Στέλλα Δούμου, Η φωτογραφία

Αρχείο 25/05/2016

fav-3

…κι έτσι αποφάσισα να βγάλω μία καλλιτεχνική φωτογραφία αμέσως μόλις πιάσαμε πόρτο.

Αυτός ο σκυλοπνίχτης ο «Γατόπαρδος» κόντεψε να μας στείλει όλους στο διάολο, κείνη τη νύχτα που ο καπετάνο-Μαντραπίλ χόρευε τις καντρίλιες – τα έχοντας βεβαίως κοπανήσει– πριν η θύελλα μας δείξει τα σκυλόδοντά της. Ήμασταν όλοι σαν ζαβλακωμένοι, γιατί το μεσημέρι είχαμε σκυλόψαρο στέικ, μαριναρισμένο για ώρες σε ουίσκι απ’ την Ίσλα, και μας είχε πέσει κομματάκι βαρύ. Δεν εστιμάραμε(1) το περίκολο(2), και το μπουρίνι ήρθε απρόσκλητο, και ούτε που καταλάβαμε πότε ήρθαμε α κόντρα με τα κύματα και με τα στράλια(3)των φλόκων λάσκα, αφού οι περισσότεροι λουφάρανε χάσκοντας με τον καπετάνιο. Που κι αυτός ούτε που πήρε πρέφα να δώσει όρντινο(4) να μανουβράρουμε για να μπαλανσάρουμε(5) μπας κι αποσωθούμε.

Ούλα γίνανε στο πιτς-φιτίλι, κάργα τα νερά, από τα όκια μέχρι τα μπούνια(6). Δίναν και παίρναν τα μαριδάκια, οι μπακαλάοι και οι αντζούγιες μπροστά στα μάτια μας. Κοπάδια μεζέδες! Μα τι να το κάμεις; Τρέχαμε και δεν φτάναμε! Κι ο δόκιμος ο ποντικομούσουδος έτρεχε ο δόλιος πάνω-κάτω στην κουβέρτα(7) με την τρομπαμαρίνα(8) στο στόμα, δίνοντας συγχυσμένος τα «όρντινα» του καπετάνο –ποια όρντινα δηλαδής;– ο καπιτάνο έσκουζε: «να βγει η Κίττυ για καντρίλιες, να βγει η Κίττυ στην κουβέρτα λέω, να τσι δώκω ένα φιλάκι στο γλυκό της μουσουδάκι!» και πότε χτύπαγε το ξύλινο πόδι κάτου με θυμό και πότε καλούσε σε αγιούτο(9) τη μάνα του τη Λουναρόζα – άγια γάτα, τίποτα δεν της πήρε ο κανακάρης της.

Και να το ‘χει φέρει έτσι η μαύρη μας η τύχη την ημέρα κείνη του πνιγμού, να λείπει με άδεια και ο Τζιανκάρλο Μετζαβόλτα. Ο εξ απορρήτων του καπετάνο. Ούλο ιδέες ήτουν εφτούνος και ο καπετάνο καθόταν σούζο στις ορμήνειες του και στην αυστηρή του μούρη. Μακιαβέλης σου λέει, μεγάλο μυαλό! Κάτι θα σκαρφιζότανε να μας γλιτώσει. Μα τα ‘φερε έτσι η συμφορά να λείπει. Γι’ αυτό μας αδειάζανε από τσι ψαροκασέλες σαν τσι γαρίδες.

Που λέτε, το λοιπόν, παλαμάρια, μποτίλιες, στράλια, κουπιά, ακόμα και η μάινα του καπιτάνου, ούλα ένα κουβάρι. Τρέχαμε με τα μπουγέλα(10) και τα μαλαστούπια(11) σαν απολωλοί οι γατόπαρδοι, Σενεγαλέζοι, Σιαμέζοι, Ιρλανδοί κοκκινοτρίχηδες, οι Σταρσκι και Χατς οι φαλακροί δίδυμοι μούτσοι, οι μαγείροι οι Σισιλιάνοι και ο Ιγκόρ ο Ρώσος ο μορφονιός δεύτερος στον Γατόπαρδο, με την αγιογραφία του Κομαντάντε Τσιφ Ινσπέκτορ στο χέρι, μπας και τη σώσει του βρεγμού, γιατί Τσιφ Ινσπέκτορ ήταν αυτός, και μόλις μάθαινε τα χαΐρια μας, θα μας περνούσε ούλους από μια μεγάλη σούβλα, βρεμένους κι άβρεχτους, γιατί καλή μανία μας είχε.

Μας  είχε καλή μανία καθότι, βλέπετε, ούλα τα γαμπρίλια και τσι λυσσαρίες μας στις Σκάλες αλλά και στον «Γατόπαρδο» απάνου, του τα πρόφταινε το Νούμερο ο Σπάι. Με την αθώα του μουσούδα, περνιότανε για υπεράνω πάσης υποψίας, μα ελόγου του ήτουν ο μεγαλύτερος σπιούνος που κυκλοφορούσε στην πιάτσα. Μούτρο! Εφτούνος το δίχως άλλο μας είχε καταδώσει και τότενες στη Μαρσίλια, που ο Γουίλ ο μαύρος θερμαστής, ήφερε αναφανδόν ούλο το μπαλέτο της Μαντάμ Ορτάνς στο πλοίο και τα κοπανάγαμε γκαρίζοντας και γαμπρίζοντας δυο μερόνυχτα. Αύγουστος ήτανε θαρρώ. Τότε που σάπιζαν τα μέλια που λέει κι ο αμανές. Η Μαντάμα η Ορτάνς ήτανε η αποτέτοια του Γουίλυ, η αγαπητικιά ντε, της είχε μεγάλη αδυναμία ο Γουίλ… εμ και πώς να μην της έχει; Ήτουν μια αυτή, μελαψή -μελαψή, γυαλιστερή και μόρτισσα από τσι λίγες. Διατηρούσε ένα γατοκαφέ σαντάν –και μορτάν, θα συμπλήρωνα ελόγου μου–, γιατί ούλοι που συχνάζαμε ήμασταν βέροι μόρτες, όχι αστεία!

Χαρτί και καλαμάρι ο Σπάι στον Κομαντάντε, κι απέ αυτός μας ανίμενε με τέτοια φούρια στην μπούκα(12) του λιμανιού να αριβάρουμε(13) απ’ τσι βόλτες και τσι βεγγέρες• και, να, μετά, μπαλαούρο(14) και νηστεία για κάνα μήνα. Γίναμε σαν τσι ρέγγες από την αδυναμία και τσι μαύρες μαυρίλες του μπαλαούρου. Κοντέψαμε να φάμε ο ένας τον άλλον. Για τον καπετάνο-Μαντραπίλ φύλαξε ιδιαίτερη περιποίηση..Τον έστειλε εξορία στο Ντόγκβιλ, ένα διαολόνησο με κάτι σκύλαρους δυο μέτρα, να σε πιάσουν στα δόντια τους και να σε κάνουν κιμά για μπιτόκ. Γύρισε ο Μαντραπίλας μ’ ένα πόδι λιγότερο, μα μυαλό δεν γέννησε. Μονέδα δεν έδινε.

Μια άλλη φορά πάλε, του καρφώθη στο τσερβέλο του να πάμε κόστα- κόστα(15), και με την μπαντιέρα κορδωμένη να κάνουμε παράτα με μόστρες και σαλουδάρες(16) μπροστά απ’ τα νησιά των Μολοσσών, που οι δοντάρες και τα αλυχτίσματά τους –από τη λύσσα τους που μοστραριζόμασταν– μας κόψανε τη χολή, και σηκώθη η τρίχα μας κάγκελο• τόσο που μερικοί πέσανε στη θάλασσα απ’ την τρομάρα, άλλοι μπήκανε αφ’ εαυτού τους στη σαλαμούρα και τα φιλαρόνια μου απ’ το Σαουθάμπτον, ο Μόντυ ο ζαβός και ο Ντύλαν ο χοντρός, είχανε γένει τόσο στουπί που κάνανε τσι γκέισες και αρχίσανε τέτοια πάρλα στα γιαπωνέζικα που ο Νόουιαρς, ο δεύτερος μαρκονιστής, γέρος καμπόσο, το ’χαψε για βέρο γιαπωνέζικο το λακριντί και νόμισε ότι ήμαστε α ρόδο(17) στην Τζαπάν και μας μιλούσαν οι εντόπιοι. Κι έδωσε σενιάλο και σήμα να αριβάρει μια σκαμπαβία(18) με τσι προμήθειες, τάχα μου, τρομάρα μας.

«Σικούρο(19);» στείλανε σήμα «εκείνοι».

«Σικούρο», αποκρίθηκε ο Νόουιαρς. Κι έστειλε τον Τιραμόλα ν’ ανιμένει τη σκαμπαβία. Μα ο Τιραμόλας ο Πασαμπάγκος ήτουν ντιπ ηλίθιος και ούλες τσι δουλειές τις έκανε μισές και, αντίς να κάτσει στο πόστο του, σουλατσάριζε να πάει, λέει, προς νερού του, και έχασκε δω κι εκεί  και ξυότανε στα σανίδια και χαρχάλευε κάτι ντενεκέδια μπας και βρει κάτι να χάψει, ανίδεος για το ραγάνι(20) που εκόντευε.

Και το ραγάνι, αδέρφια, ήτουν αυτομούτσουνος ο Κομαντάντε Τσιφ Ινσπέκτορ, καθότι οι σπιούνοι του οι ασυρματιστές της Γενικής Κομανταρίας είχανε πιάσει τα παράξενα σινιάλα και του δώκανε ραπόρτο ότι κάτι παράξενο σσυμβαίνει στον Γατόπαρδο. Ε, ρε και αριβάρισε με τη σκαμπαβία του και μπόλικη πολίτσια μέσα, και μας έκανε τσακωτούς. Για πότε ήρθε κι έσκασε μούρη μήτε που στιμάραμε! Με σιλανσιέ γίνανε ούλα. Πότε ακοστάρανε(21) στα ζερβά μας, πότε έγινε το ρεσάλτο τους!  Μήτε τις φάπες προλάβαινε κανένας να μετρήσει, έτσι όπως τους περιέλαβε ούλους η πολίτσια.Να, κάτι Ρώσοι μακρύτριχοι Γάταροι, οχτακόσιες οκάδες ο καθένας, τουλούμιασαν όλον τον κόσμο. Του λόγου μου τη γλύτωσα, καθότι μαρκονιστής μεν, κλινήρης δε, από σκορβούτο, είχανε βγάλει απόφαση οι ντοτόροι. Μα εγώ, άλλα λέω, ήταν τα ντέρτια, που με τρώγανε…

Κι έβγαλε όρντινο ο Τσιφ Ινσπέκτορ ούλο το πλήρωμα του Γατόπαρδου, εξόν κάνα δυο και της αφεντιάς μου –μια και είχα πέσει του μάκρους καθώς προλάλησα– να τους ξυρίσουνε γουλί και να τους βάλουνε να γδέρνουνε σαρδέλες στο κεντρικότερο σημείο του πόρτου• εκεί που κάμανε τα σεργιάνια τους ούλες οι μαργιολίτσες της περιοχής και περιχώρων. E, ρε ρεντίκολα! Με τους μήνες κακαρίζανε οι κόσμοι από τα γέλια. Μέχρι και οι Μολοσσοί γελούσανε, με τα ρεζίλια και τα καζάντια μας. Ακουγόντουσαν ίσα με το πόρτο. Ξινά μας βγήκαν τα κογιοναρίσματα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο κυρ-Κομαντάντε έδωκε όρντινο να δεθεί ο «Γατόπαρδος» για πέντε τέρμινα.

Ο Φέριτεϊλ τότες έπεσε σε μαύρη κατάθλιψη. Πέσανε τα μουστάκια του σα μαρούλια. Άχρηστα. Κόντεψε να κρεπάρει, σας λέω! Και θα σας κάνω λιανά αμέσως το γιατί: Ο Φέριτεϊλ, το λοιπόν, ήταν ο κουμανταδόρος του καινούργιου μαραφετιού που μας είχανε μοστράρει στον «Γατόπαρδο». Σόναρ το λέγανε το μαραφέτι, για να παίρνουμε, λέει, πρέφα τι γίνεται γύρω- γύρω αλλά και στα βάθη τ’ αμέτρητα. Να βλέπουμε, φερ’ ειπείν, τα παπόρια, τσι φρεγάτες, ούλα! Να βλέπουμε τσι κόστες πόσο αλάργα βρίσκουνται, μην πάμε και τουμπήσουμε σαν τα βόδια σ’ τσι ξέρες, να βλέπουμε και τσι σκαμπαβίες όντα μας ακοστάρουνε. Μακάρι να βλέπαμε και ποιοι νοματαίοι ήντον αμπόρδο(22) σ’ τσι σκαμπαβίες και να μην μας ερχόταν ο ταμπλάς… Ο Φέριτεϊλ, που λέτε, στην αρχή πέρασε το μαραφετοσόναρ για πράσινη σούπα, και δώσ’ του έχωνε τα δάχτυλά του μέσα να πιάσει αυτά που ‘πιπλέανε. Όντε το ’μαθε κι έγινε ξεφτέρι, δεν ξεκόλλαγε τη μουσούδα του από κει. Με το τσουπ που έπιανε κάτι, έδινε σήμα στον Καπιτάνο και στον παρατηρητή, τον Ομπσέρβερ, έναν κοκκινοτρίχη Ιρλανδό, που το τσερβέλο του νόμιζες ότι ήτουν βιδωτό και γύριζε σαν τη σπίνα ολόγυρα.

Η αφεντιά μου –στο μεταξύ, αξύριστος και σένιος, αφού δεν με είχε περιλάβει το κάζο του κομαντάντε–, κείνο τον καιρό που δεν βρέχαμε τα ποδαράκια μας, νταραβεριζόμουνα με τη Λίτσα. Γατουλίτσα ήτουν τ’ ονοματάκι της, μα το ’κοψε, ένεκα πιο εύκολο να το θυμούνται τα ναυτάκια. Η Λίτσα ήτουν από τον Περαία, από καλή φαμίλια, αλλά πεινάσανε πολύ στα μέρη της και βγήκε στο κλαρί. Μεγάλη καρδιά, είχε αδυναμία στα ναυτάκια, και περνούσαμε φίνα! Την είχα καβατζάρει όμως ελόγου μου, κείνο το αποφράς διάστημα που ήμασταν άβρεχτοι.

Βέβαια, όπως κάθε φορά, ο Τζιανκάρλο Μετζαβόλτα, είχε πάντα μια σολουτσιόνε(23) για όλα! Αυτός λοιπόν είχε την μπριγιάντε ιδέα να την πέσει από κοντά στον Κομαντάντε, τάχα μου να του κάνει κουβέντα για τα κοντραμπάντα(24) που γινόσαντε• και που να, ένα τέτοιο κοντραμπάντο νομίσαμε ότι ήτανε οι προμήθειες, και στήσαμε τη μηχανή εξεπιτούτου, για να τσακώσουμε τα λαθραία και να τα παραδώκουμε… Και δώσ’ του ψου, ψου ψου, ούλο με κάτι γαλλικούρες ξεγυρισμένες, πα ντι του, μπιεν συρ, σε-τ-ιμποσίμπλ, μαλερεσμόντ και τα τοιαύτα, ήρθε και τον τουμπάρισε τον Τσιφ Ινσπέκτορ, και με τα πολλά μάς έδωκε το πασαπόρτι να ξανασαλπάρουμε μια ωραία μέρα με μαϊστράδα. Κι εκινήσαμε –που να μη σώναμε– για κείνο το ταξίδι του διαόλου.

Eλόγου μου δεν το γουστάριζα και τόσο, διότι κι επειδή, η κυρα-Λίτσα, που με βαρέθη ολίγον να με τρώει στη μάπα καθημερινώς και αδιαλείπτως, μου ’κανε κονσομασιόν, να πούμε, μου τα ’ψησε δηλαδής, με μια αριστογάτα, πω, πω αδερφάκι μου! Ήτουν ξαδέρφη, ξαδέρφης της, και η Λίτσα στα προξενιά είναι μεγάλη μαστόρισσα, να το ξέρετε, και μου ’κανε τα κονέ με τη μαργιόλα και σαν την είδα μου πεταχτήκανε τα μάτια όξω! Γίναν’ οι μουστάκες μου αντένες καταδρομικού. Δε μαζευόμουνα με τίποτα σας λέω! Τέτοιος νταλκάς ανελέητος με βάρεσε, που δυο μου λέγανε, τριανταδυό άκουγα εγώ. Και να σου είναι αυτή μια! Αργυρόχρωμη πρασινομάτα, ούλο τσιριμόνιες και ναζάκια και νιαρ και νιουρ και δωσ’ του κυλίσματα στα χορτάρια και δώσ’ του τεντώματα και κουνήματα ουράς και όλο με ρωτούσε:

«Και ποία τα καθήκοντά σας εις τον Γατόπαρδον, μεσιέ, μήπως είσθε μούτσος;» κι έσκαγε ένα ψιλό γελάκι σαν κορδελίτσα μεταξωτή και φουρφουριστή.

«Όχι και μούτσος, μαμαζελίτσα μου!», της απαντούσα σηκώνοντας το ένα αυτί – το κάνω καλά αυτό, μου το ’χε μάθει ένας μεγάλος μάστορας του πίτσι πίτσι– «μαρκονιστής είμεθα. Βάζουμε το αυτί στο βύσμα και ακούμε τα σενιάλα και μετά, πλικ- πλικ- πλικ στο μαραφετάκι, στέλνουμε κι εμείς τα δικά μας τα δέοντα».

«Ω!» έκανε αυτή.  «Ώστε πλικ –πλικ- πλικ κάνετε! Θα μου δείξετε καμιά φορά;»

«Να σου δείξω, μάνα μου», σκεφτόμουνα ελόγου μου, και αυτή άνοιγε τις ματάρες της και σούφρωνε με σκέρτσο το μυτάκι της το γαλλικό, και με είχε κάνει τον μόρτη αλοιφή, μα τον Aη- Νικολόγατο!

Και μια και δυο, μια ωραία πρωϊα, ούλοι οι μόρτες του Γατόπαρδου –και η αφεντιά μου βεβαίως–κινήσαμε για το αναθεματισμένο ταξίδι. Που λίγο πριν γίνει το κακό, εκορδωνόμουνα αφεαυτού μου, γιατί με είχε μια θεσπέσια αργυρόχρωμη Περσίδα αγαπήσει. Και μου ’χε στείλει, που λέτε, η αμορόζα(25) μ’ έναν σκυλομούρη κοκαλιάρη μούτσο ,τον Θεμπάθτιαν από την Ιθπανία, –που το ’να του μάτι ήτουν γυάλινο, διά τούτο και ζοχάδας– ένα ραβασάκι, λέω, στα φραντσέζικα, με τα δέοντα γαργαλιστικά• και σα να μην έφτανε αυτό, μια γκράντε πόστα κάρτα, που μου μοστράριζε η καλή σου πάνω σε καλαθούνα τα κάλλη της τα τρίχινα, με φιούμπες(26) και με φιόγκους και τα μπιρμπίλια των ματιών της να λάμπουνε σα φινιστρίνια. Αααχ! Αντελήφθης τώρα για τι πλάσμα θεσπέσιο μιλούμε και νιαουρίζουμε; Και να βρει ν’ αγαπήσει ποιόν; Εμένα! το ναυτάκι το μόρτικο, το αλάνι των νοτίων θαλασσών, που δεν είχα αφήσει γάτα για γάτα στις σκάλες που πιάναμε. Τι Κίττες, τι Λόλες, τι Ριρές, τι Λίτσες! Ολάκερη γούνινη στρατιά! Και την έπαθα κι εγώ, αδερφόγατέ μου, σαν νιαουράκι στραβό και γαλατιάρικο, και η δόλια η γατίσια καρδιά μου, είχε γίνει ροκανίδι για χάμστερ ,σε λέω, μάιστα! Εγώ! Ο Γκάτο Σεραπινέλι, αιγαιοπελαγίτης από τη μάνα μου και βενετσιάνος από τον πάπα μου, μαρκονιστής στον «Γατόπαρδο» τον σκυλοπνίχτη, διασωθείς του πνιγμού, μοστραδόρος και ιναμοράτο27 με περσίδα μαργιόλα και πρασινομάτα και από τζάκι, περικαλώ!

Και κει που πάλευα με τα νερά και παιδευόμουνα να ξεκολλήσω τον Θεμπάθτιαν, που με είχε αρπάξει από το σβέρκο, μου καρφώθη στο μυαλό η έννοια, αν δώσει και σωθούμε κι από τούτο το ντράβαλο27, μα τον Aη- Νικολόγατο, η πρώτη μου δουλειά, μόλις πατήσουμε στεριά και έχουμε ακόμα τις γούνες στο πετσί μας και το τσερβέλο28 μας στη θέση του, να βγάλω και ’γω την αφεντιά μου μια φωτογραφία.Με τα σέα μου και τα μέα μου• παναπεί με τα ναυτικά μου, με τις κολαρίνες29 μου, και τον μπερέ μου λοξά βαλμένο και το μάτι μου το μόρτικο μισοκλεισμένο, να τήνε δώκω στην αμορόζα, να μ’ έχει και κείνη φάτσα κάρτα, να με μοστράρει σ’ τσι φιληνάδες της και να παρλάρει για την αφεντιά μου ούλο καμάρι: «Να, ιδέστε, το αμόρε μου, ο μεσιέ Σεραπινέλι! Γκάτο Σεραπινέλι, μαρκονιστής, καλέ, στον “Γατόπαρδο”. Πλικ-πλικ- πλικ κάνει και στέλνει τα σενιάλα σε όλη την επικράτεια.

Αμηή, βεβαίως!»

*

©Στέλλα Δούμου
Η φωτογραφία είναι του Γκάτο Σεραπινέλι, μαρκονιστής στον Γατόπαρδο τον σκυλοπνίχτη από τη συλλογή της συγγραφέα

*** Οι ναυτικοί όροι είναι από το εγχειρίδιο ‘’Οι κοινοί ναυτικοί όροι και αι ρωμανικαί γλώσσαι’’ του Π.Α Σεγδίτσα, Αθήνα 1967 , Ιδρυμα Ευγενίδου, Βιβλιοθήκη του Ναυτικού.

 (1) αξιολογώ, εκτιμώ    (2) Κίνδυνος   (3)τα σχοινιά που δένονται στην πλώρη πλοίου για την αντιστήριξη των ιστών του (4) διαταγή  (5) Ισορροπώ   (6) περιφραστικά σημαίνει από το ένα μέρος ως το άλλο, από το κάτω μέρος του πλοίου μέχρι επάνω. (το όκι είναι η τρύπα εκείνη που περνάει η άγκυρα)  (7) κατάστρωμα   (8) ναυτική τρομπέτα  (9)βοήθεια   (10) ξύλινος κουβάς, μαστέλo  (11) φανταστική λέξη της γράφουσας που εννοεί τα σφουγγαρόπανα  (12) η είσοδος  (13)να φτάσουμε  (14) φυλακή  (15) γιαλό-γιαλό  (16)Xαιρετούρες (17)πλοίο δεμένο έξω απ το λιμάνι  (18)επιτελική άκατος  (19)σίγουρα  (20)Τυφώνας  (21)πλευρίζω  (22) επιβαίνω  (23)λύση  (24)λαθρεμπόριο (25) αγαπημένη, ερωμένη  (26) αγκράφα, πόρπη , κούμπωμα  (27)βάσανο, , δύσκολη κατάσταση  (28) κεφάλι  (29) ο ναυτικός γιακάς