Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Η προστάτιδα των ποιητών [2015]

Aρχείο 15.4.2015


fav-3

Η Κασσάνδρα ήταν χρησμός, όμως ποτέ μα ποτέ

Αργά τη νύχτα, όταν ο θεός έχει πια πεθάνει, μια άλλη λιτανεία λαμβάνει χώρα. Άνθρωποι όλων των ειδών, πόρνες, έμποροι, επαίτες, κατάδικοι που διεσώθησαν την τελευταία στιγμή, ποιητές. Διαβαίνουν τους δρόμους αμίλητοι. Εμπρός βαδίζουν τα παιδιά μ΄αγκαλιές από φτερά παγωνιών που λεν τραγούδια για την εποχή της συγκομιδής. Και πίσω το πλήθος μ΄ασάλευτα, πορφυρά μάτια στη βαθιά, την κόκκινη απόχρωση των μυστηρίων. Κάποιοι μιμούνται σκηνές απ΄τις εμβληματικές, ανθρώπινες στιγμές. Η σπορά, ο θάνατος, η γέννηση. Πράγματα τόσο κοινά όσο τα φτερωτά βόδια και οι σειρήνες στα κιονόκρανα. Απαγγέλουν ποιήματα, επιθαλάμια και γεφυρισμούς. Πράγματα που νομίσαμε ολότελα χαμένα αναβιώνουν εκείνη τη νύχτα που ωραία, εφηβικά φύλλα συντρίβονται από τους εξώστες σαν τα χελιδόνια, έχοντας ζήσει ολόκληρο το φως.Και εμπρός, σε μια απόσταση ικανή, η μορφή της αγίας, πνιγμένη στο αίμα, μες σ΄εκείνο τον ίδιο ναό που πέθανε για πάντα η αθωότητα. Η Κασσάνδρα που τόσο πικράθηκε, καθώς χανόταν η καλοσύνη και η αγνότητα και η αμίμητη εκείνη τρυφερότητα που έπλασε τους πρώτους φθόγγους. Κάθε τόσο η πομπή σταματά στις γωνιές των δρόμων, αποκαλύπτοντας χρησμούς, ανάβοντας φωτιές, ανταποδίδοντας εκείνο το στοργικό φιλί του μαθητή. Και ο χαμός της Τροίας και οι φωτιές και ο ναός που σείεται και φαντασιώσεις λεπτότατες και αγνές την ώρα που χορεύει η Κασσάνδρα κάτω από φυλλώματα και εξώστες φωτισμένους της δευτέρας χιλιετίας. Ανάμεσα στους σπασμένους καθρέφτες πορεύεται η Κασσάνδρα, ζωγραφισμένη σε υπόλευκα πανιά σαν σημαίες, σ΄εκείνες τις ξαφνικές εξάρσεις των μεσονυκτίων που θ΄απομείνουν αξέχαστες. Η Κασσάνδρα γυμνή, μες στην εικόνα της, η Κασσάνδρα, η αγία των ποιητών που περνά. Εμπρός της γονατίζουν εραστές και οιωνοσκόποι. Όλα της νύχτας τα πουλιά χυμούν στους γκρεμούς και χάνονται στ΄όνομα της Κασσάνδρας.

Στην αγία παραχωρήθηκαν όλες οι τιμές και αποδόθηκε η χάρη να προφητεύονται τα μελλούμενα και οι καινούριες φωτιές. Και απέμεινε μόνη, δίχως γονιούς σε ξένη γη και είδε εμπρός της φόνους και πτώσεις οίκων ολόκληρων με πίνακες ζωγραφικούς και υπομνήσεις ποιητών και οδοιπόρρων. Αυτοί που κουβαλούν τ΄ομοίωμα της Κασσάνδρας είναι φίλοι χαμένοι από καιρό. Τα σώματά τους είναι από ρεύμα ηλεκτρικό, στίχους και αίμα και όταν ξεσηκωθεί η καινούρια μέρα θ΄απορροφηθούν μες στα τραγούδια και τις σημασίες και έτσι κανείς δεν θα γνωρίσει πόσο πολύ αγάπησαν οι ποιητές την Κασσάνδρα και τη ρημαγμένη της ζωή.

Στο τέλος του επιταφίου όλοι ανεξαιρέτως οι ποιητές καταθέτουν στη χάρη της Κασσάνδρας στίχους από ποιήματα μυστικά, σκηνές των μυστηρίων. Έπειτα γονατίζουν, προσεύχονται και απ΄τα ποιήματά τους κανένα δεν ανήκει σε τούτη τη γη και σ΄αυτόν τον ουρανό. Στα τέρματα οι ποιητές και οι φίλοι χάνονται μες στην ελληνική, την αρχαία σκόνη και τον παράλογο λυρισμό. Υπάρχουν ναοί μυστικοί μες στα δωμάτια, κόχες γκρεμισμένες απ΄τον πάλαι ποτέ περικλεή ναό της Ήρας και η μοναξιά όταν γεννιέται ένα ποίημα.Κάποιος είπε η σκαπάνη των μουσικών, κάποιος είπε τα σταφύλια που κοιμούνται στην πλάτη του βουνού, κάποιος είπε. Η Κασσάνδρα δεν αναστήθηκε ποτέ. Οι ποιητές δεν πεθαίνουν ποτέ απ΄τη μοναξιά. Μονάχα από στίχους απασφαλισμένους, στα πόδια μιας καρδιάς φωταγωγημένης, στο τέλος μιας πορείας.

Η λιτανεία της Αγίας Κασσάνδρας, προστάτιδας των ποιητών, συμβαίνει όταν ξυπνούν άνθη ωραία και μυστικά, χωρών μεσημβρινών και όταν ακόμη τ΄ανώνυμα σώματάς μας φλέγονται. Φλέγονται.

*

©Απόστολος Θηβαίος
εικόνα: Αίας και Κασσάνδρα, Μουσείο Λούβρου G458