποτυχία του Μαιγκρέ (1956) του Σιμενόν ή στον 13ο επιβάτη (1962) του Γιάννη Μαρή. Στο νεότερο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, οι συγγραφείς δεν αρκούνται να αναζητούν την αλήθεια μέσω του ερευνητή. Εκφράζουν επίσης τις δικές τους «αλήθειες» και καλούν τον αναγνώστη να συλλογιστεί πάνω σ’ αυτές.

Για τον Μαρτινίδη του Σύρριζα η σάτιρα στοχεύει, όπως συνήθως, τον πανεπιστημιακό μικρόκοσμο της Θεσσαλονίκης, αλλά και την ευρύτερη πολιτική ζωή. Ένας πρώτος στόχος του είναι οι πανεπιστημιακοί (συνάδελφοί του;) που στρέφονται σε μια υπερεπαναστατική αριστερά. Κάποιοι που αντιμετωπίζουν με καχυποψία τις έννοιες του ανθρωπισμού, της λογικής και της προόδου (σ. 85), αμφισβητούν αρχές όπως ο σεβασμός της αντίθετης άποψης (σ. 86) και καταλήγουν πιο επαναστάτες κι από τους φοιτητές τους. Ταρτούφοι που φλερτάρουν με την ιδέα της ένοπλης πάλης, δίχως να παραιτούνται από τις ανέσεις της καταναλωτικής κοινωνίας (σ. 87), και άτομα που στηλιτεύουν τον συντηρητισμό, διατηρώντας βαθιά συντηρητικό πνεύμα. Το αν πράγματι αφθονούν τέτοιες περιπτώσεις στα ελληνικά πανεπιστήμια ή αν παρουσιάζονται έτσι καθ’ υπερβολήν, για χάρη της πλοκής, θα ήθελε περισσότερη διερεύνηση.

Αλλά στο Σύρριζα η σάτιρα επεκτείνεται και πέρα από τον πανεπιστημιακό κόσμο, στο σύνολο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Όπως ο Μάρκαρης στο Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, ο Μαρτινίδης τα βάζει με ένα μέρος της αριστεράς. Όχι με εκείνη της γενιάς του Πολυτεχνείου (η οποία προ πολλού παραιτήθηκε από τα ιδεώδη της, σύμφωνα με τον παλιό σεναριογράφο του Θόδωρου Αγγελόπουλου), αλλά με μια αριστερά που ανακατεύει φύρδην μίγδην τον Γκράμσι με τον Αλτυσέρ και τον Μάο, θέτοντας σε προτεραιότητα το κίνημα έναντι των κομμάτων (σ. 71). Μια αριστερά, με άλλα λόγια, η οποία προσβλέπει σε έναν νέο εμφύλιο, καθιστά θρησκεία την ένοπλη πάλη και παραβλέπει το ότι ένας κακός νόμος οφείλει να διορθώνεται, όχι να εμπνέει την πλήρη ανομία (σ. 72).

Αντίθετα, ο σαραντάχρονος ήρωας κλίνει, όπως και ο συγγραφέας προφανώς, σε μια μετριοπαθή στάση, στο ιδεώδες του «μέτρου» της κλασικής αρχαιότητας. Όπως δηλώνει ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος: «πρέπει η ίδια η αριστερά να εξοβελίσει τους αγριεμένους που την τριγυρίζουν· όσους τη βλέπουν σαν πρώτο βήμα στην εκπλήρωση οραμάτων ολοκληρωτισμού» (σ. 159). Κάπως ανάλογα στην Περαίωση (2011), ο Πέτρος Μάρκαρης παρέπεμπε στη διάσημη ρήση που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, για την Ελλάδα ως «απέραντο φρενοκομείο». Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, ο θεσσαλονικιός συγγραφέας δείχνει να κάνει μιαν έκκληση στη ριζοσπαστική αριστερά να συνετιστεί. Το εννοεί έτσι ακριβώς; Μένει στον αναγνώστη να αποφασίσει.

Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς για το Σύρριζα είναι πως ο Μαρτινίδης δεν περνάει σύρριζα από τον στόχο του. Αντίθετα, τον πετυχαίνει με ακρίβεια. Σε μιαν αφήγηση που κυλά με εξαιρετική ισορροπία και διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, ο συγγραφέας πετυχαίνει να συνδέσει τις δύο καίριες φιλοδοξίες ενός λογοτεχνικού έργου, σύμφωνα με την αριστοτελική Ποιητική: την ευχαρίστηση και την διδαχή[17]. Η ανάγκη για τη σύγχρονη Ελλάδα να κρατηθεί σε μια ήπια κοινοβουλευτική δημοκρατία, ατελή αλλά εγγυήτρια της ελεύθερης έκφρασης ιδεών και απόψεων, συναρτάται με την πλοκή ενός θαυμάσια ψυχαγωγικού θρίλερ.

 

● To παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 57 (Δεκέμβριος 2014) της Athens Review of Books.
[Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί Πρώτη αποκλειστική διαδικτυακή δημοσίευση -ευγενική παραχώρηση/in courtesy of -του περιοδικού Athens Review of Books]
Εικόνα: Στράτος Φουντούλης, από τη σειρά “Une lettre jamais reçue” -μεικτή τεχνική σε καμβά, 2007

_________________________
[1] «Omne tulit punctum qui miscuit utile dulci» (Έχει τη γενική επιδοκιμασία όποιος συνδυάζει το ωφέλιμο με το τερπνό), έγραφε ο ποιητής Οράτιος στην Ποιητική Τέχνη, θέμα στο οποίο επανήλθαν συγγραφείς όπως ο Μπουαλώ, ο Λα Φοντέν, ο Γκωτιέ ή ο Λεοπάρντι.
[2] Με τα μυθιστορήματα: Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί (2003), Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία (2005) και Ο θεός φυλάει τους άθεους (2006), καθώς και στο προτελευταίο του μυθιστόρημα: Χωρίς αποζημίωση (2011), όπου ο Ολμέζογλου συνεργάζεται με τον Δημήτρη Σκούρο, ήρωα της σειράς Τέσσερις ακαδημαϊκοί φόνοι, η οποία περιλάμβανε τα: Κατά συρροήν (1998), Σε περίπτωση πυρκαϊάς (1999), Παιχνίδια μνήμης (2001) και Δεύτερη φορά νεκρός (2002), καθώς και σε τρία από τα διηγήματα της συλλογής διηγημάτων του με γενικό τίτλο: Από άλλοθι σε άλλοθι (2013).
[3] Βλ. Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί.
[4] Βλ. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
[5] Βλ. διήγημα «Η ευγένεια των βασιλέων» στη συλλογή Από άλλοθι σε άλλοθι.
[6] Βλ. Ο θεός φυλάει τους άθεους.
[7] Παράδειγμα, Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού (Καστανιώτης, 2003) ή Η απαγωγή του εκδότη(Καστανιώτης, 2005) και Η μοναξιά της ασφάλτου (Λιβάνης, 2008), όπου η φυσική όπως και η ψυχολογική βία που ο συγγραφέας εκθέτει στον αναγνώστη είναι ιδιαίτερα έντονη.
[8] Με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών (Ψυχογιός, 2012). Αλλά ο Μαργαρίτης διακρίνεται επίσης και στο είδος του νουάρ, όπως με το Ρέκβιεμ για τους απόντες (Ψυχογιός 2010), όπου ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Αρσένιος Θησέας διερευνά τις συνθήκες θανάτου δύο ατόμων, μαζί με το ταραγμένο παρελθόν της Κύπρου κατά τη δεκαετία του 1960.
[9] Χωρίς τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η έκβαση στο βιβλίο του Μαρτινίδη, ας πούμε ότι υπάρχει ένας βίαιος θάνατος στο τέλος. Ακόμη περισσότερο όμως υπάρχει μια διερώτηση περί την δικαίωση της βίας στις μεταμοντέρνες κοινωνίες και κυρίως στη σημερινή ελληνική κοινωνία. Ο Μαρτινίδης πρέπει να έχει υπ’ όψιν του όλη την προβληματική του Ζωρζ Σορέλ (1847-1922) και του έργου του: flexions sur la violence (1908), καθώς αμφισβητεί την τυφλή επαναστατική βία που καταλήγει να αντικαθιστά έναν αυταρχισμό με άλλον χειρότερο. Κοντολογίς, για τον Μαρτινίδη, ένα άθλιο και διεφθαρμένο κράτος είναι προτιμότερο από την ανυπαρξία κράτους.
[10] Το 1982 εξέδιδε μια πρώτη για τα ελληνικά δεδομένα μελέτη, με τίτλο: Συνηγορία της παραλογοτεχνίας(επανέκδοση Υποδομή 1994), όπου ανέλυε όλα λίγο-πολύ τα παραλογοτεχνικά είδη, μεταξύ των οποίων και τα αστυνομικά.
[11] Σύμφωνα με τον τρυφερό χαρακτηρισμό που έδωσε ο Πέτρος Μάρκαρης, κατά τη διάρκεια μιας τιμητικής εκδήλωσης για τον Γιάννη Μαρή (1916-1979), τον Απρίλιο του 2010 στην Αθήνα.
[12] Όπως η περίφημη, από το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι (1891), ότι «ο μόνος τρόπος να απαλλαγείς από έναν πειρασμό είναι να ενδώσεις σ’ αυτόν».
[13] Θυμίζοντάς μας πως ο Μιχαήλ Άγγελος διετέλεσε, συν τοις άλλοις, και σπουδαίος ποιητής, με την παραπομπή στον στίχο ενός σονέτου του όπου διερωτάται: «Πώς να ’σαι ευθύβολος σαν ρίχνεις μέσα από στρεβλωμένη κάνη;».
[14] Ο Μαρτινίδης βάζει κάποιο πρόσωπο να μνημονεύει αυτό το σημείωμα (σ. 142), για να επισημάνει πως πρόκειται για μυθιστορηματική επινόηση, όχι για αυθεντικό τεκμήριο.
[15] Με τον Κόναν Ντόυλ π.χ. να παραπέμπει συχνά σε μυθιστορήματα του Πόε ή του Γκαμποριώ (τους οποίους θαύμαζε βαθύτατα), δείχνοντας ότι ο δικός του Σέρλοκ Χολμς είναι ευφυέστερος από τους δικούς τους – τον ιππότη Ντυπέν και τον επιθεωρητή Λεκόκ, αντίστοιχα.
[16] Στη Γαλλία, πατρίδα του γράφοντος, μια σειρά μικρών ομάδων της άκρας δεξιάς έχουν συνασπιστεί υπό την ονομασία Jour de colère – Ημέρα οργής. Πρόκειται όμως για τους ακραίους της παραδοσιακής γαλλικής δεξιάς.
[17] Για τον Αριστοτέλη, βέβαια, τίθεται και ένας τρίτος στόχος στη λογοτεχνική δημιουργία: το να συγκινεί τον παραλήπτη της.

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε