Αρχείο 19/04/2016
Απ’ όταν είχαν έρθει να μείνουν στο διαμέρισμα από κάτω του δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι. Πώς στριμώχνονταν εκεί μέσα ο πατέρας, η μητέρα και το νεαρό ζευγάρι τού ήταν αδιανόητο. Ήταν πρόσφυγες κι είχαν έρθει στη χώρα για ένα κομμάτι ψωμί. Ο άντρας εργαζόταν μαζί με τον πατέρα του σε μια οικοδομή. Οι δύο γυναίκες έκαναν κάνα μεροκάματο στα ξένα σπίτια. Το βράδυ που γυρνούσαν όλοι σπίτι, ο νεαρός άντρας, μετά από καμιά ώρα, είχε καταφέρει να μεθύσει. Τότε, ξεκινούσε κι έδερνε τη γυναίκα του, που την έλεγαν Μοίρα. Κάποιον έπρεπε να δείρει κι αυτός! Εκείνος άκουγε τα χτυπήματα στις πόρτες, τις σφαλιάρες και τα κλάματα που κρατούσαν λίγο. Σαν να είναι από κάτω σου η Κόλαση. Στο δικό του το δωμάτιο υπήρχε απόλυτη σιωπή. Κι από κάτω του ένα συνονθύλευμα τηλεόρασης, στριγκλιών και γδούπων. Όλοι μέσα εκεί κι ο καθένας στο ρόλο του.
Τώρα που γεννήθηκε και ο μικρός Σταύρος. ο ύπνος του, έγινε η πιο μεγάλη ουτοπία. Η Μοίρα μάλλον δεν έτρωγε καλά και τα στήθη της δε θα είχαν αρκετό γάλα. Ή δεν είχαν λεφτά να του πάρουν πάνες και το μωρό βρεχόταν συνέχεια. Ή το μωρό παραπονιόταν από τώρα για το μαρτύριο που του έλαχε. Τέλος πάντων, ο μικρός Σταύρος όλη νύχτα έκλαιγε. Σπάραζε. Τέτοιος θρήνος. τέτοιο μοιρολόι δεν είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή του. Ακόμα κι αυτός που κάθε μέρα την καταριόταν.
Το πρωί, καθώς έφευγε για τη δουλειά του, έπεσε πάνω στο Βαγγέλη. «Πότε θα έρθεις να δεις το μωρό;». «Θα έρθω, Βαγγέλη». «Θα έρθεις το βράδυ. Θα σε κεράσω κι ένα ποτό από τα μέρη μου». Πώς να ξεφύγει τώρα; Δεν είχε καμία δικαιολογία. Άλλωστε το βράδυ ήθελε να επιστρέψει σπίτι του. Ο Βαγγέλης θα παραφυλούσε πότε θα ερχόταν και θα έβγαινε έξω να τον τραβολογήσει στο σπιτάκι τους. Να πάρει κάτι για το μωρό; Και τι να πάρει. Δε γαμιέται! Μισή ώρα είναι, θα κυλήσει. Το βράδυ γύρισε εξαντλημένος από τη μονοτονία της ημέρας. Πήγε να μπει σιγά σιγά από την αυλόπορτα και ν’ ανέβει την εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι του. Μάταια. Ο Βαγγέλης τον πήρε χαμπάρι. «Έλα μέσα, πού πας;».
Κατηφόρισε τη σκάλα απρόθυμα. Μπήκε μέσα. Η πόρτα δεν ήταν ακριβώς πόρτα.
Ήταν μια μπαλκονόπορτα. Μέσα καθόταν όλη η οικογένεια. Στον έναν τοίχο ένα τεράστιο ντιβάνι δέσποζε από την εποχή του ανατολικού μπλοκ. Στη γωνία υπήρχε οπωσδήποτε η τηλεόραση και γύρω γύρω ήταν αραδιασμένες κάποιες καρέκλες. Ο πατέρας καθόταν σε μία από αυτές. Η μάνα ήταν πίσω από την τηλεόραση όπου ήταν ένας μικρός χώρος που θα λέγαμε κουζίνα. Στο ντιβάνι καθόταν η Μοίρα με το μικρό Σταύρο. «Έλα, κάθισε» είπε ο Βαγγέλης. «Μάνα πιάσε μας τρία ποτήρια!». Εκείνος κάθισε στο ντιβάνι δίπλα στο μωρό και τη Μοίρα. «Πες γεια» είπε η Μοίρα στο μωρό και του έπιασε το μικροσκοπικό του χέρι και το κίνησε ως ένα ευτελές, βιασμένο «γεια» απομίμησης. Τότε παρατήρησε το μωρό. Ήταν άσχημο. Το κεφάλι του είχε ένα ακαθόριστο σχήμα.
Ήταν καραφλό. Η μύτη του ήταν πλακουτσωτή και τ’ αυτιά του πέταγαν σαν του ξωτικού. Ήταν λες και όταν το έβγαζαν από τη μήτρα της μητέρας του κάποιος να του έπιασε το κεφάλι και να το έπλασε όσο πιο άσχημα μπορούσε. Το μωρό σαν να κατάλαβε το αποκρουστικό του βλέμμα και ξέσπασε πάλι στην οδύνη του.
Η Μοίρα έβγαλε έξω το δηλητηριώδες στήθος της και πότισε το σαρκοβόρο.
Εκείνος κοίταξε το στήθος της, σχεδόν ερωτικά.
Ντράπηκε και γύρισε το βλέμμα του στην τηλεόραση που έδειχνε ειδήσεις. Ένα καλοστημένο θέατρο. Κανείς τους δε μιλούσε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θέατρο του παραλόγου και το αχόρταγο ρούφηγμα του μωρού.
Ένα ρούφηγμα. σαν να ρουφούσε την ίδια της την ψυχή. Αφού το μωρό απόλαυσε το γεύμα του, ηρέμησε. Γύρισε και το κοίταξε. Αυτό άρχισε να του χαμογελά.
Άπλωσε το χέρι του και του χάιδεψε το μαλακό του κρανίο. Αυτό έδειχνε να απολαμβάνει τα χάδια. Μάλλον και οι δύο απολάμβαναν τα χάδια. Το μωρό γέλασε κι άρχισε να κουνάει τα χεράκια του και τα ποδαράκια του, άτεχνα και σπασμωδικά. Ήταν ο μόνος αυθόρμητος άνθρωπος εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο.
Ήταν ο μόνος άσχημος άνθρωπος που ήταν ο πιο όμορφος από όλους τους. Με αυτόν το φόβο να τον κυνηγάει σαν λυσσασμένο σκυλί σηκώθηκε βιαστικά να φύγει. «Πού πας;» ρώτησε ο Βαγγέλης. Κοίταξε μια τελευταία φορά τον όμορφο Άνθρωπο. Τον κοίταξε γεμάτος αηδία. Σάλια έτρεχαν από το στοματάκι του και κουνιόταν τόσο άχαρα. «Η μεγαλύτερη στιγμή της δημιουργίας ήταν τόσο αηδιαστική» σκέφτηκε. Ο Άνθρωπος τον κοίταξε σχεδόν ειρωνικά. Σαν να κατείχε μια θέση υψηλή. Σαν να κοίταζε ένα άσχημο μωρό. Ανέβηκε πανικόβλητος στο δωμάτιό του. Με τρεμάμενο χέρι άνοιξε την πόρτα κι όρμησε μέσα. Κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Κι από κάτω του η Κόλαση συνέθετε τη δική της μελωδία.
*
©Αντώνης Τζήμας
Φωτο: Jacob A Riis, ca. 1890
Διήγημα από τις Ιστορίες του Ουρητηρίου, εκδόσεις Ιωλκός
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.